Την τοποθετείς σα τρόπαιο στο ράφι. Tο γυαλίζεις όταν ξάφνου αισθανθείς πως σιγά σιγά τη λάμψη χάνει.
Την επιδεικνύεις αποζητώντας εύσημα και κομπλιμέντα για τα χαμόγελα που της αναλογούν, σαν οι άλλοι τη θαυμάσουν. Την παίρνεις μαζί σου σα βρίσκεσαι στο πλήθος, μη τυχόν και δεν την εντοπίσουν.
Advertisment
Αχ αυτή η καλοφορεμένη “ευτυχία”…. Πόσα χρόνια έχεις μαζί της πορευτεί⋅ είσαι στ’ αλήθεια, “τέλειος”. Μα σαν το λιόγερμα θα ‘ρθει, εσύ καλά γνωρίζεις. Συλλογιέσαι, αναρωτιέσαι τι τελικά αξίζει.
Μα δεν έχεις σε κάποιον να μιλήσεις, ούτε τις μύχιες σκέψεις σου να εκφράσεις. Θωρείς το χώμα, θωρείς και το σκοτάδι. Συνειδητοποιείς.
Ευτυχία είναι εκείνη που δεν προβάλλεις. Δεν τη φοράς, σαν τρόπαιο δεν τη κουβαλάς. Δεν απαιτεί, ούτε επαιτεί. Ζει ανάμεσα στο φως. Δεν κραυγάζει. Μέσα σε στημένους χορούς δεν έχει ανάγκη να φαντάζει.
Advertisment
Αγκαλιάζει την ουσία, φυλά το “είναι” σου ζεστά. Η καρδιά χτυπά και η ψυχή γελά. Τα λόγια περιττά. Στη σιωπή δικαίως περιφέρεται, δίκαια συμπεριφέρεται.
Το τέλειο; Όχι, δεν της αναλογεί. Την ανυπαρξία αυτού, τιμά. Ως λουλούδι, τα βάζα περιωπής με αποστροφή κοιτά. Το χώμα αποζητά. Να δώσει ρίζα, να ανθίσει, λίγο προτού να μαραθεί. Άλλωστε, τούτο το σκοπό δεν υπηρετεί;
Χαρίζει νόημα στην ύπαρξη, όχι στην εικόνα. Ευφραίνει τη ψυχή και χαϊδεύει το γυμνό κορμί. Την ατέλεια αυτής, περήφανα τη κουβαλάς.
Η καλοφορεμένη “ευτυχία” βάζει τα χέρια της στις τσέπες. Με το κεφάλι γερμένο δεξιά, περνά. Κάνει το βλέμμα να μοιάζει γοητεία.
Η άδεια ζωή βλέπεις όλα τα μπορεί, αρκεί στα μάτια άλλων ισάξια να ανταποκριθεί. Η γεμάτη έχει τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι της ψηλά. Το βλέμμα καθαρό. Δεν μπορεί παρά μονάχα επιθυμεί, στα μάτια τα δικά της αντάξια να σταθεί.
Ειρωνεία: Η πολυπόθητη τελειότητα της μιας, ατού της άλλης. Λόγια ξεκάθαρα και απλά. Δίχως όρους επιστημονικούς.
Τον θαυμασμό δε κυνηγούν, μήτε το κανάκεμα. Δεν αποζητούν τις εντυπώσεις. Δε προβάλλουν ευφυΐα.
Τούτη η ευτυχία, δεν εξυπηρετεί. Στο κάλεσμα της χιλιοπαιγμένης προβολής σου, υπόσχομαι να παρευρεθώ. Το μεγαλύτερο χειροκρότημα, το δικό μου να’ ναι.
Μόνο το βλέμμα ψηλά να μη σηκώσεις. Μπορεί να αντιληφθώ. Τα χέρια σου, στις τσέπες κράτα. Την εικόνα σου, καλά προστάτευσε.
Πλάγιος του έργου σου ο τίτλος, όχι ξεκάθαρος. Η τελειότητα της καλοφορεμένης “ευτυχίας”. Τον αξίζεις. Να τον χαίρεσαι, μικρέ μου.
Αντιγόνη Μπάσιου