,

Χρόνια Πολλά – Το διήγημα που κέρδισε τη δεύτερη θέση στον 4ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής 2019

Ακουμπισμένη στη μαύρη βελούδινη πλάτη του κρεβατιού της, προσποιούνταν ότι ο καταρράκτης την αφήνει να διακρίνει τα γράμματα στα παλιά αποκόμματα περιοδικών κι εφημερίδων.

Χρόνια Πολλά - Το διήγημα που κέρδισε τη δεύτερη θέση στον 4ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής 2019

Ακουμπισμένη στη μαύρη βελούδινη πλάτη του κρεβατιού της, προσποιούνταν ότι ο καταρράκτης την αφήνει να διακρίνει τα γράμματα στα παλιά αποκόμματα περιοδικών κι εφημερίδων. «Aκατέργαστο διαμάντι» και μια πρώιμη φωτογραφία της από κάτω.

Ήταν τότε που ο Μητρούλης ο δημοσιογράφος την είχε δει για πρώτη φορά στο καφενείο του Βασίλα κι έπεισε τον εκδότη του να γράψει γι αυτήν. Ήταν μόλις η δεύτερη μέρα της με το θίασο κι ο Ανδριανός την ανέβασε στη σκηνή με τις παλιές. «Ρίχνεις το κορίτσι στα λιοντάρια» του είπε η γυναίκα του. «Η μικρή έχει κότσια, θα τα καταφέρει», απάντησε αυτός.

Advertisment

Κι αυτή τα κατάφερε. Χωρίς ατάκα και χωρίς πρόβα. «Από τα μπουλούκια του Ανδριανού στο Εθνικό η Σουίτι». Σε όλους έλεγε πόσο περήφανη ένιωθε που δούλεψε στα μπουλούκια δίπλα σε τόσο αξιοπρεπείς ανθρώπους. Σε κανέναν δεν ομολόγησε ότι εκεί βρήκε καταφύγιο στα δεκάξι της όταν ο πατριός της δεν αρκέστηκε στο να τη γλυκοκοιτάζει απλώς.

Του έδωσε μια κλωτσιά στα αχαμνά, άρπαξε όσα χρήματα είχε πρόχειρα στο πορτοφόλι του κι έφυγε μια για πάντα από το πατρικό στους Αμπελόκηπους. Σε κανέναν δεν εξομολογήθηκε ότι έκλαιγε βουβά όταν ο Γιώργης που μετά έγινε ο «συνδυασμός ταλέντου και Ζαν Πρεμιέ», μπήκε μέσα της απότομα το βράδυ έξω από τη σκηνή όσο η πρώτη γυναίκα του κοιμόταν μέσα.

Ούτε για τη Σμαρώ είπε κουβέντα, που της έσκιζε τα καλσόν πριν ανέβει στη σκηνή και την άφηνε με γυμνά πόδια μέσα στο καταχείμωνο. Της άρεζε μόνο να μιλάει για το πρώτο βράδυ που την ανέβασαν στην αυτοσχέδια σκηνή στο καφενείο του Βασίλα, κι αφού έμεινε δυο λεπτά με τις γροθιές κλειστές κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά, άρχισε να τραγουδά «από τα πολλά που μου ΄χεις καμωμένα, δε σε θέλω πια, δεν σε θέλω πια, τα σωθικά μου τα ΄χεις μαυρισμένα, δεν σε θέλω πια, δεν σε θέλω πια». Αυτό ήταν, ακόμη κι ο Μητρούλης που καθόταν έξω, παράτησε το τσίπουρο στη μέση και μπήκε μέσα για να αντικρύσει «το κορίτσι με τη γλυκειά βραχνάδα και τα απροσδόκητα γυρίσματα στη φωνή».

Advertisment

«Πιο λαμπερή από το διαμαντένιο περιδέραιο της στο πλευρό του Έλληνα Κροίσου», έγραφαν. Για τη γροθιά από το χρυσό χέρι του που της κόστισε το μπροστινό της δόντι, ούτε κουβέντα. Ποιος θα τολμούσε να το αναφέρει άλλωστε;

Όπως πλήρωσε για να της το ξαναφτιάξει, θα πλήρωνε και για να σιωπήσουν. Ήταν κάποτε κι ένας Χρήστος με πράσινα μάτια. Τον φάγανε γιατί ήταν στην Αντίσταση. Σώμα χωρίς χέρια κηδέψανε. Τον έκλαψε ως τα ξημερώματα όταν της φέρανε τα μαντάτα. Και τη μέρα της κηδείας φόρεσε το κόκκινο φόρεμα κι έγινε η ξέγνοιαστη «Δεσποινίς Σορολόπ».

Όρθιοι τη χειροκροτούσαν εκείνο το βράδυ. Κι ο χαφιές που έδωσε το Χρήστο της, ανάμεσά τους στη δεύτερη σειρά. Αμέσως μετά την απελευθέρωση έφυγε με το θίασο στην Αμερική. Ανέβαζαν το Βαφτιστικό στην Αστόρια εκείνο το Δεκέμβρη και δεν την είδε την Αθήνα αιματοβαμμένη. Για την εκτέλεση της Ελένης από τον ΕΛΑΣ το διάβασε στις εφημερίδες. Από τις φυλλάδες της εποχής κράτησε μόνο μερικά οπισθόφυλλα που έγραφαν το όνομα της. «Βρήκε τη νέα μούσα του στο πρόσωπο της Σουίτι ο Σακελαρίδης», «Εθνική περηφάνεια για την ερμηνεία της Σουίτι στο Βαφτιστικό».

Στην πατρίδα γύρισε όταν ηρέμησαν τα πράγματα. Όλα της φαίνονταν αλλιώς, άλλωστε κάποιοι δικοί της έλειπαν. Άλλοι στο χώμα κι άλλοι στα ξένα. Ήρθε κι ο εμφύλιος μετά κι αυτή έπρεπε να διαλέξει στρατόπεδο. Τα χέρια της τρέμανε καθώς προσπαθούσε να ξεχωρίσει τις ευχετήριες κάρτες από τα αποκόμματα και τα εξώφυλλα.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία της στο εξώφυλλο του Ρομάντζου δεν έμοιαζε με τίποτα στη γριά που αντίκρυζε καθημερινά στον καθρέφτη. Τώρα, τα μαλλιά της στέκονταν κατάξανθα, κοκαλωμένα, με μια ελαφριά κλίση προς το πηγούνι, σαν ένας κίτρινος κύλινδρος που πασχίζει να αγγίξει τα μάγουλα της. Το πρόσωπο της, χαρτοπετσέτα στο χρώμα της ώχρας που έγινε κουβάρι στα χέρια κάποιου παιδιού κι αδυνατούσε να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση.

Ο λαιμός της, κίτρινες πέτσες που κρέμονταν πλεγμένες με δυο τρεις καταγάλανες φλέβες. Οι πανάδες της σαν βραχονησίδες που λεκιάζουν τον κατάλευκο ωκεανό του χαλαρού της μπούστου. Τα μάτια της ήταν ακόμη γαλανά, μόνο το βλέμμα είχε αλλάξει. 22 Δεκεμβρίου σήμερα κι αυτή ήθελε να ξεχάσει πόσα χρόνια έκλεινε. Θυμήθηκε τότε που τον πρωτοείδε στου Τζίμη του Χοντρού. Τέτοια μέρα ήταν.

Τη σήκωσαν να πει κι αυτή ένα τραγούδι στη μέση του προγράμματος. «Συ μου χάραξες πορεία» τραγουδούσε όταν τον πρωτοαντίκρισε. Λες κι η ζωή προοικονομούσε την πορεία της μαζί του. Μυρωδιά καπνού, ανάμεικτη με φτηνό ουίσκι και γαρύφαλλα, πολλά γαρύφαλλα. Αυτά θυμόταν από εκείνο το βράδυ. Και το βλέμμα του, τον τρόπο που την κοιτούσε.

«Πρεμιέρα για Διαβολόπαιδο την ημέρα των γενεθλίων της ντίβας», «Η αυτοδίδακτη Σουίτι μεγαλώνει κι ομορφαίνει», «Πλημμύρισε η σκηνή τριαντάφυλλα στο διάλειμμα για τα γενέθλια της δεσποινίδας Σουίτι». Γενέθλια; Κι αυτά τα είχε αλλάξει όπως και το όνομα της. Η Μαρία Παπαδοπούλου, γεννημένη την 25η Δεκέμβρη του 1910, έγινε η Μαριαλένα Σουίτι, γεννημένη την 22η Δεκεμβρίου του 1923. Ούτε σ΄ αυτόν δεν ομολόγησε ποτέ την πραγματική της ηλικία. Άλλωστε, τότε δεν συνηθίζονταν οι γυναίκες με μικρότερους άντρες.

Είχε και κάποια πλαστικοποιημένα αποκόμματα, «Συγκλονίζει στο Ηρώδειο η Σουίτι», «Ανυπέρβλητη ερμηνεία στην Ηλέκτρα». Γι’ αυτά τα τελευταία ένιωθε πολύ περήφανη. Ακόμη και οι πιο σκληροί επικριτές της, την παραδέχτηκαν «Κυρία Σουίτι, υποκλινόμαστε!». Είχε κι αυτά που την έκαναν να αναπολεί, «Σπατάλη ταλέντου για τη Σουίτι Το Μεγάλο μας Τσίρκο». Ήταν τότε, που για να περάσει το έργο από τη λογοκρισία της Χούντας έπρεπε να παίξουνε όλοι σαν ερασιτέχνες, ανάμεσα τους κι αυτή. Δεν είχαν ιδέα ότι η πραγματική παράσταση ήταν ένα αριστούργημα κι όχι η παρωδία που παρακολούθησαν για να το αφήσουν να ανέβει. Φυσικά, η παράσταση ενθουσίασε το κοινό.

«Αρνείται την ύπαρξη ειδυλλίου η νεαρά πρωταγωνίστρια». Ψέματα τους έλεγε. Θυμόταν ακόμη τη μέρα που τον έδιωξε από το σπίτι της, εκείνο το παλιό αρχοντικό με τα κολονάκια στην Εκάλη. Είχε τολμήσει να της αγοράσει ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι και να της ζητήσει να παντρευτούν. Αυτή όμως ήθελε να συνεχίσει να φορά τα βελούδινα κορμάκια και να χορεύει στη σκηνή.

Ποτέ της δεν ήθελε παιδιά. Στο εξώφυλλο του Θησαυρού βροντοφώναζε «Λατρεύω τα παιδιά που δε με αποκαλούν μαμά». Αλήθεια έλεγε. Ποτέ της δε ήθελε να εγκλωβιστεί στο μίζερο ρόλο που της πρότεινε αυτός με αντάλλαγμα ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι. Το τίμημα θα ήταν βαρύ και δεν είχε καμία διάθεση να το πληρώσει. Του ζήτησε να μαζέψει τα πράγματα του και να μην την ενοχλήσει ξανά. Δέκα χρόνια μοιραζόταν το κρεβάτι της μαζί του. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να το κάνει.

Όχι, δεν μετάνιωνε. Δεν μετάνιωσε ποτέ. Ούτε τότε που τα περιοδικά αναρωτιόνταν αν «Εγκυμονεί η γλυκύτατη Σουίτι;» και πουλούσαν χιλιάδες στις νοικοκυρές που προσπαθούσαν να βρουν θέμα συζήτησης στον πρωινό τους καφέ. Ούτε στον ίδιο δεν το παραδέχτηκε.

Αφού τον έδιωξε, αυτός συνέχισε να της στέλνει γράμματα και να της ζητά να αναθεωρήσει. Έπειτα, έμαθε πως έφυγε μετανάστης στη Γερμανία, άνοιξε δικό του εστιατόριο και παντρεύτηκε κάποια ξανθιά Γερμανίδα. Φτηνή απομίμηση της, χωρίς σαρκώδη χείλη και πλούσιο μπούστο. Με ξερακιανά κανιά και δυο ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια, αδιάφορα και ψυχρά. Μέσα σε συλλογισμούς άνοιξε κι άλλο συρτάρι δίπλα της. Βρήκε το δαχτυλίδι. Της είχε ζητήσει να το κρατήσει για πάντα. Κι αυτή το κράτησε. Ακόμη κι όταν ξεπούλησε όλα της τα χρυσαφικά γιατί οι μετοχές της δεν απέδωσαν. Απομεινάρι ενός αρραβώνα που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

«Ελεύθερη πολιορκημένη» την αποκάλεσε κάποτε ένας δημοσιογράφος. Άνοιξε το κόκκινο κουτί όπου φυλούσε παλιά ενθύμια από εραστές και φίλους. Εισιτήρια από ταξίδια, Μόντε Κάρλο, Παρίσι, Κόπα Καμπάνα, Βουδαπέστη, Αγία Πετρούπολη, Βενετία. Τι απέγιναν άραγε όλοι αυτοί οι άντρες ; Σκαλίζοντας βρήκε κι άλλα αποκόμματα παλιών εφημερίδων. Είχε αποστηθίσει τους χίλιοδιαβασμένους τίτλους, μπορούσε να τους απαγγείλει σχεδόν. «Μαριαλένα Σουίτι, πιο γλυκιά από το όνομα της», «Εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια για τη μοναδική της εμφάνιση στο Εθνικό. Απαρηγόρητοι οι θαυμαστές» με το ασπρόμαυρο πορτρέτο της από κάτω, «Σίγουρη επιλογή για την Ωραία μου Κυρία η Σουίτι» και μια έγχρωμη φωτογραφία της σε λευκό φόντο. Μα πότε πέρασαν τόσα χρόνια;

Ήταν περασμένες εννιά όταν άκουσε το νεαρό ζευγάρι στον κάτω όροφο. Σπάνια την έπαιρνε ο ύπνος κι άκουγε συχνά τα αγκομαχητά τους. Το δικό της κρεβάτι είχε χρόνια να σηκώσει το βάρος δυο κορμιών. Τα σεντόνια της είχαν ποτίσει τη μυρωδιά του γήρατος που πάντα μισούσε κι ήθελε να ξορκίσει. Η κοπέλα που της καθάριζε το σπίτι τα άλλαζε κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Σήμερα ήταν Σάββατο. Τα υποτιθέμενα γενέθλια της. Η ώρα περνούσε και καμιά ανθοδέσμη δεν είχε έρθει ακόμη. «Δεν πειράζει. Έχουμε ολόκληρη ημέρα μπροστά μας». Άνοιξε την τηλεόραση. Η κοπέλα της φωτογραφίας στην πρωινή εκπομπή του ΑΝΤ1 κάτι της θύμιζε.

Φόρεσε τα γυαλιά της για να διακρίνει τη φυσιογνωμία καλύτερα. Μα ναι, ήταν αυτή. Ήταν αυτή κάποτε, παλιά, πολύ παλιά. Τότε που αυτός την αγαπούσε. Τότε που ζούσε ακόμη στην Ελλάδα μαζί της. Της είχαν πεντάλεπτο αφιέρωμα λόγω των γενεθλίων της. Κρίμα που δεν την ενημέρωσαν, είχε ήδη χάσει τα δυο πρώτα λεπτά. Ή μήπως την ενημέρωσαν και το ξέχασε; Δεν θυμόταν καλά τελευταία.

Ήθελε να δει λίγο ακόμη, αλλά είχε τη φωνή χαμηλωμένη ώστε να ακούσει τον ανθοπώλη όταν της χτυπήσει το κουδούνι. Κάθε χρόνο ίδια μέρα, πάντα πριν τις δέκα το πρωί μια ολοστρόγγυλη ανθοδέσμη με κόκκινα μπουμπούκια ερχόταν από το Μόναχο στην πόρτα της. Κάθε χρόνο τα πιο μυρωδάτα «Χρόνια πολλά».

Πήγε δέκα. Το αφιέρωμα είχε ήδη τελειώσει από ώρα. Φόρεσε το διαμαντένιο δαχτυλίδι, ακούμπησε το δεξί της χέρι στο πι, κατέβασε το κατάλευκο πόδι στο μαρμάρινο πάτωμα και ανίχνευσε με τα δάχτυλα των ποδιών για τις γούνινες παντόφλες της. Φόρεσε τη μια κι έπειτα γύρισε το λιγοστό της βάρος κι ορθώθηκε μπροστά στο πι. Της πήρε πέντε λεπτά να πάει ως την τουαλέτα, όσο και το αφιέρωμα στην ίδια. Κι όσο είχε ακουμπισμένα τα γέρικα οπίσθια της στη λεκάνη, άκουσε το θυροτηλέφωνο. «Ήρθε η ανθοδέσμη!».

Ήθελε να σηκωθεί αμέσως και να ανοίξει, να αφήσει και φέτος φιλοδώρημα στο παιδί και να του υπογράψει αυτόγραφο. Ήθελε να τρίψει με το δείκτη και τον αντίχειρα της τα κόκκινα τριαντάφυλλα που θα της έστελνε και φέτος από το Μόναχο. Ήθελε να σταυρώσει τα χέρια και να προσποιηθεί ότι νιώθει έκπληκτη . Το σώμα της όμως την είχε προδώσει. Άκουγε το θυροτηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά.

Για πέντε ολόκληρα λεπτά. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Όταν πια ο ήχος του σταμάτησε, σήκωσε το λιπόσαρκο κορμί της και κατευθύνθηκε ξανά προς την κρεβατοκάμαρα. Ο μοναδικός της θαυμαστής τα τελευταία πενήντα τρία χρόνια δεν είχε καταφέρει να της στείλει την καθιερωμένη ανθοδέσμη. Δεν είχε άλλη επιλογή. Θα περίμενε.

Έβαλε τον αγαπημένο της δίσκο να παίζει και ακούμπησε ξανά την κυρτή της πλάτη στο βελούδινο κεφαλάρι. Άκουσε τη φωνή του Φώτη Πολυμέρη να της τραγουδά «Κλαις για αγάπες παλιές, για φιλιά κι αγκαλιές που περάσαν», κι έπειτα να τη συμβουλεύει «παλιές αγάπες μη θυμάσαι, μέσα στη λύπη θα χαθούν…». Μισόκλεισε τα μάτια και δάκρυα κύλησαν στα ζαρωμένα μάγουλα. Χαμογέλασε και φάνηκαν τα ούλα της κάτω από τα κάτωχρα χείλη. Δεν είχε φορέσει τη μασέλα της ακόμη. Έγειρε το κεφάλι στον ώμο της και παρασύρθηκε σ’ ένα γλυκό νανούρισμα. Η μουσική συνέχιζε «Μου είπες φεύγω και σ’ αφήνω, πουλί ελεύθερο θα γίνω…», το κεφάλι της βάρυνε μπροστά στο στέρνο της «Μες στα διαμάντια βουτηγμένη, αγάπες ψεύτικες πουλάς».

Δυο μέρες μετά, η έντονη μυρωδιά σήψης είχε απλωθεί σε όλο το διάδρομο. Τα λιγοστά παιδιά που ανέβηκαν ως το οροφοδιαμέρισμα του εβδόμου για να πουν τα κάλαντα, έκανα μεταβολή μόλις βγήκαν από το ασανσέρ και κατέβηκαν κλείνοντας τις μύτες στους στο ισόγειο. «Μπλιαξ. Χειρότερα κι από ασβό». Η Ρόζα άργησε να έρθει γιατί μαγείρευε για την οικογένεια από το πρωί. Ξεκλείδωσε με το δεξί της χέρι, έκλεισε με το αριστερό τη μύτη της, τίναξε τις χιονισμένες μπότες της στο πατάκι της εξώπορτας και μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Της έκλεισε τα μάτια, της πήρε το τηλεκοντρόλ από τα χέρια κι έπειτα της αφαίρεσε το διαμαντένιο δαχτυλίδι από το δεξί της παράμεσο. Ξανακλείδωσε την πόρτα, έκανε το σταυρό της και κατευθύνθηκε στο γωνιακό κατάστημα αγοράς χρυσού.

Επιτέλους, φέτος θα αγόραζε δώρα Χριστουγέννων στα παιδιά και στον άντρα της.

Ανδρομάχη Μαντζανίδου

Το διήγημα της Ανδρομάχης Μαντζανίδου ψηφίστηκε ως το δεύτερο καλύτερο στον 4ο Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής 2019 που διοργανώθηκε από το Harmony and Creativity. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα πρωτοποριακά μαθήματα γραφής μυθιστορήματος ή νουβέλας (μεγάλη φόρμα) διεθνών προδιαγραφών της σχολής πατήστε εδώ

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Πράξεις καλοσύνης που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας
Γκάντι: Για να σταματήσει η φυσική βία πρέπει πρώτα να σταματήσει η παθητική βία
Ο Αρίν και το δικαστήριο | Μια ιστορία για τις αξίες και το πραγματικό νόημα της δικαιοσύνης
Μην ελέγχετε με φόβο

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση