Ήμασταν, η αγαπημένη μου κι εγώ, μες στο άπειρο και ήμασταν το άπειρο.
Ήμασταν μες στο φως κι ήμασταν φως.
Advertisment
Και περιπλανιόμασταν σαν αρχαίο πνεύμα που κινιόταν πάνω στην όψη των νερών.
Κι ήταν για πάντα η πρώτη μέρα.
Ήμασταν η ίδια η αγάπη που ζει μες στην καρδιά της διάφανης σιωπής.
Advertisment
Τότε, μια φωνή σαν κεραυνός, μια φωνή σαν αμέτρητες λόγχες να τρυπούσαν τον αιθέρα, κραύγασε λέγοντας: “Λάζαρε, έλα έξω!”.
Κι η φωνή αντήχησε και ξαναντήχησε μες στο άπειρο κι εγώ, σαν από παλίρροια πλημμύρας, έγινα άμπωτη.
Ένα σπίτι διαλυμένο, ένα ρούχο σχισμένο, μια νιότη αξόδευτη, ένας πύργος που σωριάστηκε κι από τις σπασμένες πέτρες του φτιάχτηκε ένα ορόσημο.
Μια φωνή κραύγασε: “Λάζαρε, έλα έξω!”.
Και κατέβηκα από την έπαυλη του ουρανού σε έναν τάφο μες σε τάφο, σ΄αυτό το σώμα μες σε μια σπηλιά κλεισμένο.
“Ο Λάζαρος και η αγαπημένη του” Χαλίλ Γκιμπράν εκδόσεις Μπουκουμάνης – Photo: Author/Depositphotos