Το ψυχικό τραύμα εισχωρεί και επηρεάζει τον ψυχισμό μας, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, τη ζωή μας ολόκληρη με τρόπους μη συνειδητούς. Το τραυματικό γεγονός αφήνει τα σημάδια του στην καθημερινότητά μας και, αν και αποτελεί μια υποκειμενική εμπειρία, οδηγεί σε συγκεκριμένα συμπτώματα και αντιδράσεις, ακόμα και στην εμφάνιση Μετατραυματικής Αγχώδους Διαταραχής (PTSD).
Η σύγχρονη σχεσιακή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση αναγνωρίζει το σώμα ως αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπευτικής διαδικασίας του τραύματος. Η σύνδεση με το σώμα, η ενασχόληση με τις πληγές που υπάρχουν στην ψυχή και που εκφράζονται στο σώμα είναι συστατικά στοιχεία της αντιμετώπισης μιας τραυματικής εμπειρίας και της ανάκαμψης από αυτή.
Advertisment
Η Morit Heitzler είναι συνθετική-σωματική ψυχοθεραπεύτρια, επόπτρια και εκπαιδεύτρια με πολυετή εμπειρία στη θεραπεία του τραύματος. Με αφορμή το διήμερο εκπαιδευτικό και βιωματικό σεμινάριο που θα πραγματοποιήσει στην Αθήνα στις 6 & 7 Απριλίου, τις υποβάλαμε ορισμένες ερωτήσεις ώστε να μάθουμε περισσότερα για τη θεωρία του τραύματος αλλά και για τη σχεσιακή ψυχοθεραπευτική προσέγγιση αντιμετώπισής του.
Τι είναι μια τραυματική εμπειρία; Πρόκειται για αντικειμενική ή υποκειμενική εμπειρία; Πολλές φορές παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι με παρόμοιες εμπειρίες ζωής αντιδρούν εντελώς διαφορετικά σε μια τραυματική εμπειρία.
Το τραύμα δημιουργείται όταν μια εμπειρία (-ες) ή κάποιες συνθήκες υπερβαίνουν την ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί την αυτορρύθμιση. Αν το γεγονός (-τα) είναι πολύ οδυνηρό και οι ικανότητές μας δεν είναι αρκετές ώστε να μπορέσουμε να το επεξεργαστούμε και να το αφομοιώσουμε, δημιουργείται τραύμα και είναι πιθανό να υποφέρουμε από Μετατραυματική Αγχώδη Διαταραχή (PTSD).
Πιστεύω ότι το τραύμα είναι υποκειμενική εμπειρία, αφού διαφορετικά άτομα έχουν διαφορετικές εμπειρίες στη ζωή τους πριν από το τραύμα, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτύξει διαφορετική ικανότητα αντιμετώπισης των δυσάρεστων εμπειριών. Ωστόσο, υπάρχει ένας γενικός ορισμός του τραύματος στο DSM4 (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών), κι έτσι υπάρχουν αντικειμενικές κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση του τραύματος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το τραύμα είναι μια ενσωματωμένη εμπειρία, καθώς γίνεται αισθητό και αποθηκεύεται πρώτα απ’ όλα στο σώμα. Επομένως, η σχέση του ατόμου με το σώμα του έχει πρωταρχική σημασία για την αντίδρασή του στην τραυματική εμπειρία.
Advertisment
Ποιες είναι οι πιο συχνές αντιδράσεις μετά από μια τραυματική εμπειρία; Πώς προσπαθεί να προστατευτεί το άτομο που υποφέρει από κάποιο τραύμα; Τι πρέπει να γίνει άμεσα;
Η άμεση αντίδραση στο τραύμα είναι η αντίδραση «μάχη, φυγή ή πάγωμα». Καθώς υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες τραυμάτων, θα υπάρξουν επίσης διαφορετικές πιθανές αντιδράσεις απέναντι στο τραύμα. Για παράδειγμα: περιμένουμε ότι η αντίδραση σε ένα μεμονωμένο τραυματικό γεγονότος, όπως για παράδειγμα η επίθεση στον δρόμο, θα είναι διαφορετική από την αντίδραση σε ένα τραύμα της παιδικής ηλικίας, όπως η παραμέληση ή / και η κακοποίηση από έναν γονέα ή σε ένα σύνθετο τραύμα που συνδυάζει και τα δύο.
Η πιο συνηθισμένη άμεση αντίδραση είναι το σοκ και στη συνέχεια η προσπάθεια να αποφύγουμε, να καταπιέσουμε ή να μειώσουμε το τραύμα. Αυτό αποτελεί μέρος ενός αμυντικού μηχανισμού που προσπαθεί να διασφαλίσει ότι δεν θα χρειαστεί να ξαναβιώσουμε αυτό που κάποτε αποτέλεσε μια αφόρητη και αβάσταχτη εμπειρία για μας.
Όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, αμέσως μετά το τραύμα ιδανικά θα πρέπει να βρεθεί κάπου που να αισθάνεται ασφαλής, με ανθρώπους που γνωρίζει, και να έχει βοήθεια ως προς το να εκφραστεί με τον τρόπο που νιώθει ότι μπορεί. Το άγγιγμα μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικό όταν οι λέξεις δεν έχουν επίδραση στο άτομο που πάσχει από τραύμα, αλλά αυτό εξαρτάται και πάλι από το είδος του τραύματος που έχει βιώσει. Δεν υπάρχει «σωστή μέθοδος» που να ταιριάζει σε όλα τα είδη τραύματος και θα είναι χρήσιμη για όλους τους ανθρώπους, αλλά υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές που μπορούν να μας βοηθήσουν να αξιολογήσουμε τι θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο.
Μερικές φορές οι άνθρωποι αποσύρονται προκειμένου να προστατευτούν και πρέπει να σεβαστούμε αυτή τους την ανάγκη, αλλά αυτό μπορεί επίσης να καθυστερήσει την ανάκαμψή τους. Πολλά εξαρτώνται από την κοινωνική υποστήριξη που έχει το άτομο, καθώς και από το είδος του τραύματος: για παράδειγμα σε ένα προσωπικό τραύμα όπως ο βιασμός, περιμένουμε διαφορετική αντίδραση. Ένα τραύμα που συνέβη μπροστά σε πολύ κόσμο – όπως ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα – και αυτό πάλι μπορεί να είναι διαφορετικό από έναν σεισμό ή έναν πόλεμο που βιώθηκε από ένα κοινωνικό σύνολο.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, περίπου το 70% των ενηλίκων στην Αμερική έχει αντιμετωπίσει τουλάχιστον ένα τραυματικό περιστατικό στη ζωή του. Πρόκειται για εκατομμύρια ανθρώπους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τραυματική εμπειρία αποτελεί ίσως μία από τις πιο κοινές εμπειρίες. Θεωρείτε ότι θα έπρεπε να είμαστε πιο καταρτισμένοι ώστε να τις αντιμετωπίζουμε;
Ναι, συμφωνώ ότι στον κόσμο μας σήμερα το τραύμα αποτελεί μία από τις πιο κοινές εμπειρίες και νομίζω ότι υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ανάγκης να εκπαιδεύσουμε τους ανθρώπους να αναγνωρίζουν τα συμπτώματα των τραυμάτων τους και να λαμβάνουν χρήσιμες θεραπευτικές μεθόδους για την αντιμετώπισή τους. Χάρηκα πολύ όταν έμαθα ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) κυκλοφόρησε τη νέα Διεθνή Ταξινόμηση Ασθενειών (ICD-11), η οποία είναι από ψυχιατρικής πλευράς ισοδύναμη με το DSM, και συμπεριέλαβε το σύνθετο τραύμα ως μια νέα διαγνωστική κατηγορία.
Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες κατηγορίες, όπως η Οριακή (μεταιχμιακή) Διαταραχή Προσωπικότητας, οι διατροφικές διαταραχές και η Διασχιστική Διαταραχή Ταυτότητας, θα εξεταστούν από διαφορετική οπτική γωνία και η θεραπεία θα αλλάξει αναλόγως. Πρόκειται για μια ενθαρρυντική εξέλιξη και σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν σήμερα οι παραδοσιακές προσεγγίσεις όπως η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση όσον αφορά την κατανόηση του ρόλου του σώματος στο τραύμα – θεωρώ ότι υπάρχει περισσότερη αναγνώριση και προθυμία να συσχετιστεί με το τραύμα με νέους και πολλά υποσχόμενους τρόπους.
Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία. Υπάρχει τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι θα μπορέσουν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους απέναντι στις τραυματικές καταστάσεις που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν;
Για μένα, η πιο σημαντική αλλαγή που πρέπει να γίνει συνολικά για την ανθρωπότητα είναι να μάθουμε να ακούμε και να σεβόμαστε τα συναισθήματά μας και το σώμα μας ως πηγές σοφίας και καθοδήγησης. Σε διάφορες έρευνες έχει αποδειχτεί ότι οι άνθρωποι που κατάφεραν να δεχτούν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους μετά από ένα τραυματικό γεγονός ανακάμπτουν γρηγορότερα και συχνά δεν υποφέρουν από PTSD σε σύγκριση με τους ανθρώπους που δεν ήταν σε θέση να δώσουν διέξοδο στα συναισθήματά τους και τα βιώσαν μόνοι τους.
Για μένα, η ανάπτυξη μιας «συναισθηματικής γλώσσας» καθώς και η συνειδητοποίηση και ο σεβασμός της γλώσσας του σώματος είναι ο καλύτερος τρόπος για να χτιστεί μια στερεή βάση από την οποία θα μπορέσουμε να συσχετίσουμε διαφορετικά το τραύμα. Πιστεύω επίσης ότι οι άνθρωποι που διαθέτουν καλές, υποστηρικτικές σχέσεις και ισχυρή αίσθηση της κοινότητας έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να αναρρώσουν από ένα τραύμα, αφού είναι σε θέση να υιοθετήσουν μια θετική στάση και την αίσθηση του ανήκειν, γεγονός που θα τους βοηθήσει στη μεταγενέστερη επεξεργασία τραυματικών εμπειριών.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε ένα τραύμα και, εκτός από το τραύμα, να εμπλουτίσουμε τη ζωή μας. Η κεντρική έννοια για μένα είναι η σύνδεση: σύνδεση με τον εαυτό μας, με το σώμα μας, με τους άλλους, με τη φύση, με την κοινότητα και – κάποιοι από εμάς – με πνευματικές διαστάσεις ή έννοιες. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να προωθήσουμε ως άσκηση ή καθεστώς, αλλά μπορούμε να το θεωρήσουμε ως διαδικασία και πρόθεση. Ιδανικά, κάποτε αυτή η πρόθεση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε παγκόσμιο και πολιτιστικό επίπεδο, αλλά επί του παρόντος μπορούμε να την αναπτύξουμε εμείς οι ίδιοι και στις κοινότητες γύρω μας.
Έχετε εκπαιδευτεί σε πολλές προσεγγίσεις όσον αφορά τη θεραπεία τραυμάτων και έχετε μεγάλη εμπειρία σε αυτόν τον τομέα. Τι πιστεύετε ότι είναι πιο σημαντικό / πολύτιμο όταν ασχολείστε με κάποιο τραύμα και τι είναι αυτό που στο τέλος της ημέρας καθιστά όλη αυτή τη δουλειά γύρω από το τραύμα πιο αποτελεσματική;
Για μένα, το πιο σημαντικό στοιχείο όταν ασχολούμαι με ένα τραύμα, όπως και με οποιαδήποτε άλλη μορφή θεραπείας, είναι η θεραπευτική σχέση. Το σωματικό / ψυχολογικό / ενεργειακό πεδίο του ατόμου που έχει υποστεί τραύμα είναι γεμάτο φόβο, οργή, ντροπή και άλλα ασταθή, απρόβλεπτα, ασυνείδητα πρωτόγονα συναισθήματα. Η θεραπευτική σχέση καλείται να περιορίσει και να συγκρατήσει όλα αυτά, τα οποία ήταν και ίσως εξακολουθούν να είναι τόσο σαρωτικά και ανεξέλεγκτα. Αυτή είναι μεγάλη πρόκληση για οποιονδήποτε θεραπευτή, αφού αναπόφευκτα θα αγγίξει και τα δικά μας ζητήματα γύρω από την εξουσία, την κυριαρχία, τον έλεγχο, την αυτοεκτίμηση, την ντροπή και πολλά άλλα.
Όταν αναλαμβάνουμε και ασχολούμαστε με τον πελάτη που υποφέρει από τραύμα, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το θύμα και τον θύτη που υπάρχει μέσα μας, ενώ συχνά πυροδοτούνται τα δικά μας πρώιμα τραύματα και οι άμυνές μας εναντίον τους. Αυτό δεν είναι εύκολο να το διαχειριστεί κανείς και απαιτεί έναν βαθμό ειλικρίνειας και εσωτερικής σύνδεσης με τον εαυτό μας.
Η θεραπευτική σχέση αποτελείται από πολλά αντιφατικά καθήκοντα. Αναφέρουμε μόνο μερικά: καλούμαστε να διατηρήσουμε μια σταθερή δομή που θα περιέχει τις ασταθείς ενέργειες και θα προάγει την ασφάλεια και ταυτόχρονα πρέπει να είμαστε αρκετά ανθεκτικοί ώστε να ανεχόμαστε το χάος και την τρέλα που είναι έμφυτα στο τραύμα. Ενθαρρύνουμε την επαναπροσέγγιση με αυτό που κάποτε ήταν συγκλονιστικό και αφόρητο προκαλώντας έτσι παλαιές άμυνες, ενώ παράλληλα στοχεύουμε στην προώθηση της ενσωμάτωσής του. Πρέπει να δουλέψουμε με το σώμα ως φορέα του τραύματος, κατανοώντας ταυτόχρονα ότι το σώμα είναι εκείνο το ανεπιθύμητο κομμάτι που μεταφέρει τα σημάδια και την ενοχή.
Επιπλέον, η επίδραση του τραύματος στον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, ειδικά αν πρόκειται για σύνθετο τραύμα, δημιουργεί πολύ βαθιά παγιωμένα νευροβιολογικά μοτίβα και μονοπάτια που δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις μεθόδους θεραπείας. Πρέπει να κατανοήσουμε και να γνωρίσουμε αυτό το επίπεδο ακούσιας άμυνας και να προσφέρουμε κάτι διαφορετικό, που θα πλησιάσει αυτό το επίπεδο της λειτουργίας του εγκεφάλου προκειμένου να αλληλεπιδράσει με το άτομο που πάσχει από κάποιο τραύμα.
Επομένως, κατά την άποψή μου, αυτό που κάνει τη θεραπεία του τραύματος αποτελεσματική είναι η ικανότητα του θεραπευτή να κατανοεί και να ασχοληθεί με το βάθος των παράδοξων και των αντιφάσεων που είναι έμφυτα στο θεραπευτικό ταξίδι, καθώς και η θέληση να προσεγγίσουμε τα δικά μας ελαττώματα, όπου αυτό το ταξίδι θα μας οδηγήσει αναμφίβολα.
Διδάσκετε και εφαρμόζετε μια ολοκληρωμένη σχεσιακή προσέγγιση. Τι είναι αυτό που τη διαφοροποιεί από άλλες προσεγγίσεις και τι περισσότερο έχει να προσφέρει;
Τα τελευταία 25 χρόνια, το να δουλεύουμε ένα τραύμα – περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τομέα – μας έδειξε τον περιορισμό της καθαρά λεκτικής «ομιλούμενης θεραπείας» και η νευροεπιστήμη μας βοήθησε να καταλάβουμε γιατί η συνειδητοποίηση του σώματός μας είναι κρίσιμη όταν ασχολούμαστε με την προσκόλληση και γιατί επηρεάζει τον έλεγχο. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη σύγχρονων προσεγγίσεων των τραυμάτων, που αναγνωρίζουν τη βασική θέση του σώματος όταν δουλεύουμε με κάποιο τραύμα. Σε αυτές τις προσεγγίσεις προσθέτω τις γνώσεις και την εμπειρία μου στη σωματική ψυχοθεραπεία, η οποία είναι γνωστή για την εις βάθος ενασχόληση με τις πληγές που υπάρχουν στην ψυχή και που εκφράζονται στο σώμα (μέσω του τρόπου αναπνοής, αυτόνομων αντιδράσεων, μυϊκής έντασης κλπ.).
Από την άλλη πλευρά, η ψυχανάλυση έχει σκεφτεί το αναπόφευκτο και τη σπουδαιότητα της μεταδοτικής δυναμικής και τόνισε την εσωτερική εμπειρία του θεραπευτή ως μια πύλη στην κατανόηση του ασυνείδητου, μη λεκτικού δυναμικού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό όταν δουλεύουμε με κάποιο σύνθετο τραύμα, όταν ο πελάτης είναι πιθανό να βιώσει τον θεραπευτή και την ίδια τη θεραπεία μέσω της πρώιμης σχεσιακής εμπειρίας. Η κατανόηση αυτών των σχεσιακών διαστάσεων και η ικανότητα να συνεργαστούμε μαζί τους μέσα στο συγκρουόμενο σύμπαν της τραυματισμένης ψυχής μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο για μια παραγωγική εργασιακή συμμαχία ή, αν δεν υπάρξει, να οδηγήσει σε υπερβολική φόρτιση, αβεβαιότητα και ακόμη και σε ένα καινούριο τραύμα.
Η άλλη διάσταση που δίνει βάση στη μέθοδό μου μέσα από τη δουλειά μου με την Οικογενειακή Συστημική Θεραπεία, είναι η κατανόηση του διαγενεακού και του συλλογικού τραύματος. Είναι δυσκολότερο να φτάσουμε σε αυτό το είδος τραύματος, καθώς δεν είναι πάντα άμεσο και διαθέσιμο σε συνειδητό επίπεδο, έχει όμως ισχυρό αντίκτυπο στο σύστημα.
Η μέθοδός μου προσφέρει έναν συνδυασμό μεταξύ σωματικών και ενσωματωμένων προσεγγίσεων αφενός και της ψυχοδυναμικής προοπτικής αφετέρου. Δουλεύω με την έμφυτη τάση ανάμεσα στη «θεραπεία» και το «σχεσιακό δοχείο», με στόχο να προσφέρω την ενσωμάτωση της ψυχολογίας ενός ατόμου με την ψυχολογία δύο ατόμων. Εντάσσω διάφορες μεθόδους (επίγνωση, σωματική άσκηση, διάλογο από τη θεραπεία gestalt, καθοδηγούμενη νοερή απεικόνιση, θεραπεία EMDR, αισθητικοκινητική, ασκήσεις TRE κ.λπ.), αλλά η έμφαση που δίνω στη διδασκαλία μου είναι ότι η τεχνική από μόνη της δεν αποτελεί ποτέ τον κεντρικό θεραπευτικό παράγοντα. Η τεχνική υπάρχει πάντοτε μέσα στο σχεσιακό πεδίο που δημιουργείται ανάμεσα στον πελάτη και τον θεραπευτή, και αυτό είναι το πεδίο που θέλουμε να γνωρίζουμε σε σωματικό, συναισθηματικό και ενεργειακό επίπεδο.
Είναι όλες οι διαφορετικές θεραπείες τραυμάτων κατάλληλες για κάθε είδος τραύματος και πώς μπορεί κανείς να μάθει ποιά είναι η καταλληλότερη προσέγγιση; Για παράδειγμα, ένα φυσικό τραύμα απαιτεί διαφορετική προσέγγιση από το ψυχολογικό τραύμα;
Δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε το φυσικό τραύμα από το ψυχολογικό, γιατί και η ψυχή και το σώμα εμπλέκονται όταν υπάρχει κάποιο τραύμα. Ωστόσο, δεν είναι όλες οι τεχνικές και οι μέθοδοι κατάλληλες για κάθε άτομο και κάθε τραύμα. Ο τρόπος προσέγγισης ενός ατόμου που πάσχει από τραύμα εξαρτάται από τη φύση του τραύματος (μεμονωμένο γεγονός, σύνθετο τραύμα, πρώιμη παιδική ηλικία), τον βαθμό και τη σοβαρότητά του καθώς και την ιδιαίτερη πορεία ζωής του συγκεκριμένου ατόμου.