Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Μόμο» του Μίχαελ Εντε – Εκδ. Ψυχογιός
Κάποια μέρα όμως ανάμεσα στους ανθρώπους της γειτονιάς διαδόθηκε πως κάποιος κατοικούσε τώρα τελευταία στα χαλάσματα. Ήταν, λέει, ένα παιδί μάλλον κοριτσάκι. Κανένας όμως δεν μπορούσε να πει τίποτα με ακρίβεια γιατί τα ρούχα της ήταν κάπως παράξενα. Τη λέγανε Μόμο ή κάπως έτσι.
Advertisment
Και πραγματικά, η εξωτερική εμφάνιση της Μόμο ήταν λιγάκι παράξενη και μπορούσε να τρομάξει τους ανθρώπους που δίνανε μεγάλη σημασία στην καθαριότητα και την τάξη. Ήταν κοντούλα, λεπτούλα, έτσι που ήταν αδύνατο να πεις αν ήταν οκτώ χρονών ή δώδεκα. Στο κεφάλι φύτρωναν αναμαλλιασμένες μπούκλες, μαύρες σαν πίσσα, που δείχνανε να μην τις είχε αγγίξει ποτέ ούτε χτένα ούτε και ψαλίδι. Είχε πολύ μεγάλα, πανέμορφα μάτια κι αυτά μαύρα σαν την πίσσα και πόδια στο ίδιο χρώμα γιατί γύριζε πάντα ξυπόλητη.
Τον χειμώνα μόνο έβαζε καμιά φορά παπούτσια, αλλά και αυτά ήταν παράταιρα και της πέφτανε πολύ μεγάλα. Κι αυτό γιατί τίποτα απ’ αυτά που είχε η Μόμο δεν ήταν δικό της. Ή τα είχε βρει κάπου ή της τα είχε χαρίσει κάποιος. Η φούστα της ήταν καμωμένη από διάφορα παρδαλά κουρέλια και της έφτανε ως τον αστράγαλο. Από πάνω φορούσε ένα παλιό, πολύ μεγάλο της, αντρικό σακάκι, με μανίκια διπλωμένα στον καρπό.
Η Μόμο δεν ήθελε να τα κόψει γιατί σκεφτόταν πολύ προνοητικά πως θα μεγάλωνε. Και ποιος μπορούσε να ξέρει αν θα ξανάβρισκε ποτέ ένα τόσο ωραίο και πρακτικό σακάκι με τόσες πολλές τσέπες; Κάτω από τη χορταριασμένη σκηνή του ερειπωμένου θεάτρου υπήρχαν μερικές μισογκρεμισμένες καμαρούλες, που μπορούσες να τις φτάσεις μέσα από μια τρύπα στον εξωτερικό τοίχο. Η Μόμο είχε φτιάξει εκεί το σπιτικό της.
Advertisment
Κάποιο μεσημέρι μερικοί άντρες και γυναίκες της γειτονιάς ήρθαν να τη βρουν και προσπάθησαν να της πάρουν λόγια. Η Μόμο στεκόταν και τους κοίταζε τρομαγμένη γιατί φοβόταν πως οι άνθρωποι αυτοί θα τη διώχνανε. Δεν άργησε όμως να καταλάβει πως οι άνθρωποι είχαν έρθει με φιλικές διαθέσεις. Ήταν και οι ίδιοι φτωχοί και ξέρανε πολλά για τη ζωή.
-Σ’αρέσει λοιπόν εδώ; ρώτησε ένας άνδρας.
-Ναι, αποκρίθηκε η Μόμο.
-Και θέλεις να μείνεις εδώ;
-Ναι, πολύ.
-Μα δεν σε περιμένει κανένας;
-Όχι.
-Θέλω δηλαδή να πω, δεν πρέπει να πας στο σπίτι σου;
-Το σπίτι μου είναι εδώ, βεβαίωσε γοργά η Μόμο.
-Κι από πού έρχεσαι παιδί μου;
Η Μόμο έκανε μια αόριστη χειρονομία, δείχνοντας πως ερχόταν από κάπου μακριά.
-Και ποιοί είναι οι γονείς σου; συνέχισε να τη ρωτάει ο άνθρωπος.
Το παιδί τον κοίταξε με αμηχανία, κοίταξε και τους άλλους και ανασήκωσε τους ώμους του. Οι άνθρωποι αντάλλαξαν ματιές κι αναστέναξαν.
-Μη φοβάσαι, συνέχισε ο άνθρωπος, δε θέλουμε να σε διώξουμε. Θέλουμε να σε βοηθήσουμε.
Η Μόμο κούνησε αμίλητη το κεφάλι της, δεν έδειχνε όμως να είχε τελείως πειστεί.
-Είπες πως σε λένε Μόμο;
-Ναι.
-Είναι ένα όμορφο όνομα, αλλά δεν το έχω ξανακούσει. Ποιός σου έδωσε αυτό το όνομα;
-Εγώ, είπε η Μόμο.
-Εβγαλες έτσι η ίδια τον εαυτό σου;
-Ναι.
-Και πότε γεννήθηκες;
Η Μόμο το σκέφτηκε και στο τέλος είπε:
-Όσο θυμάμαι υπήρχα από πάντοτε.
-Δεν έχεις καμιά θεία, κανένα θείο, καμιά γιαγιά, τέλος πάντων, κάποια οικογένεια όπου θα μπορούσες να πας;
Η Μόμο κοίταξε μονάχα τον άνθρωπο και για λίγο δε μίλησε. Έπειτα μουρμούρισε:
-Εδώ είναι το σπίτι μου.
-Ας είναι, έκανε ο άνθρωπος, είσαι παιδί ακόμα. Πόσων χρονών είσαι;
-Εκατό, είπε διστακτικά η Μόμο.
Οι άνθρωποι γέλασαν γιατί το πήραν για αστείο.
-Σοβαρά, πόσο είσαι;
-Εκατό δύο, απάντησε η Μόμο με ακόμα λιγότερη σιγουριά.
Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου να καταλάβουν οι άνθρωποι πως το παιδί ήξερε μονάχα μερικούς αριθμούς που κάπου είχε ακούσει, αλλά πως γι’ αυτήν δεν σήμαιναν κάτι το συγκεκριμένο, γιατί δεν είχε μάθει ποτέ της να μετράει.
-Άκου δω, είπε ο άνθρωπος αφού συμβουλεύτηκε τους άλλους, συμφωνείς να το πούμε στην αστυνομία πως είσαι εδώ; Τότε θα σε πάνε σε κάποιο ίδρυμα όπου θα σου δίνουν να τρως και θα έχεις και το κρεβάτι σου κι όπου θα μάθεις να μετράς, να διαβάζεις και να γράφεις και πολλά άλλα ακόμα. Τι λες για αυτό;
Η Μόμο τον κοίταξε τρομοκρατημένη.
-Όχι, μουρμούρισε, δε θέλω να πάω. Ήμουνα εκεί κάποτε. Είχε κι άλλα παιδιά εκεί. Είχαν κάγκελα στα παράθυρα. Κάθε μέρα έπεφτε ξύλο, πάντα άδικα. Πήδηξα λοιπόν νύχτα τον τοίχο και το’ σκασα. Δε θέλω να ξαναπάω πίσω.
-Σε καταλαβαίνω, είπε ένας γέρος και κούνησε το κεφάλι του. Και οι άλλοι το καταλάβαιναν και κείνοι και κούνησαν τα κεφάλια τους.
-Ας είναι, είπε μια γυναίκα, είσαι όμως μικρή ακόμα. Πρέπει να σε φροντίζει κάποιος.
-Εγώ, είπε ξαλαφρωμένη η Μόμο.
-Θα τα καταφέρεις; ρώτησε η γυναίκα.
Η Μόμο έμεινε για λίγο σιωπηλή κι έπειτα είπε με σιγανή φωνή:
-Δε μου χρειάζονται πολλά.
Και πάλι κοιτάχτηκαν οι άνθρωποι, αναστέναξαν και κούνησαν τα κεφάλια τους.
-Ξέρεις Μόμο, άρχισε να λέει πάλι εκείνος ο άνθρωπος που είχε μιλήσει πρώτος, λέμε πως θα μπορούσες να βολευτείς σε κάποιον από μας. Εχουμε βέβαια πολύ λίγο χώρο όλοι μας και οι πιο πολλοί έχουν κιόλας ένα σωρό παιδιά, που πρέπει να ταίσουνε, νομίζουμε όμως πως ένα παραπάνω δεν έχει καμιά σημασία. Πως το βλέπεις αυτό;
-Ευχαριστώ, είπε η Μόμο και χαμογέλασε για πρώτη φορά, σας ευχαριστώ πολύ. Δε θα’ταν όμως πιο απλό να μ’ αφήσετε να μείνω εδώ;
Οι άνθρωποι συσκέφτηκαν για κάμποση ώρα, είπανε αυτό και κείνο, στο τέλος όμως συμφώνησαν. Γιατί, πίστευαν πως το παιδί θα μπορούσε να καθίσει εδώ το ίδιο καλά όπως σε κάποιον απ’ αυτούς και θα φρόντιζαν τη Μόμο ομαδικά, γιατί θα ήταν πολύ πιο απλό για όλους μαζί παρά για έναν μόνο.
Βάλθηκαν λοιπόν να συγυρίζουν αμέσως τη μισογκρεμισμένη πέτρινη καμαρούλα, όπου είχε στήσει το σπιτικό της η Μόμο και να την επιδιορθώσουν όσο γινόταν. Ένας απ΄αυτούς που ήταν χτίστης, έχτισε μάλιστα ένα πέτρινο τζάκι. Κάπου βρέθηκε κι ένα σκουριασμένο μπουρί. Ένας γέρος μαραγκός έφτιαξε στα γρήγορα με κάτι σανίδια από κάσες ένα τραπεζάκι και δυο καρέκλες. Και οι γυναίκες φέρανε ένα άχρηστο, στολισμένο με έλικες, σιδεροκρέβατο, ένα στρώμα που ήταν μόνο λιγάκι σχισμένο και δυο κουβέρτες.
Η πέτρινη τρύπα κάτω από τη σκηνή του ερειπωμένου θεάτρου έγινε ένα άνετο δωματιάκι. Ο χτίστης, που ήταν και λιγάκι καλλιτέχνης, ζωγράφισε στο τέλος έναν όμορφο πίνακα με λουλούδια πάνω στον τοίχο. Ζωγράφισε ακόμα και την κορνίζα και το καρφί απ’ όπου κρεμόταν ο πίνακας.
Κι έπειτα ήρθαν τα παιδιά αυτών των ανθρώπων κι έφεραν ό,τι μπορούσαν να ξεκόψουν από το φαγητό τους, το ένα λίγο τυρί, το άλλο μια κόρα ψωμί, το τρίτο μερικά φρούτα και πάει λέγοντας. Κι επειδή τα παιδιά ήταν πάρα πολλά, μαζεύτηκαν εκείνο το βράδυ τόσα, που μπόρεσαν να γιορτάσουν όλα μαζί την εγκατάσταση της Μόμο. Ήταν μια όμορφη γιορτή όπως ξέρουν να γιορτάζουν μονάχα οι φτωχοί. Κι έτσι άρχισε η φιλία ανάμεσα στη μικρή Μόμο και τους ανθρώπους.