Του Μισέλ Τουρνιέ (Γάλλος συγγραφέας). Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Το Δέντρο, τεύχ. 139-140, 2005
Κάθε μέρα γίνομαι μάρτυρας και πρωταγωνιστής ενός θαύματος που ωστόσο δε κατορθώνω να το συνηθίσω: πρόκειται για το θαύμα της ανάγνωσης. Μου δίνουν ένα πακέτο από φύλλα χαρτιού μαυρισμένα με κάτι σημάδια. Τα κοιτάζω και ιδού το θαύμα: στο νου μου ξυπνούν ιππότες και ωραίες δέσποινες, πύργοι, πάρκα με αγάλματα και σπάνια ζώα. Ξεδιπλώνονται ιστορίες που μου κόβουν την ανάσα, αστείες ή συγκινητικές, τόσο που πρέπει να συγκρατήσω την ανατριχίλα, το γέλιο ή τα δάκρυά μου. Κι όλες αυτές οι αποκαλύψεις, γεννιούνται από ένα μουτζουρωμένο χαρτί. Τι παράξενο!
Advertisment
Στ’ αλήθεια, αυτές οι αποκαλύψεις γεννιούνται μόνο από ένα μουτζουρωμένο χαρτί; Δεν είναι και τόσο βέβαιο. Κι εγώ τότε; Εγώ, ο αναγνώστης; Διότι, αυτή η φαντασμαγορία που ανοίγεται στο μυαλό μου με το θαύμα της ανάγνωσης, είναι τόσο το έργο του ίδιου μου του μυαλού, όσο και του γραπτού κειμένου. Ναι, νομίζω ότι ένα βιβλίο έχει πάντα δύο δημιουργούς: αυτόν που το έγραψε και αυτόν που το διαβάζει. Ένα βιβλίο που γράφτηκε αλλά δεν διαβάζεται, δεν υπάρχει. Είναι ένα ον εν δυνάμει, που εξαντλείται στις επικλήσεις του προς τον αναγνώστη, όπως ένας σπόρος πετά ακολουθώντας τον άνεμο ώσπου να πέσει σε ένα βαθούλωμα εύφορης γης, όπου θα μπορέσει επιτέλους να πραγματωθεί, να γίνει δηλαδή φύλλο, λουλούδι, καρπός.
Αν όμως η συνηθισμένη ανάγνωση είναι ένα θαύμα, τι να πούμε για την ψηλαφητή ανάγνωση του τυφλού; Αυτό το ιδιαίτερο είδος ανάγνωσης περιέχει για μένα μια όψη γεμάτη μυστήριο, αλλά και μια πλευρά γοητευτική και καθησυχαστική. Το μυστήριο είναι η νοητική εικόνα που σχηματίζει ξεκινώντας από τις λέξεις ένας άνθρωπος που δεν βλέπει. Μιλώ για ένα τοπίο, ένα πρόσωπο, ένα σώμα. Πως αποκτούν μορφή όλα αυτά στο μυαλό ενός ανθρώπου που δεν έχει κανένα υλικό γραμμών και χρωμάτων; Υπάρχει όμως και κάτι που μου είναι πολύ αγαπητό και οικείο στην ανάγνωση με την ψηλάφηση: το άγγιγμα του βιβλίου.
Έδινα πάντα ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο. Μερικοί το χουφτώνουν σαν κάποιο συνηθισμένο και χυδαίο αντικείμενο. Νομίζεις ότι πρόκειται να το δολοφονήσουν. Και οπωσδήποτε είναι εντελώς αναίσθητοι στην πνευματική αύρα που περιβάλλει κάθε γραπτό. Άλλοι, αντίθετα, το πιάνουν με σεβασμό, με φόβο σχεδόν, λες και πρόκειται για νάρκη που απειλεί να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Σπάνια συναντάς εκείνη την εξοικείωση με την οποία πιάνει κάποιος ένα βιβλίο, το ανοίγει, το ξεφυλλίζει και το ξανακλείνει με μια φαινομενική αδιαφορία που κρύβει μια μεγάλη αγάπη και μακρά συνήθεια. Αν λοιπόν το θέαμα του ανθρώπου που πιάνει σωστά ένα βιβλίο δίνει χαρά στο συγγραφέα, φανταστείτε τι αισθάνεται όταν βλέπει να διαβάζουν με την αφή!
Advertisment
Να αγγίζεις τις λέξεις, να οσμίζεσαι τις μεταφορές, να ψηλαφίζεις τη στίξη, να βρίσκεις τα ρήματα, να κρατάς ένα επίθετο ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα, να χαϊδεύεις μια ολόκληρη φράση! Πόσο τα καταλαβαίνω όλα αυτά. Πόσο καταλαβαίνω ότι ένα βιβλίο μπορεί να γίνει κάτι σαν μικρή γάτα που γουργουρίζει στα γόνατά μου και που τα χέρια μου τη χαϊδεύουν με μία τρυφερότητα όλο αφοσίωση! Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η οπτική εικόνα κατακλύζει τα πάντα με τη φωτογραφία, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο. Την ίδια στιγμή, απαγγέλουν κατά των αισθήσεων, κατά της άμεσης επαφής- της αφής, της γεύσης, της όσφρησης- μια καταδίκη παράλογη που φτωχαίνει φρικτά τη ζωή μας.
Να, λοιπόν, τι σκοπεύω να κάνω τώρα που στις δεκαεννιά μεταφράσεις του βιβλίου μου προστίθεται και η εκδοχή του ειδικά για τυφλούς. Θα πάω να βρω τους νέους μου αναγνώστες και θα τους ρωτήσω: εσείς, που τα χέρια σας ξέρουν να διαβάζουν, δείξτε μου τι βρήκατε σ’ αυτές τις σελίδες. Στη πραγματικότητα, η ερώτηση αυτή δεν θα είναι παρά η πρώτη, κάτι σαν εισαγωγή σε μιαν άλλη, πολύ πιο σοβαρή και ουσιαστική, εσείς, που δεν είστε διαρκώς θαμπωμένοι από το θέαμα, που δεν σας τυφλώνουν τα φλας, πείτε μου τι ξέρετε. Μάθετέ μου την αγνή και τρυφερή σοφία των βιβλίων που μυρίζετε και των πραγμάτων που αγγίζετε.