Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Monash στην Αυστραλία, βρήκαν μορφολογικές διαφορές στους εγκεφάλους των ανθρώπων που ανταποκρίνονται συναισθηματικά στα συναισθήματα των άλλων, σε σύγκριση με εκείνους που ανταποκρίνονται περισσότερο ορθολογικά, σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό NeuroImage.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Ερες από τη Σχολή Ψυχολογικών Επιστημών, επισήμανε τις συσχετίσεις μεταξύ της πυκνότητας της φαιάς ουσίας και της γνωστικής και συναισθηματικής ενσυναίσθησης. Η μελέτη εξέτασε το κατά πόσο οι άνθρωποι που έχουν περισσότερα εγκεφαλικά κύτταρα σε ορισμένες περιοχές, είναι καλύτεροι σε διαφορετικούς τύπους ενσυναίσθησης.
Advertisment
«Οι άνθρωποι που έχουν υψηλή συναισθηματική ενσυναίσθηση είναι εκείνοι που συχνά τρομάζουν όταν παρακολουθούν μια ταινία τρόμου ή αρχίζουν να κλαίνε κατά τη διάρκεια μια θλιβερής σκηνής. Όσοι έχουν υψηλή γνωστική ενσυναίσθηση είναι πιο ορθολογικοί, όπως για παράδειγμα ένας κλινικός ψυχολόγος που κάνει συνεδρία με ένα θεραπευόμενο», είπε ο Έρες.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν, σε 176 συμμετέχοντες, νευροαπεικονιστικές μεθόδους (VBM) για να εξετάσουν το βαθμό στον οποίο η πυκνότητα της φαιάς ουσίας, μπορεί να είναι προγνωστικός παράγοντας των επιδόσεών τους στα τεστ που βαθμολόγησαν τα επίπεδα τους για τη γνωστική ενσυναίσθηση σε σχέση με συναισθηματική ενσυναίσθηση.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα με υψηλή βαθμολογία στην συναισθηματική ενσυναίσθηση είχαν μεγαλύτερη πυκνότητα φαιάς ουσίας στο νησιωτικό φλοιό, μια περιοχή που βρίσκεται ακριβώς στο «μέσο» του εγκεφάλου. Όσοι είχαν υψηλότερη βαθμολογία στη γνωστική ενσυναίσθηση είχαν μεγαλύτερη πυκνότητα φαιάς ουσίας στο φλοιό του προσαγωγίου – μια περιοχή πάνω από το μεσολόβιο, η οποία συνδέει τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου.
Advertisment
«Στο σύνολό τους, τα αποτελέσματα αυτά παρέχουν μια επιβεβαίωση ότι η ενσυναίσθηση είναι ένα δημιούργημα πολλών συστατικών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η συναισθηματική και γνωστική ενσυναίσθηση εκπροσωπούνται διαφορικά στη μορφομετρία του εγκέφαλου καθώς και ότι παρέχονται συγκλίνουσες ενδείξεις για το ότι η ενσυναίσθηση αντιπροσωπεύεται από διαφορετικούς νευρωνικούς και διαρθρωτικούς συσχετισμούς», ανέφεραν οι ερευνητές.
«Κάθε μέρα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την ενσυναίσθηση με, και χωρίς, να το γνωρίζουν για να περιηγηθούν στο κοινωνικό κόσμο», είπε ο Έρες.
Ωστόσο, η ανακάλυψη εγείρει επίσης νέα ερωτήματα, όπως το αν οι άνθρωποι θα μπορούσαν να εκπαιδευτούν στο να έχουν περισσότερη ενσυναίσθηση και αν όλες αυτές οι περιοχές του εγκεφάλου γίνονταν μεγαλύτερες εάν το έκαναν, ή αν μπορούμε να χάσουμε την ικανότητά μας να συναισθανόμαστε, αν δεν τη χρησιμοποιήσουμε αρκετά.
«Τη χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε, για να οικοδόμησουμε σχέσεις και να εδραιώσουμε την κατανόησή μας για τους άλλους.»
«Στο μέλλον, θέλουμε να διερευνήσουμε την αιτιώδη συνάφεια εξετάζοντας το κατά πόσο εκπαιδεύοντας ανθρώπους σχετικά με ενέργειες που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση, μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές σε αυτές τις δομές του εγκεφάλου και να ερευνήσει, εάν κάποια ζημιά σε αυτές τις δομές του εγκεφάλου, ως αποτέλεσμα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες στην ενσυναίσθηση», είπε ο Έρες.