Οι περισσότεροι από εμάς φανταζόμαστε τους σημαντικούς ανθρώπους σοβαρούς κι επιβλητικούς, αλλά η εικόνα που έχω εγώ για τον παππού μου είναι ενός ευγενικού, γεμάτου χιούμορ ανθρώπου που του άρεσε να χαλαρώνει και να παίζει παιχνίδια. Τα βράδια στο άσραμ του άρεσε να περπατά μερικά χιλιόμετρα κι εγώ συχνά τον συνόδευα.
Ο παππούς μου είχε ύψος μόλις 1,63 και μέχρι να γίνω δεκατεσσάρων τον είχα ξεπεράσει σε μπόι. Τύλιγε το ένα χέρι του στους ώμους μου και το άλλο σε έναν άλλο νεαρό που ερχόταν παρέα μας· μας αποκαλούσε «πατερίτσες» του.
Advertisment
Τιναζόταν ψηλά εκεί που δεν το περιμέναμε και κρεμόταν από τους ώμους μας με την ίδια χαρά που κάνει κούνια ένα παιδί πιασμένο από τα χέρια των γονιών του, φωνάζοντας «Ζήτωωωω!». Αν πέφταμε από την έκπληξη καθώς έπαιζε το παιχνίδι του, γελούσε κι έλεγε «Είστε απρόσεχτοι!»
Η έντονη αίσθηση του χιούμορ που είχε ο παππούς τον έκανε πολύ προσιτό άνθρωπο, και χρησιμοποιούσε την έμφυτη ευστροφία του για να πείθει τους άλλους ότι δεν διέφερε και πολύ από αυτούς. Όσο μεγάλωνε, ο κόσμος επικεντρωνόταν μόνο στα ευγενή του χαρίσματα και υπέθετε πως ήταν άγιος εκ γενετής.
Όμως ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι είχε γεννηθεί με ιδιαίτερα χαρίσματα και συχνά μου θύμιζε πως είχε πολύ ταπεινή καταγωγή. Κατόρθωσε τη μεγαλοσύνη του με μόνα όπλα την αποφασιστικότητα και τη δέσμευση. Πίστευε ακράδαντα ότι όλοι μπορούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας προς το καλύτερο, αν το θέλουμε πραγματικά.
Advertisment
Ο Μπάπου κατέφευγε σε νηστείες για να κάνει πολιτικές δηλώσεις, αλλά όταν ήταν πιο νέος και δεν είχε ακόμη αρχίσει να απλοποιεί τη ζωή του, χρησιμοποιούσε την τροφή για άλλο σκοπό. Λάτρευε να τρώει, κι ένα από τα αγαπημένα του φαγητά ήταν ένα ινδικό γλυκό ψωμί που λεγόταν puran poli.
Μια μέρα, στη Νότια Αφρική, εκείνος και η γιαγιά μου, την οποία αποκαλούσαμε Μπα, κάλεσαν φίλους για φαγητό. Η Μπα μαγείρευε στην κουζίνα όταν μπήκε μέσα ο Μπάπου, δελεασμένος από τις ωραίες μυρωδιές. Χάρηκε που την είδε να φτιάχνει το αγαπημένο του ψωμί και της είπε ανήσυχα: «Δεν θα φτάσει για όλους τους καλεσμένους».
«Είναι αρκετό», είπε εκείνη ήρεμα. «Μα θα μπορούσα να τα φάω όλα μόνος μου!» είπε ο Μπάπου. «Τι μας λες!» απάντησε η γιαγιά μου, κουνώντας το κεφάλι της. «Με προκαλείς;» ρώτησε εκείνος με μάτια που έλαμπαν. «Εμπρός, φτιάξε ό,τι έχεις κι έλα να δούμε ποιος έχει δίκιο».
Η γιαγιά μου έψησε δεκαοχτώ κομμάτια puran poli, το καθένα σε μέγεθος μεγάλης τηγανίτας. Τα σέρβιρε στον παππού μου, ο οποίος έφαγε το ένα μετά το άλλο μέχρι που σκούπισε το πιάτο. Η Μπα έπρεπε να παραδεχτεί την ήττα της.
Με τα χρόνια ο Μπάπου απαρνήθηκε το αγαπημένο του puran poli και πολλά άλλα φαγητά, καθώς ο τρόπος ζωής του γινόταν όλο και πιο λιτός. Μέχρι να φτάσω εγώ στο άσραμ, η διατροφή του ήταν εντελώς άνοστη, δίχως αλάτι ή μπαχαρικά. Κάποτε ζήτησα από τη συγγενή μου Άμπα, που ετοίμαζε τα γεύματα, να με αφήσει να δοκιμάσω αυτό που έφτιαχνε για εκείνον.
«Δεν θα σου αρέσει», με προειδοποίησε. «Είναι τελείως άγευστο». Το μείγμα ήταν ένας πολτός λαχανικών που είχαν βράσει σε κατσικίσιο γάλα. Πήρα μια κουταλιά αλλά με το ζόρι την κατάπια. Την επόμενη φορά που είδα τον Μπάπου, τον ρώτησα γιατί ανάγκαζε τον εαυτό του να τρώει τόσο άγευστα φαγητά. «Τρώω για να ζω, δεν ζω για να τρώω», είπε χαμογελώντας.
Έχω ήδη πει ότι ο Μπάπου δεν ήταν τέλειος και ίσως το παρατραβούσε λίγο με τη λιτότητα. Αλλά ήθελε να δείξει ότι αν μάθουμε να ζούμε απλά, μπορούμε να βοηθάμε άλλους απλώς να ζουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Arun Gandhi «Μαχάτμα Γκάντι Το Δώρο του Θυμού» από τις εκδόσεις Διόπτρα. Μπορείτε να το βρείτε εδώ