θέλω να είμαι η μουσική που ξαγρυπνά μαζί σου.
Κι αν δε με ακούς, εγώ θα τραγουδώ
κι αν δε με βλέπεις, εγώ θα σου μιλώ
κι αν δε ξυπνήσεις, εγώ σαν όνειρο θα ζω.
Advertisment
Κι αν πολλά δεν έχω για να σου προσφέρω,
τη ψυχή μου στο κατώφλι σου θα φέρω.
Να γίνω αέρας και να ‘ρθω, να κλαίω στην αυλή σου
κι ούτε με νοιάζει αν με πικράνει το φιλί σου
στη μουσική, θα πορευτώ μαζί σου.
Το χέρι μου, απ’ το δικό σου πιάστηκε
την καρδιά μου, η δική σου νοιάστηκε
στο βυθό για χάρη μου κι εσύ κολύμπησες.
Advertisment
Σα σκύλος, σα Θεός, σαν εραστής
σε παγωμένο ποταμό αρμενιστής.
Να πάω παρακάτω, όχι δε φοβούμαι
να γίνω η μουσική που ξαγρυπνά μαζί σου
σαν ασταμάτητη βροχή να πέφτω στη ψυχή σου.
Κι ούτε με νοιάζει αν θα χαθώ στη θύμησή σου
Υ.Γ.: Υπάρχουν, αλήθεια υπάρχουν, εκείνοι που ξέρουν να αγαπούν, να ακούν, να βοηθούν ακόμη κι όταν δεν κατανοούν. Σαν έρχονται στιγμές που δίπλα σου κοιτάς, αφουγκράζεσαι και νιώθεις. Ξέρεις. Είναι εκεί.
Το χέρι σου κρατούν, γίνεται βάλσαμο η συντροφιά τους. Καθώς στο πάτο κείτεσαι και εκεί καιρό συνειδητά θα μείνεις, εκείνοι καρτερούν. Δίχως να μιλούν.
Κι ενώ να κλάψεις θέλεις – δύσκολη εποχή στο διάβα σου ξανά – δεν μπορείς. Τα δάκρυα σου παίρνουν και στις χορδές τα πλέκουν, να γίνουν νότες να παιχτούν, σε παρτιτούρα να χαθούν.
Στα μάτια τους κοιτάς.
Ξέρεις, και τους χαμογελάς.
Αν τύχει και άνθρωπος σαν κι αυτόν στο δρόμο σου βρεθεί, μη τον χάσεις,
Να του χαριστείς αφού πρώτα τη χαρά της ανάδυσής σου εσύ γευτείς.
Κι αν το χέρι του απ’ το γέλιο σου θα ζεσταθεί, τότε ξέρεις πως μαζί του στο φως εσύ μπορείς να πορευτείς.
Υπάρχουν βλέπεις κι εκείνοι που ξέρουν να σε αγαπούν, να σε ακούν,
να σου γελούν ακόμη κι όταν δεν κατανοούν.
Υπάρχουν βλέπεις κι εκείνοι που τη λύπη σου θα μοιραστούν και απ’ τη χαρά σου θα εμπνευστούν. Υπάρχουν βλέπεις κι εκείνοι που σε τούτο το ρητό θα ενσωματωθούν:
Λύπη στα δυο, λύπη μισή
χαρά στα δυο, χαρά διπλή
Αδερφή ψυχή; Μπορεί.
Μα μαζί σου, δεν υπάρχει πλέον του βυθού η φυλακή.
Αντιγόνη Μπάσιου