«Η βαθύτερη αρχή της ανθρώπινης φύσης είναι η λαχτάρα για αποδοχή» | 3 παραδείγµατα ναρκισσιστικών τύπων

«Η βαθύτερη αρχή της ανθρώπινης φύσης είναι η λαχτάρα για αποδοχή» | Γουίλιαμ Τζέιμς 3 παραδείγµατα ναρκισσιστικών τύπων Ο ναρκισσιστής του απόλυτου ελέγχου Οι

«Η βαθύτερη αρχή της ανθρώπινης φύσης είναι η λαχτάρα για αποδοχή»

«Η βαθύτερη αρχή της ανθρώπινης φύσης είναι η λαχτάρα για αποδοχή» | Γουίλιαμ Τζέιμς

3 παραδείγµατα ναρκισσιστικών τύπων

Ο ναρκισσιστής του απόλυτου ελέγχου

Οι περισσότεροι που γνώριζαν για πρώτη φορά τον Ιωσήφ Στάλιν (1879-1953), στις αρχές της κυ­­ριαρχίας του ως ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, τον έβρισκαν εκπληκτικά γοητευτικό. Αν και μεγαλύτερος από τους περισσότερους συνεργάτες του, τους ενθάρρυνε να του μιλούν στον ενικό. Ήταν απόλυτα προσιτός ακόμα και σε κατώτερους αξιωματούχους. Όταν σε άκουγε, το έκανε με τόση ένταση και ενδιαφέρον, που ένιωθες το βλέμμα του να σε διαπερνάει. Φαινόταν να αντιλαμβάνεται τις βαθύτερες σκέψεις και αμφιβολίες σου. Αλλά το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν ότι σε έκανε να νιώθεις σημαντικός και κομμάτι του εσώτερου κύκλου των επαναστατών.

Advertisment

Καθώς σε συνόδευε έξω από το γραφείο του, είχε το χέρι του στον ώμο σου και πάντα τερμάτιζε τη συνάντηση με μια προσωπική νότα. Όπως έγραψε αργότερα ένας νεαρός, οι άνθρωποι που τον έβλεπαν «ανυπομονούσαν να τον ξαναδούν», γιατί «δημιουργούσε την αίσθηση ότι υπήρχε πια ένας δεσμός που τους συνέδεε για πάντα». Κάποιες στιγμές γινόταν απόμακρος και τότε οι αυλικοί του τρελαίνονταν. Έπειτα η στιγμή περνούσε και τους έλουζε πάλι η ζεστασιά της αγάπης του.

Μέρος της γοητείας του οφειλόταν στο γεγονός ότι συμβόλιζε την επανάσταση. Ήταν ένας άνθρωπος του λαού, τραχύς και λίγο αγενής, αλλά ένας Ρώσος μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του. Και πάνω απ’ όλα, ο Ιωσήφ Στάλιν μπορούσε να γίνει εξαιρετικά διασκεδαστικός. Του άρεσε να τραγουδάει και να λέει χοντρά αστεία. Με αυτές τις ιδιότητες, δεν ήταν περίεργο που σιγά σιγά συγκέντρωσε δύναμη και τελικά απέκτησε τον πλήρη έλεγχο του σοβιετικού μηχανισμού. Αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν και η δύναμή του μεγάλωνε, μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του άρχισε σταδιακά να βγαίνει στην επιφάνεια.

Η φαινομενική φιλικότητα δεν ήταν τόσο απλή όσο φαινόταν. Ίσως το πρώτο σημαντικό σημάδι αυτού του γεγονότος στον εσώτερο κύκλο ήταν η τύχη του Σεργκέι Κίροφ, ενός ισχυρού μέλους του Πολιτικού Γραφείου, που, μετά την αυτοκτονία της συζύγου του Στάλιν το 1932, έγινε ο πιο στενός φίλος και έμπιστός του.

Advertisment

Ο Κίροφ ήταν ένας ενθουσιώδης, κάπως απλοϊκός άνθρωπος, ο οποίος έκανε εύκολα φίλους και είχε τον τρόπο να καθησυχάζει τον Στάλιν. Όμως ο Κίροφ άρχισε να γίνεται κάπως υπερβολικά δημοφιλής. Το 1934, αρκετοί επικεφαλής περιφερειών τον πλεύρισαν και του πρότειναν κάτι: απαυδισμένοι από τη βαναυσότητα του Στάλιν απέναντι στην αγροτιά, ήταν έτοιμοι να κάνουν πραξικόπημα και ήθελαν τον Κίροφ στη θέση του ηγέτη. Ο Κίροφ όμως δεν πρόδωσε την εμπιστοσύνη του Στάλιν. Του αποκάλυψε τη συνωμοσία κι εκείνος τον ευχαρίστησε θερμά. Αλλά από εκείνη τη στιγμή κάτι άλλαξε στη στάση του απέναντι στον Κίροφ. Του έδειχνε μια πρωτόγνωρη ψυχρότητα.

Ο Κίροφ συνειδητοποίησε το αδιέξοδο που είχε δημιουργήσει άθελά του – είχε αποκαλύψει στον Στάλιν ότι δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο νόμιζε κι ότι ειδικά ένας άνθρωπος ήταν πιο αγαπητός από αυτόν. Διαισθάνθηκε τον κίνδυνο που διέτρεχε και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μετριάσει τις ανασφάλειες του Στάλιν. Στις δημόσιες εμφανίσεις ανέφερε το όνομά του περισσότερο από ποτέ, οι έπαινοι προς το πρόσωπό του έγιναν ακόμα πιο θερμοί. Όμως αυτή η συμπεριφορά έκανε τον Στάλιν ακόμα πιο καχύποπτο, σαν να διαισθανόταν ότι ο Κίροφ προσπαθούσε να του ρίξει στάχτη στα μάτια. Τώρα ο Κίροφ θυμόταν τις αμέτρητες φορές που είχε αστειευτεί σε βάρος του Στάλιν. Τότε, το γεγονός ότι ο Κίροφ τολμούσε να γελάσει σε βάρος του ήταν εκδήλωση της στενής σχέσης τους, τώρα όμως ο Στάλιν σίγουρα θα έβλεπε αυτά τα αστεία από άλλο πρίσμα. Ο Κίροφ ένιωσε παγιδευμένος και ανίσχυρος.

Τον Δεκέμβριο του 1934, ένας ένοπλος δολοφόνησε τον Κίροφ έξω από το γραφείο του. Αν και άμεσες αποδείξεις της ηθικής αυτουργίας του Στάλιν δεν μπορούσαν να βρεθούν, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η δολοφονία είχε τη σιωπηρή έγκρισή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη δολοφονία του Κίροφ, ο ένας στενός φίλος του Στάλιν μετά τον άλλο άρχισαν να συλλαμβάνονται, με αποκορύφωμα τη μεγάλη εκκαθάριση μέσα στο κόμμα στα τέλη της δεκαε­τίας του 1930, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Σχεδόν όλα τα ανώτερα στελέχη του κόμματος που συνελήφθησαν κατά τις εκκαθαρίσεις βασανίζονταν για να ομολογήσουν και μετά την ανάκριση ο Στάλιν άκουγε αχόρταγα τις διηγήσεις των βασανιστών για την απόγνωση των κάποτε γενναίων φίλων του. Γελούσε ακούγοντας πώς κάποιοι έπεφταν στα γόνατα και εκλιπαρούσαν κλαίγοντας να τους δοθεί ακρόαση προκειμένου να του ζητήσουν συγχώρεση για τα σφάλματά τους και να τον ικετέψουν να τους αφήσει να ζήσουν. Και ο Στάλιν φαινόταν να απολαμβάνει την ταπείνωσή τους.

~~~

Ερμηνεία: Ο μεγάλος γρίφος που παρουσιάζει ο Ιωσήφ Στάλιν και ο τύπος του είναι πώς γίνεται άνθρωποι τόσο βαθιά ναρκισσιστικοί να μπορούν ταυτόχρονα να είναι τόσο γοητευτικοί και, μέσω της γοητείας τους, να κερδίζουν επιρροή. Πώς γίνεται να δημιουργούν σχέσεις με άλλους όταν είναι τόσο εμμονικά εγωκεντρικοί; Πώς έχουν τέτοια ικανότητα να σαγηνεύουν; Η απάντηση βρίσκεται στα πρώτα στάδια της καριέρας τους, πριν γίνουν παρανοϊκοί και φαύλοι.

Αυτοί οι τύποι έχουν γενικά μεγαλύτερη φιλοδοξία και ενέργεια από τον μέσο βαθιά ναρκισσιστή. Τείνουν επίσης να έχουν ακόμα μεγαλύτερες ανασφάλειες. Ο μόνος τρόπος να μετριάσουν αυτές τις ανασφάλειες και να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία τους είναι να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο προσοχής και επιβεβαίωσης από το συνηθισμένο, πράγμα που μπορεί να προκύψει μόνο μέσω της εξασφάλισης κοινωνικής δύναμης, είτε στην πολιτική είτε στις επιχειρήσεις.


Ο θεατρίνος ναρκισσιστής

Το 1627, η ηγουμένη της Μονής Ουρσουλινών στη Λουντέν της Γαλλίας, υποδέχτηκε μια νέα αδελφή, τη Ζαν ντε Μπελσιέλ (1602-1665). Η Ζαν ήταν ένα παράξενο πλάσμα. Σχεδόν νάνος στο ύψος, είχε όμορφο, αγγελικό πρόσωπο, αλλά μια κακόβουλη λάμψη στα μάτια της. Στο προηγούμενο μοναστήρι είχε κάνει πολλούς εχθρούς με τα ακατάπαυστα σαρκαστικά σχόλιά της. Αλλά προς έκπληξη της ηγουμένης, θα έλεγε κανείς ότι στο καινούριο μοναστήρι η Ζαν είχε μεταμορφωθεί. Φερόταν σαν πραγματικός άγγελος και ήταν πάντα πρόθυμη να τη βοηθήσει στα καθημερινά της καθήκοντα.

Επιπλέον, όταν άρχισε να διαβάζει τον βίο της Αγίας Τερέζας και άλλα βιβλία γύρω από τον μυστικισμό, μαγεύτηκε από το θέμα. Περνούσε πολλές ώρες συζητώντας πνευματικά ζητήματα με την ηγουμένη. Μέσα σε λίγους μήνες έγινε ειδική στη μυστική θεολογία. Την έβλεπαν να διαλογίζεται και να προσεύχεται επί ώρες, περισσότερο από κάθε άλλη αδελφή. Αργότερα την ίδια χρονιά, η ηγουμένη μετατέθηκε σε άλλη μονή. Βαθύτατα εντυπωσιασμένη από τη συμπεριφορά της Ζαν και αγνοώντας τις συμβουλές άλλων που δεν την είχαν σε τόσο μεγάλη υπόληψη, εισηγήθηκε την τοποθέτηση της Ζαν ως αντικαταστάτριάς της. Ξαφνικά, στη νεαρότατη ηλικία των είκοσι πέντε ετών, η Ζαν βρέθηκε ηγουμένη των Ουρσουλινών της Λουντέν.

Λίγους μήνες αργότερα, οι αδελφές της Λουντέν άρχισαν να ακούνε πολύ περίεργες ιστορίες από τη Ζαν. Τους είπε ότι έβλεπε στον ύπνο της πως ένας ιερέας της ενορίας, ο Ουρμπέν Γκραντιέ, ερχόταν να την επισκεφθεί και της έκανε άσεμνες επιθέσεις. Τα όνειρα γίνονταν ολοένα πιο ερωτικά και βίαια. Το περίεργο ήταν ότι, πριν αρχίσει να βλέπει αυτά τα όνειρα, η Ζαν είχε προτείνει στον Γκραντιέ να γίνει πνευματικός προϊστάμενος της Μονής Ουρσουλινών, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί ευγενικά. Στη Λουντέν, οι ντόπιοι θεωρούσαν τον Γκραντιέ δανδή και εκμαυλιστή νεαρών κυριών. Ήταν απλές φαντασιώσεις της Ζαν;

Ήταν τόσο ευσεβής, που δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι τα έβγαζε όλα από το μυαλό της, και τα όνειρα φαίνονταν πολύ αληθινά και ασυνήθιστα περιγραφικά. Λίγο αφότου άρχισε να τα διηγείται, κι άλλες αδελφές ανέφεραν ότι έβλεπαν παρόμοια όνειρα. Μια μέρα ο εξομολογητής του μοναστηριού, ο ιερέας Μινιόν, άκουσε μια αδελφή να του διηγείται ένα τέτοιο όνειρο. Ο Μινιόν, όπως και πολλοί άλλοι, απεχθανόταν από καιρό τον Γκραντιέ και είδε σε αυτά τα όνειρα την ευκαιρία να τον εξοντώσει. Κάλεσε μερικούς εξορκιστές να κάνουν εξορκισμό στις μοναχές και σύντομα σχεδόν όλες οι αδελφές ανέφεραν νυχτερινές επισκέψεις από τον Γκραντιέ. Για τους εξορκιστές το θέμα ήταν ξεκάθαρο – οι μοναχές είχαν καταληφθεί από δαιμόνια υπό τον έλεγχο του Γκραντιέ.

Προκειμένου να ενημερωθούν οι πολίτες, ο Μινιόν και οι σύμμαχοί του άνοιξαν τους εξορκισμούς στο κοινό και πλέον οι άνθρωποι συνέρρεαν από κάθε γωνιά της χώρας για να παρακολουθήσουν ένα ψυχαγωγικότατο θέαμα. Οι μοναχές κυλιούνταν στο έδαφος, σφάδαζαν δείχνοντας τα πόδια τους και ουρλιάζοντας κάθε λογής χυδαιότητες. Και απ’ όλες τις αδελφές, η Ζαν φαινόταν η πιο δαιμονισμένη. Οι σπασμοί της ήταν πιο βίαιοι και οι δαίμονες που μιλούσαν από μέσα της ήταν πιο άγριοι και αθυρόστομοι.

Ήταν ένας από τους ισχυρότερους δαιμονισμούς που είχαν δει ποτέ και το κοινό διαγκωνιζόταν για να παρακολουθήσει τους εξορκισμούς της. Οι εξορκιστές είχαν αρχίσει πλέον να πείθονται ότι ο Γκραντιέ, παρά το γεγονός ότι δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο μοναστήρι, ούτε είχε συναντήσει τη Ζαν, με κάποιον τρόπο είχε μαγέψει και κακοποιήσει τις καλές αδελφές της Λουντέν. Σύντομα συνελήφθη και κατηγορήθηκε για μαγεία.

Με βάση τα στοιχεία, ο Γκραντιέ καταδικάστηκε σε θάνατο. Μετά από πολλά βασανιστήρια, κάηκε στην πυρά στις 18 Αυγούστου 1634, μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος. Έπειτα απ’ αυτό, τα πράγματα ησύχασαν· οι μοναχές έπαψαν μεμιάς να κυριεύονται από τα δαιμόνια – όλες εκτός από τη Ζαν. Οι δαίμονες όχι μόνο αρνούνταν να την αφήσουν, αλλά την κυρίεψαν με μεγαλύτερη ένταση. Οι Ιησουίτες, μαθαίνοντας γι’ αυτόν τον περιβόητο δαιμονισμό, αποφάσισαν να πάρουν το ζήτημα στα χέρια τους και έστειλαν τον πατέρα Ζαν-Ζοζέφ Σουρέν να την εξορκίσει οριστικά. Ο Σουρέν τη βρήκε συναρπαστική. Ήταν απόλυτα ενημερωμένη πάνω σε θέματα που αφορούσαν τη δαιμονολογία και φαινόταν απελπισμένη από τη μοίρα που την είχε βρει, ωστόσο δεν έδειχνε να αντιστέκεται αρκετά σθεναρά στους δαίμονες που την κατοικούσαν. Ίσως είχε υποκύψει στην επιρροή τους.

Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: έδειχνε μια ασυνήθιστη συμπάθεια στον Σουρέν και τον κρατούσε επί ώρες στο μοναστήρι, συζητώντας μαζί του πνευματικά ζητήματα. Άρχισε να προσεύχεται και να διαλογίζεται με περισσότερη ζέση. Κατάργησε κάθε είδους πολυτέλειες: κοιμόταν στο σκληρό πάτωμα και περιέλουζε το φαγητό της με χυμό αψιθιάς που προκαλούσε εμετό. Ανέφερε στον Σουρέν την πρόοδό της και του εξομολογήθηκε «ότι είχε πλησιάσει τόσο πολύ τον Θεό, που είχε πάρει… ένα φιλί από το στόμα του».

~~~

Ερμηνεία: Στα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Ζαν ντε Μπελσιέλ είχε ακόρεστη ανάγκη για προσοχή, πράγμα που κούρασε τους γονείς της, οι οποίοι τελικά την ξεφορτώθηκαν στέλνοντάς τη σε ένα μοναστήρι στο Πουατιέ. Εκεί κόντεψε να τρελάνει τις μοναχές με τον σαρκασμό της και την αφ’ υψηλού συμπεριφορά της. Όταν την έστειλαν στη Λουντέν, φαίνεται πως αποφάσισε να δοκιμάσει μια διαφορετική προσέγγιση για να κερδίσει την αναγνώριση που τόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν. Όταν της έδωσαν να διαβάσει βιβλία σχετικά με την πνευματικότητα, αποφάσισε να ξεχωρίσει απ’ όλες τις άλλες σε γνώση και ευσέβεια.

Επιδείκνυε και τα δύο σε υπερβολικό βαθμό και κέρδισε την εύνοια της ηγουμένης, αλλά όταν έγινε ηγουμένη η ίδια άρχισε να πλήττει και η προσοχή που απολάμβανε δεν της αρκούσε. Τα όνειρά της για τον Γκραντιέ ήταν ένα μείγμα μυθευμάτων και αυθυποβολής. Λίγο μετά τον ερχομό των εξορκιστών, της έδωσαν ένα βιβλίο για τη δαιμονολογία. Το καταβρόχθισε και από τη στιγμή που έμαθε όλα τα σημάδια του δαιμονισμού άρχισε να τα παρουσιάζει, πείθοντας τους εξορκιστές ότι είχε καταληφθεί από δαιμόνια. Έγινε το αστέρι του δημόσιου θεάματος. Όσο ήταν κυριευμένη από τα δαιμόνια, επιδείκνυε την πιο χυδαία και άσεμνη συμπεριφορά απ’ όλες τις μοναχές.


Το ναρκισσιστικό ζευγάρι

Το 1862, λίγες μέρες πριν παντρευτεί τη Σοφία Μπερς, μόλις δεκαοχτώ χρονών εκείνη την εποχή, ο τριανταδυάχρονος Λέων Τολστόι αποφάσισε ξαφνικά ότι δεν ήταν σωστό να υπάρχουν μυστικά μεταξύ τους. Και για να το κάνει πράξη, της έφερε τα ημερολόγιά του για να τα διαβάσει. Προς έκπληξή του, αυτά που διάβασε την έκαναν να κλάψει αλλά και να θυμώσει πολύ. Σ’ εκείνες τις σελίδες ο Τολστόι εξιστορούσε τις προηγούμενες ερωτικές του σχέσεις, ανάμεσά τους και τον έρωτά του για μια χωρική που ζούσε εκεί κοντά και με την οποία είχε παιδί. Έγραφε επίσης για τα πορνεία όπου σύχναζε, για τη γονόρροια που είχε κολλήσει και για το πάθος του για τον τζόγο.

Η Σοφία ένιωσε ταυτόχρονα έντονη ζήλια και αηδία. Γιατί την είχε υποχρεώσει να τα διαβάσει; Τον κατηγόρησε ότι είχε απώτερο κίνητρο, ότι δεν την αγαπούσε πραγματικά. Απογοητευμένος από αυτή την αντίδραση, ο Τολστόι της ανταπέδωσε τη μομφή. Της εξήγησε ότι ήθελε να μοιραστεί μαζί της την παλιά του ζωή για να καταλάβει ότι την εγκατέλειπε ευχαρίστως για μια καινούρια ζωή μαζί της.

Γιατί τον επέπληττε για την ειλικρίνειά του; Προφανώς, επειδή δεν τον αγαπούσε όσο τον είχε αφήσει να πιστεύει. Γιατί της ήταν τόσο επώδυνο να πει αντίο στην οικογένειά της πριν από τον γάμο; Τους αγαπούσε περισσότερο απ’ αυτόν; Κατάφεραν να συμφιλιωθούν και ο γάμος έγινε τελικά, αλλά αυτό το προη­γούμενο έδωσε τον τόνο σε ένα μοτίβο που θα συνεχιζόταν για σαράντα οχτώ χρόνια.

Για τη Σοφία, παρά τους συχνούς καβγάδες τους, ο γάμος απέκτησε τελικά έναν σχετικά ομαλό ρυθμό. Έγινε η πιο αξιόπιστος βοηθός του. Πέρα από το ότι έφερε στον κόσμο οχτώ παιδιά σε δώδεκα χρόνια, πέντε από τα οποία επέζησαν, αντέγραφε με προσοχή τα βιβλία του, μεταξύ άλλων τα Πόλεμος και η Ειρήνη και Άννα Καρένινα, και διεκπεραίωνε μεγάλο μέρος της επαγγελματικής πλευράς της έκδοσης των βιβλίων του. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν αρκετά καλά – ο Τολστόι ήταν πλούσιος, τόσο από τα οικογενεια­­κά κτήματα που είχε κληρονομήσει όσο και από τις πωλήσεις των βιβλίων του. Είχε μια μεγάλη οικογένεια που τον αγαπούσε.

Ήταν διάσημος. Αλλά ξαφνικά, στα πενήντα του, αισθάνθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια και ντροπή για τα βιβλία που είχε γράψει. Δεν ήξερε πλέον ποιος ήταν. Βίωσε μια βαθιά πνευματική κρίση και βρήκε την Ορθόδοξη Εκκλησία πολύ αυστηρή και δογματική για να τον βοηθήσει. Ένιωθε ότι η ζωή του έπρεπε να αλλάξει. Αποφάσισε ότι δεν θα έγραφε άλλα μυθιστορήματα και στο εξής θα ζούσε σαν ένας απλός αγρότης. Θα άφηνε την περιουσία του και θα παραιτούνταν από τα πνευματικά δικαιώματα των βιβλίων του. Και ζήτησε από την οικογένειά του να τον ακολουθήσει σε αυτή τη νέα ζωή που θα ήταν αφιερωμένη στη βοήθεια προς τους άλλους και σε πνευματικά θέματα.

Προς απογοήτευσή του, όμως, η οικογένεια, με προεξάρχουσα τη Σοφία, αντέδρασε με οργή. Τους ζητούσε να εγκαταλείψουν τη ζωή τους, τις ανέσεις τους και τη μελλοντική κληρονομιά των παιδιών. Η Σοφία δεν συμμεριζόταν την ανάγκη για ριζική αλλαγή στον τρόπο ζωής τους και δυσαρεστήθηκε από τις κατηγορίες του ότι ήταν κακή και υλίστρια επειδή πρόβαλλε αντιρρήσεις. Οι λογομαχίες τους ήταν διαρκείς και κανείς από τους δύο δεν υποχωρούσε. Τώρα πια, όταν ο Τολστόι κοίταζε τη σύζυγό του, το μόνο που έβλεπε ήταν μια γυναίκα που τον εκμεταλλευόταν για τη φήμη και τα χρήματά του. Ήταν βέβαιος ότι γι’ αυτό και μόνο τον είχε παντρευτεί.

Κι όταν η Σοφία κοίταζε τον σύζυγό της, το μόνο που έβλεπε ήταν ένας άθλιος υποκριτής. Παρόλο που είχε παραιτηθεί από τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία του, συνέχιζε να ζει σαν άρχοντας και να της ζητά χρήματα για τα πάθη του. Ντυνόταν σαν αγρότης, αλλά αν αρρώσταινε ταξίδευε με ένα πολυτελές ιδιωτικό κουπέ και κατέλυε σε μια έπαυλη στα νότια για να αναρρώσει. Και παρά τον νέο όρκο αγαμίας που είχε δώσει, συνέχισε να την αφήνει έγκυο.

Ο Τολστόι λαχταρούσε μια απλή, πνευματική ζωή και η γυναίκα του ήταν το κύριο εμπόδιο. Έβρισκε την παρουσία της στο σπίτι καταπιεστική. Της έγραψε μια επιστολή που τελείωνε λέγοντας: «Αποδίδεις αυτό που έχει συμβεί στα πάντα εκτός από ένα πράγμα, ότι είσαι η ασυναίσθητη, ακούσια αιτία των βασάνων μου. Ανάμεσά μας διεξάγεται ένας αγώνας μέχρι θανάτου». Αντλώντας έμπνευση από την αυξανόμενη πικρία του για τον υλιστικό χαρακτήρα της, έγραψε τη νουβέλα Η Σονάτα του Κρόιτσερ, που βασιζόταν στον γάμο τους και ζωγράφιζε τη Σοφία με τα μελανότερα χρώματα. Όσο για την ίδια, το αποτέλεσμα ήταν ότι άρχισε να χάνει την ψυχική της ισορροπία. Τελικά, το 1894, δεν άντεξε άλλο. Μιμούμενη έναν από τους ήρωες του Τολστόι, αποφάσισε να αυτοκτονήσει βγαίνοντας στο χιόνι μέχρι να παγώσει. Ένα μέλος της οικογένειας την πρόλαβε και την έσυρε με το ζόρι πίσω στο σπίτι. Επανέλαβε την προσπάθεια δύο φορές ακόμα, χωρίς αποτέλεσμα.

Τώρα το μοτίβο έγινε πιο έντονο και πιο βίαιο. Ο Τολστόι την έφερνε στα όριά της κι εκείνη προέβαινε σε κάποια κίνηση απελπισίας. Κατόπιν μετάνιωνε για την ψυχρότητά του και της ζητούσε να τον συγχωρήσει. Υποχωρούσε σε ορισμένα ζητήματα –για παράδειγμα, επέτρεψε στην οικογένεια να διατηρήσει τα πνευματικά δικαιώματα των πρώτων βιβλίων του–, αλλά στη συνέχεια κάτι άλλο από μεριάς της τον έκανε να αλλάζει γνώμη. Η Σοφία προσπαθούσε συνεχώς να στρέψει τα παιδιά εναντίον του. Επέμενε να διαβάζει ό,τι έγραφε στα ημερολόγιά του, κι αν της τα έκρυβε τα έβρισκε και τα διάβαζε στα κρυφά. Παρακολουθούσε κάθε του κίνηση. Εκείνος την κατσάδιαζε για την αδιακρισία της, τόσο άγρια που κάποιες φορές αρρώσταινε, πράγμα που την έκανε να μετανιώνει για τις πράξεις της. Τι τους κρατούσε μαζί; Ο καθένας τους λαχταρούσε την αποδοχή και την αγάπη του άλλου, αλλά πλέον φαινόταν αδύνατο να την κερδίσει.

Μετά από χρόνια ταλαιπωρίας, στα τέλη Οκτωβρίου του 1910, ο Τολστόι τελικά δεν άντεξε άλλο: το έσκασε απ’ το σπίτι μέσα στη νύχτα, με τη βοήθεια ενός φίλου γιατρού, αποφασισμένος να απαλλαγεί οριστικά από τη Σοφία. Σε όλη τη διαδρομή έτρεμε σύγκορμος από φόβο μήπως τον ανακαλύψει η σύζυγός του και τον εμποδίσει, όμως στο τέλος ανέβηκε σ’ ένα τρένο κι έφυγε. Όταν έμαθε τα νέα, η Σοφία προσπάθησε ξανά να αυτοκτονήσει πέφτοντας σε μια κοντινή λίμνη, αλλά και πάλι την έσωσαν. Έγραψε στον Τολστόι ικετεύοντάς τον να γυρίσει. Ναι, θα άλλαζε τους τρόπους της. Θα αποκήρυττε όλες τις πολυτέλειες. Θα γινόταν λιγότερο υλίστρια. Θα τον αγαπούσε άνευ όρων. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτόν.

Για τον Τολστόι, η γεύση της ελευθερίας ήταν βραχύβια. Οι εφημερίδες ήταν πλέον γεμάτες άρθρα που εξιστορούσαν πώς είχε εγκαταλείψει τη σύζυγό του. Παντού όπου σταματούσε το τρένο, δημοσιογράφοι, αφοσιωμένοι θαυμαστές και περίεργοι έτρεχαν να τον δουν. Δεν μπορούσε να υπομείνει άλλο το κρύο και τις συνθήκες που επικρατούσαν στο τρένο. Σύντομα αρρώστησε βαριά και χρειάστηκε να μεταφερθεί στο εξοχικό σπίτι ενός σταθμάρχη κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές κάποιου μακρινού χωριού. Εκεί έγινε φανερό ότι θα πέθαινε. Άκουσε ότι η Σοφία είχε φτάσει στην πόλη, αλλά δεν άντεχε στη σκέψη να τη δει. Η οικογένεια δεν της επέτρεψε να μπει στο σπίτι κι εκείνη έμεινε απ’ έξω, να κοιτάζει απ’ το παράθυρο τον ετοιμοθάνατο σύζυγό της. Τελικά, όταν έχασε τις αισθήσεις του, της επιτράπηκε να μπει. Γονάτισε δίπλα του, τον φίλησε στο μέτωπο και ψιθύρισε στο αφτί του, «Συγχώρεσέ με. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με». Λίγο μετά, ο Τολστόι ξεψύχησε. Έναν μήνα αργότερα, ένας επισκέπτης των Τολστόι ανέφερε ότι άκουσε τη Σοφία να λέει, «Τι μου συνέβη; Τι έπαθα; Πώς το έκανα αυτό;… Ξέρεις ότι τον σκότωσα».

~~~

Ερμηνεία: Ο Λέων Τολστόι παρουσίαζε όλα τα σημάδια του βαθιά ναρκισσιστή. Η μητέρα του είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν δύο ετών και η απουσία της άφησε μέσα του ένα τεράστιο κενό που δεν μπορούσε να γεμίσει με κανέναν τρόπο, όσο κι αν προσπαθούσε να το επιτύχει με τις ερωτικές σχέσεις του. Στα νιάτα του φερόταν παράτολμα και απερίσκεπτα, σάμπως αυτό να τον έκανε να νιώθει ζωντανός και πλήρης. Αισθανόταν συνεχώς αηδία για τον εαυτό του και δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος ακριβώς ήταν. Διοχέτευε αυτή την αβεβαιότητα στα μυθιστορήματά του, υιοθετώντας κάθε φορά διαφορετικό ρόλο μέσα από τους χαρακτήρες που δημιουργούσε.

Και στα πενήντα του, βίωσε τελικά μια βαθιά κρίση εξαιτίας του κατακερματισμένου εαυτού του. Αλλά και η Σοφία είχε υψηλό δείκτη εγωκεντρικότητας. Όμως, όταν κοιτάζουμε τους ανθρώπους, τείνουμε να δίνουμε υπερβολική σημασία στα μεμονωμένα χαρακτηριστικά τους και να μη βλέπουμε την πιο περίπλοκη εικόνα του πώς σε μια σχέση κάθε πλευρά διαμορφώνει συνεχώς την άλλη. Μια σχέση έχει δική της ζωή και προσωπικότητα. Και μια σχέση μπορεί επίσης να είναι βαθιά ναρκισσιστική, να τονίζει ή ακόμα και να αναδεικνύει τις ναρκισσιστικές τάσεις και των δύο πλευρών.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Robert Greene “Οι νόμοι της ανθρώπινης φύσης” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Είναι οι άνθρωποι που στολίζουν για τα Χριστούγεννα πιο ευτυχισμένοι;
Ευγνωμοσύνη: Βρίσκοντας τη γλυκιά πλευρά της ζωής μέσα στις πικρές της στιγμές
Η Αυτογνωσία ως ουσιαστικός παράγοντας για την οικονομική επιτυχία
Πώς να δημιουργήσουμε εσωτερικό διάλογο για να μειώσουμε το άγχος και την κατάθλιψη

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση