Όλοι οι συγγραφείς γνωρίζουν ότι οι απορρίψεις είναι μέρος του επαγγέλματός τους, όπως όταν ένας αρχισυντάκτης επιστρέφει την ιστορία τους ώστε να την ξαναγράψουν ή όταν το βιβλίο απορρίπτεται από τον εκδοτικό οίκο για 12η φορά. Είναι σχεδόν βέβαιο όμως ότι το ίδιο ισχύει και για τα άλλα επαγγέλματα, και ακόμα κι αν δεν είναι κοινή πρακτική, είναι τουλάχιστον κοινή συμβουλή: Οι απορρίψεις είναι μέρος της εργασίας. Μαρτυρά ότι είμαστε ενεργοί και ρισκάρουμε.
Η απόρριψη είναι επίσης ένδειξη σοφίας όταν μαθαίνουμε μια νέα δεξιότητα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξυπνούν απλά και αποφασίζουν να μάθουν να παίζουν μπάσκετ και την επόμενη στιγμή να παίζουν επαγγελματικά. Ούτε ένας νέος γονέας τα καταφέρνει όλα με την πρώτη μετά τον ερχομό ενός παιδιού στη ζωή του.
Advertisment
Μάλιστα, απ’ ότι φαίνεται υπάρχει ολόκληρη επιστήμη πίσω από αυτό το φαινόμενο. Συγκεκριμένα, μια ομάδα ψυχολόγων το αναφέρει ως «ο κανόνας του 85%». Ο κανόνας λέει πως μαθαίνουμε καλύτερα, όταν πετυχαίνουμε μόνο το 85% των φορών. Με άλλα λόγια, μαθαίνουμε ταχύτερα όταν αποτυγχάνουμε στο 15% των προσπαθειών μας.
«Αυτές οι ιδέες βρίσκονταν ήδη στον τομέα της εκπαίδευσης – όπως το ότι υπάρχει η ¨ζώνη της ελάχιστης δυσκολίας¨, κατά την οποία προσπαθούμε να τελειοποιήσουμε τη διαδικασία μάθησης», αναφέρει ο Robert Wilson, γνωστικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και κύριος συντάκτης της έρευνας.
Το αποτέλεσμα αυτό συμπέραναν ο Wilson και η ερευνητική του ομάδα μετά από πείραμά τους. Προσπάθησαν να δουν πόσο γρήγορα μπορεί ένας υπολογιστής να μάθει απλές εργασίες, όπως να ταξινομεί μοτίβα ή αριθμούς. Όταν οι ερευνητές «έπαιξαν» με τη δυσκολία των εργασιών, βρήκαν ότι οι υπολογιστές έμαθαν ταχύτερα όταν η δυσκολία ήταν τέτοια που κατάφερναν να λύσουν το πρόβλημα στο 85%.
Advertisment
Ο Wilson ξεκαθάρισε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι μαθητές πρέπει να στοχεύουν σε μέτριους βαθμούς στην τάξη. Αλλά αυτή η γνώση μπορεί να χρησιμέψει στους δασκάλους, καθηγητές και μαθητές, οι οποίοι αναμένουν το άριστα από τα παιδιά.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν ακτινολόγο, ο οποίος χρειάζεται να μάθει αν υπάρχει ή όχι όγκος εξετάζοντας μια ακτινογραφία. Ο Wilson εξηγεί ότι οι ακτινολόγοι μπορούν με την εμπειρία και το χρόνο να καταλαβαίνουν την παρουσία ή όχι ενός όγκου και αυτό συμβαίνει μέσα από παραδείγματα. Αν δώσουμε ένα εύκολο παράδειγμα, θα τα καταφέρουμε στο 100%, οπότε δεν θα υπάρχει τίποτα νέο να μάθουμε.
Αν του δώσουμε δύσκολα παραδείγματα, θα είναι στο 50% σωστός και δεν θα μπορεί και πάλι να μάθει κάτι καινούριο, ενώ αν του δώσουμε ένα παράδειγμα μέτριου επιπέδου, είναι ευκολότερο να αποκτήσει τη νέα γνώση. Γι’ αυτό αν μαθαίνετε κάτι καινούριο, μη φοβάστε να κάνετε λάθη πού και πού. Η αποτυχία είναι μέρος του ταξιδιού.
[toggle title="Πηγές"]
https://www.eurekalert.org/pub_releases/2019-11/uoa-lio110419.php
[/toggle]