DNA: Αποκωδικοποιώντας τον Νου του Θεού
Έχετε αναλογιστεί ποτέ με ποιον τρόπο έχει υφανθεί μέσα μας η γλώσσα; Δεν χρησιμοποιούμε απλώς τη γλώσσα. Είμαστε γλώσσα. Υπάρχει ένας νόμος ανώνυμου νομοθέτη και σε αυτόν υπακούν όλα τα έμβια όντα. Αυτός ο νόμος ορίζει το σύνταγμα της ίδιας της ζωής. Μπορούμε να δούμε αυτό τον νόμο ως ένα a priori σύστημα γνώσης που προσφέρει στη φύση τον λόγο για να ενεργήσει. Το DNA αποτελεί τη βούληση της βιολογίας• οι σπόροι του μετασχηματίζουν το δυναμικό της ζωής σε απτή έκφραση, είναι το σχέδιο που δίνει στην πεταλούδα φτερά για να πετάξει. Χαραγμένα μέσα στο κείμενο του DNA βρίσκονται όλα τα κρυμμένα μυστικά και οι μελλοντικές δυνατότητες της ζωής, η εγγενής αλλά αγέννητη δυναμική και ένταση μεταξύ «αυτού που είναι» και «αυτού που θα έπρεπε να είναι» η ύπαρξη.
Τα γονίδια είναι τα γράμματα του DNA• η διάταξή τους μεταφέρει τις ιδέες του πιθανού και του εξελισσόμενου. Όπως συμβαίνει σε κάθε γλώσσα, οι σημασίες μπορούν να μεταβληθούν μέσα από πολυποίκιλες ακολουθίες. Η βιολογική γλώσσα της γονιδιακής έκφρασης διαθέτει τα δικά της παραδείγματα διόρθωσης, τις δικές της αποκλίνουσες σημασίες και τη δική της λογοκρισία – οι λεπτές αποχρώσεις των εκδηλώσεών της βασίζονται στην πιστότητα της έκφρασης μέσα από το κείμενο του DNA. Για παράδειγμα, υπάρχουν περιοχές του DNA που μπορούν να παραλειφθούν ή να αποσιωπηθούν, με αντίστοιχες αλλαγές στη δομική σύνθεση του βιολογικού μηχανισμού. Οι αλλαγές στα γράμματα του DNA είναι που δίνoυν στη ζωή την ερμηνευτική ικανότητά της, διάφορους τρόπους μετάδοσης που μπορούν να αλλάξουν σημασία.
Advertisment
Η φύση έχει δώσει στην κληρονομιά της ένα καταφύγιο ελευθερίας, μια δυνατότητα να δημιουργεί έναν διάλογο που ανταποκρίνεται και προσαρμόζεται σε αυτό που ειδάλλως θα ήταν αμετάβλητοι βιολογικοί περιορισμοί. Με άλλα λόγια και χωρίς καμιά διάθεση για λογοπαίγνια, το DNA είναι μια γλώσσα που εξελίσσεται. Τα γονίδια βρίσκονται προφυλαγμένα πάνω σε μακρές αλυσίδες DNA που ονομάζονται χρωμοσώματα. Τα χρωμοσώματα είναι τόσο μακριά σε μήκος που αναγκαστικά σχηματίζουν ελικοειδείς σπείρες, όπως τα φίδια.
Αυτά τα «φίδια» περιελίσσονται σε επίπεδα – στρώματα πρωτεϊνών, τις ιστόνες, οι οποίες ελέγχουν τη δραστηριότητα του DNA καθώς και την έκφρασή του. Όπως μια μούμια από το απώτατο παρελθόν, το DNA μπορεί να ξετυλιχτεί, γεγονός που ενεργοποιεί αμέσως τον κρυμμένο κώδικα των γονιδίων. Το αποτέλεσμα είναι ότι το DNA δεν αλλάζει, αλλά η έκφραση του γονιδιώματος μπορεί να μεταβληθεί. Αυτή η διαδικασία είναι γνωστή ως «επιγενετική». Ο όρος αναφέρεται στις τροποποιήσεις της λειτουργίας των γονιδίων, όπου δεν σημειώνεται καμιά αλλαγή ή «μετάλλαξη» στο «γραπτό κείμενο» ή στον κώδικα του ίδιου του γονιδίου.
Η άποψη ότι τα έμβια όντα προσαρμόζονται ανάλογα με την εμπειρία και μέσω του μηχανισμού της επιγενετικής είναι επίσης μια υποκείμενη αρχή της νευροπλαστικότητας, η άποψη ότι ο εγκέφαλος μπορεί να αυτο-μεταβληθεί ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες ή τις περιβαλλοντικές προσλαμβάνουσες. Αυτές οι διαγενεαλογικές μορφές κληρονομιάς μπορούν να ιχνευτούν μέσα από την εξέλιξη της γλώσσας. Και ποια είναι η σχέση μεταξύ της επιγενετικής –της ερμηνευτικής ικανότητας του DNA– και της εξέλιξης της ανθρώπινης γλώσσας; Είναι η μοναδική στον άνθρωπο δυνατότητα να υπερβαίνει αυτό που φαίνεται να είναι σταθερό και αμετάλλακτο, και να προσεγγίζει διαφορετικές εννοιολογικές και οντολογικές πραγματικότητες.
Advertisment
Πνευματική εξέλιξη
Η δημιουργία της γλώσσας υπήρξε ένα ποιοτικό άλμα στην εξέλιξη, αποτελώντας την προσωπική εκδοχή του εγκεφάλου για την επόμενης γενιάς αλληλουχία και προσφέροντάς του τη δυνατότητα να δομεί τη δική του πραγματικότητα ζωής. Με τον νου μας έχουμε τη δυνατότητα να δομούμε διαφορετικές σημασίες μέσα από την υπερβατική δυναμική της ανθρώπινης γλώσσας. Αυτή η υπέρβαση που σημειώνεται στην εξέλιξη της γλώσσας συνεπάγεται μια προοδευτική ακολουθία στην πολυπλοκότητα των αναπαραστάσεων, μια εννοιοποίηση της γνώσης η οποία δεν διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο το DNA κωδικοποιεί την εγγενή νοημοσύνη της ζωής. Η ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί το DNA και τον ίδιο του τον εαυτό, ακόμα και να χαλιναγωγεί αυτές τις εξελίξεις ως μέσο με το οποίο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τους άλλους, είναι εξίσου σημαντική για την επιβίωσή μας.
Η γλώσσα μάς επιτρέπει να μεταδώσουμε τη θεμελιώδη ουσία μας και συνεπώς να καταλάβουμε βαθύτερα τον συνάνθρωπό μας. Ο νους αλλάζει μέσω της γλώσσας, όπως αλλάζουν και ο πολιτισμός, τα πιστεύω και οι αξίες μας. Ένα παράδειγμα του πώς ο ανθρώπινος νους έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου μπορεί να εντοπιστεί στην εξέλιξη της γραφής. Στις πρώτα καταγεγραμμένα αλφάβητα, όπως το φοινικικό και το εβραϊκό, η ανθρώπινη ιστορία χρονολογείται με ορισμένη φορά και μορφή. Αυτά τα αλφάβητα ήθελαν τη φορά της γραφής και της ανάγνωσης να κατευθύνονται από τα δεξιά προς τα αριστερά. Η συγκεκριμένη σύνταξη της γλώσσας αντανακλά μια εντονότερη εξάρτηση από τη δραστηριότητα της δεξιάς πλευράς του εγκεφάλου όσον αφορά τη δημιουργία, την εισαγωγή και την προαγωγή των ιδεών.
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η δεξιά πλευρά του εγκεφάλου έχει περισσότερο την τάση να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με τρόπο υπόρρητο και σε επίπεδο σχέσεων. Έννοιες όπως η πίστη και η πεποίθηση γίνονται ευκολότερα κατανοητές όταν είναι ενεργό το δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Πέρασε πολύς ιστορικός χρόνος μέχρι ο ελληνικός πολιτισμός να αλλάξει τη φορά της γραφής και να την κάνει αντίθετη, από τα αριστερά προς τα δεξιά. Οι Έλληνες ήταν ιδιαίτερα ορθολογιστές και προήγαγαν τη λογική και την επιστήμη. Απέρριψαν πολλούς από τους θρησκευτικούς μύθους άλλων αρχαιότερων πολιτισμών, και αυτό έδωσε το έναυσμα για τη διαμάχη μεταξύ θρήσκων και ορθολογιστών. Η εξέλιξη της γλώσσας και η επίδρασή της στην ανθρώπινη συνείδηση δεν υπήρξαν απλώς θεατές σε αυτή τη σύγκρουση, αλλά διαμόρφωσαν ενεργά τον επιφαινόμενο διχασμό ορθολογισμού και πίστης, αντανακλώντας τον διττό τρόπο αντίληψης που διαθέτει ο εγκέφαλος.
Στην εποχή μας, λόγω της απόφασης των Ελλήνων να αντιστρέψουν τη φορά της γραφής και της ανάγνωσης, δυσκολευόμαστε περισσότερο να κατανοήσουμε την πίστη και την πεποίθηση. Αυτή η εσωτερική σύγκρουσή μας συχνά εξωτερικεύεται. Οι κίνδυνοι που ενέχει η εγγενής διττότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που ακόμα και οι φανατικότεροι υποστηρικτές (οι οποίοι ασκούν απαρέγκλιτα τα λατρευτικά καθήκοντα της θρησκείας τους) της πίστης στον Θεό παραμένουν βαθιά διχασμένοι. Αυτές οι θρησκευτικές διχογνωμίες δεν παρατηρούνται μόνο σε άτομα που ασπάζονται μια πίστη και βάλλουν εναντίον κάποιων άλλων που έχουν εντελώς διαφορετικές πεποιθήσεις, αλλά ακόμα και μεταξύ ανθρώπων του ίδιου θρησκεύματος: διαφωνίες ως προς το δόγμα οδήγησαν σε ατελεύτητες έριδες, ακόμα και σε αιματοχυσίες. Όπως έγραψε ο ποιητής Rainer Maria Rilke: «Ο νους μας είναι διχασμένος. Και στο σκοτεινό πέρασμα των δρόμων της καρδιάς δεν υπάρχει ναός για τον Απόλλωνα».
Η διαφορά μεταξύ επιστήμης και πίστης, όπως αντανακλάται στη χρήση της γλώσσας, είναι κυρίως «μια διαφωνία γύρω από την ύπαρξη νοήματος». Πρόκειται για ένα αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό και φορτίο της εξέλιξης του εγκεφάλου να ερευνά ελεύθερα την αξία, τον σκοπό και το νόημα, πράγμα που κατορθώνουμε μέσα από τη χρήση και την ερμηνεία της γλώσσας. Μέσω της γλώσσας δημιουργούμε αναπαραστάσεις, μοντέλα πραγματικότητας τα οποία αναδομούμε και συναινούμε σε αυτά. Μέσα από αυτές τις συναινέσεις-συμφωνίες μπορούμε να συνεργαστούμε και να συνυπάρξουμε ειρηνικά. Πάντα ωστόσο θα αντιμετωπίζουμε έναν περιορισμό στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε με τη χρήση αυτών των εργαλείων. Ο εγκέφαλος, στην εξελικτική ορμή του να βελτιστοποιήσει τη δική του αναπαράσταση του σύμπαντος, υφίσταται κατά παράδοξο τρόπο μια τουλάχιστον μικρή και πιθανότατα μεγάλη συνέπεια, αυτήν της απομάκρυνσης της γλώσσας από την ερμηνεία της εμπειρίας.
Υπάρχουν η εμπειρία της αγάπης και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να την περιγράψουμε. Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εικόνων και των απόψεων για τον κόσμο γύρω μας και των λέξεων που επιλέγουμε για να οικειοποιηθούμε αυτά τα μοντέλα, για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Οι περιορισμοί της γλώσσας περιλαμβάνουν και μια σημαντική απώλεια πρόσβασης στον κόσμο που βρίσκεται πέρα από τις λέξεις, τον οποίο οι ποιητές προσπάθησαν να ερμηνεύσουν με επιμελή λεπτότητα. Αν δεν υπάρχει λέξη για κάτι, τότε συμπεραίνουμε εσφαλμένα ότι δεν πρέπει να υπάρχει. Ωστόσο, η ειδεχθής θυσία –με την οποία επιβαρυνόμαστε– για την εξέλιξη της πρόσφορης οίησης του εκφραστικού λεξιλογίου μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μαύρη τρύπα ανάμεσα στο «βαρβαρικό επιφώνημα» της ανθρώπινης εμπειρίας και στις συμβολικές αναπαραστάσεις της φαντασίας μας, έστω και αν γνωρίζουμε ότι είναι «ανερμήνευτες».
Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του μυστηριώδους, θρησκευτικού και θαυμαστού βιώματος είναι ότι δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Τι είναι η «λατρεία» πέρα από την αδύναμη προσπάθειά μας να εκφράσουμε το ανείπωτο; Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν βιώσει στιγμές στη ζωή τους όπου οι λέξεις τούς εγκατέλειψαν. Στεκόμαστε στην άκρη μιας κορυφής του Γκραν Κάνιον και βλέπουμε αχανείς εκτάσεις από πολύχρωμα στρώματα βραχώδους πετρώματος. Δεν μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί αυτού του θαύματος. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ανασάνουμε κοφτά. Ή, όταν βρισκόμαστε στην αίθουσα τοκετού, μένουμε άφωνοι καθώς θαυμάζουμε το νεογέννητο που κρατάμε στην αγκαλιά μας. Είμαστε ευγνώμονες. Δεν μπορούμε να αρθρώσουμε λέξη. Μπορούμε μόνο να κλάψουμε.
Τότε αγγίζουμε με βεβαιότητα το άυλο. Έχουμε φτάσει στα όρια της γλώσσας μας και έχουμε βιώσει κάτι που βρίσκεται πέρα από αυτήν. Λειτουργώντας έτσι, ο νους μας έχει αγγίξει τον Θεό. Έχουμε αφουγκραστεί, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, την ηχώ ενός άλλου κόσμου. Ο ίδιος ο Μωυσής εξομολογήθηκε ότι είχε πρόβλημα βραδυγλωσσίας και προσπάθησε να αποφύγει το έργο της μετάδοσης του «Λόγου». Όπως λέει ο μύθος: «Μήτε το στόμα του μήτε η γλώσσα
του μπορούσαν να βγάλουν λέξη».
Η απώλεια της γλώσσας συνεπάγεται διχασμό του εγκεφάλου
Η νευρολογική διαταραχή της απώλειας της γλωσσικής ικανότητας που ονομάζεται «αφασία» καταδεικνύει τη δύναμη της γλώσσας και τις βαρύτατες συνέπειες της έλλειψής της. Η αφασία είναι συνήθης μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά δεν εμφανίζεται συχνά στα παιδιά. Περιγράφεται ωστόσο μια σπάνια πάθηση, γνωστή ως «σύνδρομο Landau-Kleffner» (επίκτητη επιληπτική αφασία), που συνίσταται στην οξεία προσβολή του ανοσοποιητικού συστήματος. Πλήττει πρωτίστως τις περιοχές του εγκεφάλου που είναι απαραίτητες για την απόκτηση, την κατανόηση και τη χρήση της γλώσσας. Το σύνδρομο Landau-Kleffner μπορεί να καταστρέψει τις γλωσσικές ικανότητες ενός παιδιού που είναι στην ανάπτυξη.
Οι γονείς και οι γιατροί συχνά βρίσκονται σε σύγχυση και κάνουν εσφαλμένη διάγνωση, τοποθετώντας τη συγκεκριμένη πάθηση στο φάσμα του αυτισμού. Οι μαγνητικές τομογραφίες και τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα των εγκεφαλικών κυμάτων συνδράμουν συχνά στη σωστή διάγνωση. Οι ερευνητές περιέγραψαν το συγκεκριμένο σύνδρομο για πρώτη φορά το 1957. Χαρακτηρίζεται από προοδευτική ή μερικές φορές από ταχεία απώλεια της γλωσσικής ικανότητας σε ένα μέχρι πρότινος φυσιολογικό παιδί. Είναι ιάσιμο –όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία– με τη χορήγηση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Η Hanna, μια δεκαεννιάχρονη κοπέλα που ζει με τους γονείς της, εκδήλωσε αυτή τη διαταραχή όταν ήταν δύο ετών. Ως βρέφος και έπειτα ως νήπιο είχε μια σχετικά γρήγορη ανάπτυξη. Προς μεγάλη ευχαρίστηση των γονιών της, η Hanna απέκτησε την ικανότητα να μιλά χρησιμοποιώντας σύνθετες προτάσεις από πολύ μικρή ηλικία. Μετά τα δεύτερα γενέθλιά της όμως άρχισε να εμφανίζει υψηλό πυρετό και συχνά έκλαιγε γοερά. Κατά τη διάρκεια εκείνων των πρώτων κρίσεων, οι γλωσσικές ικανότητές της άρχισαν να φθίνουν. Έγινε αφύσικα υπερκινητική και περπατούσε σχεδόν τρεκλίζοντας. Είχε αδικαιολόγητες εκρήξεις θυμού και ξεσπούσε σε κλάματα. Αυτά τα συμπτώματα υποχωρούσαν σταδιακά, για να ξαναρχίσει όμως γρήγορα η εκδήλωσή τους. Στη φάση της επανεμφάνισης των συμπτωμάτων η Hanna έχανε και πάλι τις γλωσσικές της ικανότητες.
Ζήτησα από την οικογένεια να βιντεοσκοπήσει εκείνες τις κρίσεις (όλα αυτά συνέβαιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πριν την έλευση των κινητών τηλεφώνων με ενσωματωμένη κάμερα). Το βιντεοσκοπημένο υλικό που μου παρέδωσαν έδειχνε ένα μικρό κορίτσι που το σώμα του ήταν πάρα πολύ δύσκαμπτο και τα μάτια του «έφευγαν» προς τα επάνω, σαν να περνούσε από «ακρόαση» για τον ρόλο ενός ζόμπι σε ταινία χαμηλού κόστους. Καταφέραμε να της κάνουμε ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης, το οποίο επιβεβαίωσε την ύπαρξη μη φυσιολογικής ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλό της, εντοπισμένης στα κέντρα ομιλίας. Αυτό που βίωνε η Hanna ήταν η αδυναμία να βγάλει νόημα από την πραγματικότητα.
Χωρίς την «προγνωστική πολυτέλεια» της γλώσσας, δεν υπήρχαν μοντέλα και δομές πάνω στα οποία μπορούσε να βασιστεί. Υπήρχε μόνο απειλητικός θόρυβος. Η «διάλυση» των θεμελίων των εγκεφαλικών κέντρων του λόγου σήμανε τον κατακερματισμό της ίδιας της πραγματικότητας. Ο εγκέφαλός της βίωνε άμεσα και σε αμείωτο βαθμό μια ανικανότητα αντίληψης νοήματος, μια ανικανότητα να διαφυλάξει την τάξη από τη νόσο της εντροπίας. Με την πάροδο του χρόνου η επικοινωνία και η επαφή με τη Hanna μού κατέδειξαν για μία ακόμα φορά το απόλυτο θαύμα και την αναγκαιότητα της γλώσσας. Η ιστορία της Hanna δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα μεταβάλλεται ριζικά όταν αφαιρείται η γλώσσα από την αντίληψη που έχει ένας άνθρωπος για τον κόσμο γύρω του.
Και η «νέα» πραγματικότητα είναι πολύ πιο βίαιη. Από μια άποψη, όλοι έχουμε χάσει τον σεβασμό προς τη γλώσσα. Όλοι πάσχουμε, μέχρι ενός σημείου, από μια αφασία πνευματικού τύπου. Διανύουμε μια μοναδική περίοδο στην ιστορία όπου ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να διαστρεβλωθεί, να παρερμηνευθεί και τελικά να μη γίνει αντιληπτός. Όταν γράφουμε και όταν μιλάμε, έχουμε την τάση να επικοινωνούμε σαν να είμαστε δημοσιογράφοι ή ανταποκριτές ενός ειδησεογραφικού σταθμού. Βλέπουμε τις συνέπειες αυτής της τάσης μας στη συλλογική κοινωνική ευεξία μας. Μόνο τα γεγονότα και μετά… ευχαριστώ πολύ. Παντού παρατηρούμε τις συνέπειες αυτού του σύγχρονου επιστημονικού τρόπου σκέψης, τις σκληρές μάχες για τη διεκδίκηση του «δικαιώματος» στην αλήθεια.
Το δούναι και λαβείν υπάρχει σε πολύ μικρό ποσοστό. Καμιά διάθεση για ειρήνευση και κατανόηση της μέσης οδού. Οι άνθρωποι δεσμεύονται σε τέτοιο βαθμό στο προσωπικό τους σύστημα πεποιθήσεων ώστε είναι διατεθειμένοι να αφαιρέσουν τη ζωή ανθρώπων, μαζί και τη δική τους, για να προωθήσουν κάτι το οποίο δηλώνει την αλήθεια της προσωπικής τους ερμηνευτικής προσέγγισης της πραγματικότητας. Πόσο επικίνδυνη έχει καταλήξει να είναι η άκρως ορθολογιστική και απροκάλυπτα εγκεφαλική σκέψη του ανθρώπου, πόσο τραγικές είναι οι συνέπειες όταν η αξία της ιδεολογίας θριαμβεύει επί της αξίας της ίδιας της ζωής! Αντί να αντιληφθούμε πώς η γλώσσα και οι ιδέες μπορούν να μας συνδέσουν, χρησιμοποιούμε την ιδεολογία που δημιουργήσαμε για να προκαλέσουμε τον διχασμό ανάμεσά μας.
Είναι όμως βέβαιο ότι υπάρχει ελπίδα. Μπορούμε σίγουρα να ανακτήσουμε το αίσθημα της τεράστιας ευθύνης που συνεπάγεται η γλωσσική ικανότητα και να χρησιμοποιήσουμε αλτρουιστικά αυτή τη δύναμη. Για να θεραπεύσουμε, όχι για να πληγώσουμε. Η απάντηση μπορεί να βρίσκεται σε ένα μάλλον απίθανο σημείο, αυτό που ονομάζω «ιερή εξέλιξη» της γλώσσας μας, στην ιστορία μας που ξετυλίγεται μέσα στον Νου του Θεού.
Οι συζητήσεις μας με τον Θεό
Μέσα από τη γλώσσα κρατάμε τους μοχλούς της δημιουργίας. Δυνάμει της ικανότητας αποκωδικοποίησης του συμβολισμού, έχουμε επίγνωση των θεμελιωδών εργαλείων της δημιουργίας – ένα παράθυρο στους μηχανισμούς του κόσμου και του Νου του Θεού. Έχουμε την επιλογή να χρησιμοποιήσουμε αυτό το χάρισμα με υπευθυνότητα ή μπορούμε να αγνοήσουμε τη δυναμική των λέξεων και να μεταβάλουμε την ύπαρξή μας. Όλες οι νεοεμφανιζόμενες γονιδιακές τεχνολογίες αποκαλύπτουν την ισχύ της γλωσσικής ιδιότητας – ότι όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας δομούνται βάσει κάποιας συμβολικής φόρμας. Τα γράμματα, τόσο στη βιολογική όσο και στην πνευματική σφαίρα της ύπαρξής μας, έχουν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουν, να διαφοροποιήσουν και να μεταβάλουν το πεπρωμένο της ζωής με τρόπο που κανένα άλλο μέσο δεν θα μπορούσε. Οπότε το μάθημα που αποκομίζουμε είναι το εξής: μαζί με την ευλογία του γλωσσικού μέσου επωμιζόμαστε και μια τεράστια ευθύνη.
Η γλώσσα μάς προσφέρει την κατανόηση• δίνει στον άνθρωπο το κλειδί για να αλλάξει την ίδια του την ύπαρξη και για να κάνει επιλογές σχετικά με την ύπαρξη των άλλων. Ο βαθμός ανάληψης ευθυνών είναι πολύ μεγαλύτερος, ακριβώς επειδή έχουμε επίγνωση. Υπάρχει ελπίδα. Σίγουρα η γλώσσα μπορεί να μας διχάσει. Μπορεί όμως και να μας ενώσει. Ο Άγγλος ποιητής John Milton εξέφρασε αυτή την ευθύνη στο έργο του Χαμένος Παράδεισος (Paradise Lost):
Άμεσα τα Έργα του Θεού, πιο γρήγορα
Από τον χρόνο ή την κίνηση, αλλά στο ανθρώπινο αυτί
Να ειπωθούν είναι αδύνατον χωρίς τον λόγο,
Με τέτοιο τρόπο να ειπωθούν όπως μπορεί η επίγεια αντίληψη να τα συλλάβει.
Πράγματι, η ικανότητα να δημιουργούμε και να επανερμηνεύουμε τη γλώσσα είναι επίσης η ικανότητα να ανακαλύπτουμε εκ νέου τη θεϊκή φύση μας. Ο Milton μάς υπενθυμίζει: Ο νους είναι η δική του θέση, και από μόνος του Μπορεί να φτιάξει Παράδεισο από την Κόλαση, Κόλαση από τον Παράδεισο. Το ποίημα του Milton αναφέρεται στην τεράστια δυναμική της ανθρώπινης γλώσσας. Καταδεικνύει την ανθρώπινη δυνατότητα συνδημιουργίας της πραγματικότητας μέσα από τη γλώσσα. Μέσα από την εξέλιξη της γλώσσας και τo αναλυτικό εύρος της, μπορούμε να εξελιχθούμε σε κάτι που είναι ανώτερο των απλών βιολογικών διεργασιών.
Μπορούμε να ανακαλύψουμε την άυλη, υπερβατική και θεϊκή ψυχή μας. Ως συνδημιουργοί της ζωής μας έχουμε τη δυνατότητα να γράφουμε την ιστορία μας με τρόπο που να αντανακλάται αλτρουιστικά στους άλλους. Οι νευροεπιστήμονες αναφέρουν ως «αυτονοητική γνώση» την ικανότητα του ανθρώπου να δομεί το προσωπικό του αφήγημα. Είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να δημιουργεί τις δικές του ιστορίες. Μέσα από τη γλώσσα δημιουργούμε το νόημα της ύπαρξής μας, αλλά η γλώσσα προσφέρει και την ευκαιρία να γίνουμε κοινωνοί, να γνωρίσουμε «τον άλλον» βαθύτερα. Η βιβλική φράση να γνωρίσω μπορεί να σημαίνει μια ξεχωριστή ένωση, έναν δεσμό που οικοδομείται με βάση τον αμοιβαίο διάλογο και την αμοιβαία κατανόηση. Το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης ζωής μπορεί να εκληφθεί ως ο διάλογος μεταξύ του Θεού και του δημιουργήματός του.
Στην πορεία της ζωής του, ο άνθρωπος βιώνει συγκρούσεις. Μάλιστα, σε κάθε ενδιαφέρουσα ιστορία, φανταστική ή δημοσιογραφική, πρέπει να ενδημεί στην ουσία της η σύγκρουση. Αν δεν υπάρχουν εμπόδια, διεκδικήσεις και διεκδικητές ή και παντός είδους άλλοι ανταγωνιστές, δεν θα μπορέσουμε ουσιαστικά να βρούμε νόημα ή αλήθεια. Όπως έγραψε ο Martin Buber: «Ο κόσμος δόθηκε στα ανθρώπινα όντα που τον συνειδητοποιούν, και η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι ένα δούναι και λαβείν».
Αυτές οι ιστορίες μεταφέρονται σ’ εμάς και εμείς τις μεταδίδουμε μέσα από το «υλικό» της γλώσσας. Καλούμαστε μέσω της γλώσσας και απαντούμε στο κάλεσμα με τον ίδιο τρόπο. Και ο Buber συμπληρώνει: «Κατ’ αυτό τον τρόπο, ολόκληρη η ιστορία του κόσμου – η κρυμμένη, πραγματική παγκόσμια ιστορία – είναι ένας διάλογος μεταξύ του Θεού και του δημιουργήματός του». Και μέσα από αυτό τον διάλογο ίσως ανακαλύψουμε ότι η γλώσσα του Θεού είναι η αγάπη.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jay Lombard «Ο νους του Θεού» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο