Την Δευτέρα 11 Οκτωβρίου κυκλοφορεί το πρωτοποριακό μυθιστόρημα του Δημήτρη Μπογιατζή “Ελεύθερος”. Πρόκειται για ένα μεταμοντερνικό ιστορικό μυθιστόρημα εναλλακτικής ιστορίας και ιστορικής φαντασίας με μεταμυθοπλαστικές πινελιές ή όπως είναι γνωστό στον αγγλόφωνο κόσμο, όπου το είδος αυτό ανθεί, historiographic metafiction. Οι κεντρικοί ήρωες είναι μυθοπλαστικές εκδοχές του Νίκου Καζαντζάκη (ο οποίος μετασχηματίζεται σε Κοσμά Ελευθεράκη) και του Αλμπέρ Καμύ (ο οποίος παρουσιάζεται με το αληθινό του όνομα). Οι δύο συγγραφείς γνωρίζονται το 1957 στο Παρίσι και αναπτύσσουν μία αναπάντεχη φιλία με φόντο την υποψηφιότητά τους για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας εκείνης της χρονιάς.
Και οι δύο αντιμετωπίζουν εχθρούς, ο Ελευθεράκης την Εκκλησία της Ελλάδας και τον Σύλλογο Ελλήνων Συγγραφέων, ο Καμύ τον πρώην φίλο του Ζαν Πωλ Σαρτρ και το λογοτεχνικό κατεστημένο στη Γαλλία. Και οι δύο είναι μέτοικοι: ο Ελευθεράκης από την Αίγινα, όπου διέμενε τα χρόνια του πολέμου, ο Καμύ από το εμπόλεμο Αλγέρι. Ο Ελευθεράκης ολοκληρώνει το Όραμα του Εσταυρωμένου, το πιο φιλόδοξο έργο του, αυτό που μπορεί να του εξασφαλίσει ή να του στερήσει το βραβείο Νόμπελ. Οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες και συναρπαστικές, καθώς το μυθιστόρημα ξεχειλίζει από ίντριγκες και δολοπλοκίες και βρίθει από εκκωφαντικές ανατροπές.
Advertisment
Η δράση, που διαδραματίζεται στο Παρίσι, την Αντίμπ, τη Στοκχόλμη, τη Σαγκάη, το Πεκίνο, την Αθήνα και το Ηράκλειο, σχετίζεται ενίοτε με πραγματικά γεγονότα από τη ζωή των δύο μεγάλων συγγραφέων, εμπλουτίζεται όμως και από φανταστικά γεγονότα που δεν συνέβησαν ποτέ, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν συμβεί. Στις σελίδες του Ελεύθερου παρελαύνουν η Κάλλας, ο Ωνάσης, ο Μάο Τσε Τουνγκ, ο Πρεβελάκης καθώς και πλείστες άλλες προσωπικότητες των πρώτων εξήντα χρόνων του εικοστού αιώνα. Ένας ύμνος στην ελευθερία, την αγάπη και τη φιλία, ο Ελεύθερος αναδεικνύει τη λυτρωτική δύναμη της τέχνης και δείχνει τον δρόμο για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον φανατισμό και τη μικροψυχία και ως εκ τούτου τη συνάντησή του με τον Ανώτερο Εαυτό του.
Ο συγγραφέας του Ελεύθερου Δημήτρης Μπογιατζής είναι κάτοχος δύο διδακτορικών, ένα από την Αμερική στη Λογοτεχνία από και ένα από την Αγγλία στη Δημιουργική Γραφή, ομιλητής δώδεκα γλωσσών και ιδρυτής της Σχολής Δημιουργικής Γραφής Harmony & Creativity. Γράφει λογοτεχνία στα Αγγλικά και στα Ελληνικά. Προσεχώς θα κυκλοφορήσει σε Αμερική και Αγγλία η αγγλόφωνη εκδοχή (όχι μετάφραση) του Ελεύθερου με τον τίτλο Free Spirit, μεταγενέστερη και συνεπώς διαφοροποιημένη από την ελληνική μορφή του μυθιστορήματος.
Advertisment
Το αγόρι έχει κουβαριαστεί στον τοίχο, έντρομο. Η κλαγγή των σπαθιών αντηχεί στ’ αυτιά του. Δεν μπορεί να υπολογίσει πόσα χτυπήματα έχουν ανταλλάξει ο πατέρας του και ο Τούρκος στην προσπάθειά τους να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλο, ούτε πολυκαταλαβαίνει τι προκάλεσε αυτήν τη μονομαχία. Ίσως ο Τούρκος να εξαγριώθηκε βλέποντας έναν χριστιανό οπλισμένο με σπαθί να κατηφορίζει προς το μέρος του, αψηφώντας την απαγόρευση κατοχής όπλων που είχαν επιβάλει οι ομόθρησκοί του στους γκιαούρηδες από τότε που κατέλαβαν το νησί. Ο Τούρκος έχει αφηνιάσει τώρα∙ αποφασίζει να βάλει ένα τέλος στις συνεχόμενες επιθέσεις και αποκρούσεις. Με μια στριγκή κραυγή χιμάει στον πατέρα του.
Η λεπίδα του σπαθιού του αστράφτει εκτυφλωτικά στο ρόδινο φως του απογευματινού ήλιου. Ο πατέρας του, μαυροφορεμένος από την κορφή ως τα νύχια, πηδάει στο πλάι, σβέλτος σαν αστραπή παρά τα χρόνια του. Η λεπίδα του σπαθιού περνάει ξυστά απ’ τα πλευρά του, σχίζοντας συριστικά τον αέρα. Βλέποντας τον Τούρκο να χάνει την ισορροπία του, του τραβάει μια λυσσαλέα κλοτσιά. Το λάκτισμα τον βρίσκει στο πλάι του ποδιού του. Ο κτηνώδης άντρας με τα κοκκινισμένα μάτια σωριάζεται φαρδύς πλατύς στο χώμα. Το φέσι, που έχει φύγει από το κεφάλι του, προσγειώνεται μισό μέτρο πίσω του.
Ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται στον αέρα. Την επόμενη στιγμή ο πατέρας του κλοτσάει τον Τούρκο στο πρόσωπο με την άκρη της δερμάτινης μπότας του. Ένα ρυάκι αίμα ξεπηδάει από τη μύτη του Τούρκου και ποτίζει την ξερή γη.
«Κοίτα την κατάντια σου!» καγχάζει ο μαυροφορεμένος Κρητικός, αντικρίζοντας θριαμβευτικά το ματωμένο πρόσωπο του εχθρού του κάτω από τα σμιχτά του φρύδια.
«Έλεος, γκιαούρη!»
Ασυγκίνητος από την παράκληση, σκύβει και ρίχνει άλλη μια κλοτσιά στο πρόσωπο του Τούρκου, αυτήν τη φορά με το τακούνι της μπότας του. Μια πληγή χαρακώνει το ροδοκόκκινο μάγουλο, στο σημείο όπου το τακούνι βρήκε τους μυς του προσώπου. Η ανάσα του Τούρκου βγαίνει ρηχή και κοφτή από τα σκισμένα χείλια του. Το αγόρι είναι ακόμη ζαρωμένο στον τοίχο∙ μυρωδιά από φρέσκο αίμα φτάνει στα ρουθούνια του τώρα.
Ο πατέρας του στρέφεται προς το μέρος του. «Κοσμά, έλα δω!»
Το αγόρι δε σαλεύει ούτε σπιθαμή∙ το αίμα έχει παγώσει στις φλέβες του. Ένα σκυλί από κάποια κοντινή αυλή αρχίζει να γαβγίζει με μένος. Ο πατέρας του τώρα τον ζυγώνει με τέσσερις μεγάλες δρασκελιές. Τον αρπάζει απ’ το χέρι και τον σέρνει σαν σακί από πατάτες στο σημείο όπου βρίσκεται πεσμένος ανάσκελα ο Τούρκος.
«Πάρ’ του το κεφάλι», προστάζει επιτακτικά, χώνοντας το σπαθί βίαια στο χέρι του γιού του. Ο άγνωστος άνδρας στρέφει το αυλακωμένο πρόσωπό του προς το μέρος του αγοριού. Τα αχνογάλαζα μάτια, θαμπά και φοβισμένα τώρα, εκλιπαρούν για έλεος. Το αγόρι διαβάζει μέσα τους τον πανικό, αλλά και την ελπίδα: ένα παιδί δεν μπορεί να σκοτώσει εν ψυχρώ.
«Μα…» ψελλίζει με τρεμάμενη φωνή. Γυρίζει το πρόσωπό του στο πλάι∙ δεν θέλει να αντικρίσει αυτά τα μάτια: ούτε τώρα, ούτε ποτέ.
«Σφάξ’ το το σκυλί!» φωνάζει αγριεμένος ο πατέρας του. «Είναι εχθρός σου και εχθρός μου! Η φάρα του σφαγιάζει τ’ αδέλφια σου κάθε μέρα».
Η καμπάνα μιας εκκλησίας που σημαίνει την ώρα αντηχεί στον εαρινό αέρα. Το χέρι του αγοριού αρχίζει να τρέμει. «Δεν μπο… δεν μπορώ…», τραυλίζει, καθώς το σπαθί γλιστράει απ’ την παλάμη του και πέφτει με ένα γδούπο στο έδαφος.
Εκείνη τη στιγμή ξεπροβάλλει ο παππούς του από τη γωνία. Το αγόρι τον βλέπει να προχωράει προς το μέρος του με γρήγορο βήμα. Η καρδιά του αρχίζει να χτυπάει πιο δυνατά. Η ομοιότητα με τον πατέρα του είναι εντυπωσιακή: η ίδια λεβέντικη κορμοστασιά, το ίδιο καγκελωτό μουστάκι, η ίδια μαύρη φορεσιά – ακόμα και η ηλικία τους μοιάζει να είναι η ίδια. Η μόνη ορατή διαφορά τους είναι τα ροδοκόκκινα μάγουλα του παππού, τα μάγουλα ενός χωρικού. Ο παππούς σταματάει μπροστά του∙ σηκώνει από χάμω το σπαθί και του το ξαναβάζει στο χέρι.
«Μην ντροπιάσεις τη φύτρα σου, εγγονέ μου. Ο πατέρας σου κι εγώ φάγαμε τη ζωή μας πολεμώντας τη φάρα του». Πιάνει τα λεπτά δάχτυλα του αγοριού με το γέρικο ροζιασμένο χέρι του και τα τυλίγει σφικτά γύρω από τη λαβή του σπαθιού. Το σφίξιμό του είναι πιο στιβαρό αλλά συνάμα πιο τρυφερό από του πατέρα του. «Έλα, εγγονέ, χτύπα!»
Τα λόγια του παππού του τον κάνουν να ντραπεί. Οι περασμένες γενιές των Κρητικών κοχλάζουν στο αίμα του διψασμένες για εκδίκηση. Σηκώνει το σπαθί ακριβώς πάνω απ’ το λαιμό του Τούρκου, κλείνει τα μάτια και ετοιμάζεται να διαχωρίσει το κεφάλι του κοινού τους εχθρού απ’ το υπόλοιπο σώμα.
Ο Κοσμάς πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι αλαφιασμένος. Η έντρομη ματιά του Τούρκου, το σπαθί που ο ίδιος κράδαινε πάνω απ’ το κεφάλι του, οι μαυροφορεμένες φιγούρες του πατέρα του και του παππού του, όλες οι εικόνες που ήταν κολλημένες στα βλέφαρά του όσο έβλεπε το όνειρο, έσβησαν απ’ το μυαλό του μονομιάς, καθώς τα μάτια του αντίκρισαν το γλυκό φως της χαραυγής. Ακούμπησε το κεφάλι του στο προσκέφαλο παίρνοντας βαριές ανάσες. Ήταν κάθιδρος, όπως κάθε φορά που τον ταλάνιζαν αυτές οι εικόνες. Ξανά ο ίδιος διαβολεμένος εφιάλτης, τόσο ζωντανός που θόλωνε τα όρια ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι. Η Σοφία ήταν κουλουριασμένη δίπλα του, τα βλέφαρα της, αντίθετα με τα δικά του, ακόμη σφαλισμένα από την ευλογία του ύπνου. Αισθάνθηκε ανακούφιση: δεν την είχε ξυπνήσει.
Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι. Έψαυσε το πάτωμα, βρήκε τις παντόφλες του και τις πήρε στο χέρι. Περπατώντας στις άκρες των ποδιών του, για να μην ξυπνήσει την παρακοιμώμενή του, πήγε στην κουζίνα κι έβαλε τον βραστήρα. Το ρολόι στον τοίχο, το μοναδικό ρολόι στο σπίτι, έδειχνε επτά και τέταρτο. Είχε μπροστά του πέντε ή έξι ώρες γραψίματος πριν το καθιερωμένο διάλειμμα για το μεσημεριανό γεύμα. Έφαγε δύο φέτες ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα και πήρε το τσάι στο γραφείο του στον επάνω όροφο, ελαφροπατώντας στα ξύλινα σκαλοπάτια για να μην ξυπνήσει τη Σοφία. Κάθισε στο γραφείο κι άρχισε να πίνει.
Μετά από μερικές γουλιές, το αίμα άρχισε να ρέει πιο ζεστό στις φλέβες του, το μυαλό του να σκέφτεται πιο καθαρά. Βρήκε την πίπα του στη συνηθισμένη της θέση δίπλα σε μια στοίβα βιβλία, τη γέμισε με καπνό, την άναψε και τράβηξε μια ρουφηξιά. Έτοιμος πια να ξεκινήσει μια ακόμα ημέρα εργασίας, τράβηξε ένα χειρόγραφο από την κορυφή της στοίβας, το γύρισε στην τελευταία σελίδα και διάβασε την πρόταση με την οποία είχε κλείσει το γράψιμο την προηγούμενη νύχτα: «καθώς ο Ιησούς αργοπέθαινε πάνω στον σταυρό, παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια του ένα παράξενο όραμα».
Η καρδιά του σκίρτησε. Είχε πλέον φτάσει στην τελική ευθεία – στον ύστατο πειρασμό, σ’ αυτόν που θα μπορούσε να αποτρέψει τη ζωογόνο θυσία, επιτακτική για τον πρωταγωνιστή του, λυτρωτική για τις γενιές που θα ενέπνεε να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Η απόδοσή του τώρα θα έκρινε αν θα έβγαινε νικητής ή ηττημένος στην ύστατη κούρσα, την κούρσα της πνευματικής καθοδήγησης του αναγνωστικού του κοινού. Σήκωσε την πένα του να γράψει την επόμενη πρόταση. Ξαφνικά ένιωσε το χέρι του να παραλύει. Δεν μπορούσε με τίποτε να κατεβάσει την πένα στη σελίδα.
Ένα σύννεφο σκίασε το πρόσωπό του. Δεν έπασχε από έλλειψη έμπνευσης. Οι λέξεις ξεπηδούσαν αβίαστα από τη μύτη της πένας του, οι προτάσεις αραδιάζονταν η μία μετά την άλλη, προτάσεις-χαστούκια, προτάσεις-φιλιά. Αλλά από τη στιγμή που άρχισε να γράφει αυτό το μυθιστόρημα εννέα μήνες πριν, πάσχιζε να ολοκληρώσει κάθε πρόταση, κοντοστεκόταν αναποφάσιστος σε κάθε σταυροδρόμι της αφήγησης, σχεδίαζε και ξανασχεδίαζε τους ρόλους των χαρακτήρων, μουδιασμένος από το βάρος της αποστολής που είχε αναλάβει. Η πένα γλίστρησε από το χέρι του, όπως το σπαθί στο όνειρό του, και έπεσε διαγώνια πάνω στη σελίδα.
Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος είχε αποδειχτεί το πιο ολισθηρό. Είχε ολοκληρώσει πενήντα έξι κεφάλαια ήδη. Τα είχε χτενίσει επιμελώς και ένιωθε πλήρως ικανοποιημένος με το τελικό αποτέλεσμα – ούτως ή άλλως απεχθανόταν τα σκαλαθύρματα και δεν θα παρουσίαζε ποτέ στο κοινό προχειροδουλειά. Τώρα υπολείπονταν τα τελευταία δυο κεφάλαια. Θα τα έστελνε και αυτά στον Ρομπέρ, το μεταφραστή του, και θα είχε τελειώσει. Ο Ρομπέρ Μπερνάρ ήταν έμπειρος και αξιόπιστος, αλλά και γρήγορος και αποτελεσματικός. «Στέλνε μου ένα ένα τα κεφάλαια μόλις τα τελειώνεις», του είχε μηνύσει. «Έτσι δε θα χάνουμε χρόνο». Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να δουλέψει. Σε λιγότερο από έναν μήνα μετά την περάτωση του μυθιστορήματος στα Ελληνικά έπρεπε να είναι έτοιμη και η γαλλική μετάφραση, αυτή που θα έκρινε την τύχη του βιβλίου του στο παγκόσμιο στερέωμα.
Ο Ρομπέρ ήταν ο μόνος που είχε διαβάσει το τωρινό του μυθιστόρημα, ο μόνος που ήξερε τι πραγματεύεται. Ήξερε όμως τα όριά του. «Η δουλειά μου είναι να το μεταφράσω, όχι να το σχολιάσω», είχε πει στον Κοσμά, όταν αυτός τον ρώτησε αν είχε αντιρρήσεις για το περιεχόμενο του έργου. Τον είχε εξορκίσει να μην διαρρεύσει τι έγραφε στον τύπο. «Μην ανησυχείς», τον είχε διαβεβαιώσει ο Ρομπέρ, πιάνοντάς του το χέρι. «Θα είμαι τάφος». Ο Κοσμάς είχε μείνει ήσυχος. Έχοντας εξασφαλίσει την πλήρη άγνοια του τύπου μέχρι τη στιγμή της κυκλοφορίας του έργου, μπορούσε να δουλέψει αναπόσπαστος. Και τώρα βρισκόταν προ των πυλών. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχε διαμηνύσει στον Ρομπέρ ότι θα ταχυδρομούσε τα τελευταία δυο κεφάλαια πολύ σύντομα. Με αυτόν τον ρυθμό όμως δεν ήταν σίγουρος αν θα ήταν συνεπής στην υπόσχεσή του.
Σηκώθηκε από το γραφείο, πήρε την πίπα του απ’ το τραπέζι και πήγε στη βιβλιοθήκη στον απέναντι τοίχο. Το πάνω ράφι ήταν γεμάτο με τις πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του. Σάρωσε με τα μάτια του τα πονήματά του: μυθιστορήματα, δύο εκ των οποίων στα Γαλλικά, θεατρικά έργα, ταξιδιωτικά κείμενα, φιλοσοφικά δοκίμια, μεταφράσεις έργων άλλων συγγραφέων στα Ελληνικά καθώς και της Οδύσσειας του Ομήρου στα Νέα Ελληνικά κι ένα δικό του επικό ποίημα, το πλέον οψιτέλεστο από τα έργα του – του πήρε δεκατέσσερα συναπτά έτη να το ολοκληρώσει. Τράβηξε από τη μέση του ραφιού το Μια Νύχτα με το Σαντούρι, το έργο που τον είχε εκτινάξει στη διεθνή λογοτεχνική σκηνή.
Είχε τιμηθεί με το βραβείο για το Καλύτερο Ξένο Βιβλίο στη Γαλλία το 1953 και είχε γνωρίσει παγκόσμια εμπορική επιτυχία, κάνοντάς τον γνωστό στα μήκη και πλάτη της υφηλίου, καίτοι ελάχιστοι αναγνώστες εκτός Ελλάδας μπορούσαν να προφέρουν σωστά το επώνυμό του – Ελευθεράκης, από την ελληνική λέξη «ελευθερία» – πραγματικός γλωσσοδέτης για όσους δε μιλούσαν Ελληνικά. Φυσικά, δεν υπήρχε σαντούρι στο εξώφυλλο, σκέφτηκε κοιτώντας το βιβλίο∙ μόνο ένα σκίτσο του ανθρώπου που έπαιζε σαντούρι, του αγαπημένου του φίλου Ζέρβα Αλεξάκη. Με τη λυγερή κορμοστασιά του, τα πόδια διάπλατα ανοιχτά και τα χέρια ακουμπισμένα στους γοφούς, κοιτούσε με λοξό βλέμμα τον αναγνώστη.
Έβαλε το Μια Νύχτα με το Σαντούρι πίσω στο ράφι. Τώρα τράβηξε τον Ελεύθερο να Πεθάνει, το μυθιστόρημα που είχε εμπνευστεί από τη ζωή του πατέρα του και του παππού του. Το πήρε στο γραφείο, κάθισε και άρχισε να διαβάζει, ελπίζοντας ότι οι μυθοπλαστικές φιγούρες του πατέρα του και του παππού του θα του έδιναν κουράγιο για να συνεχίσει το γράψιμο του νέου του μυθιστορήματος.
Φυλλομέτρησε τις σελίδες μέχρι που έφτασε στο σημείο που περιέγραφε την μυθοπλαστική εκδοχή του παππού του. Τον έδειχνε ως ένα σεβάσμιο εκατοχρονίτη με κυματιστή γενειάδα, σκούρα καστανά μάτια, δασιά φρύδια και επιβλητική κορμοστασιά, που άγγιζε, άκουγε, έβλεπε, γευόταν και μύριζε με τη λαχτάρα εικοσάχρονου. Σήκωσε το κεφάλι του από το κείμενο∙ η καρδιά του χτυπούσε με ξέφρενο ενθουσιασμό. Είχε περιγράψει τον παππού του στην εντέλεια! Τόσο πιστή του φαινόταν η απόδοση της φυσιογνωμίας και της συμπεριφοράς του παππού του που ακόμα και η ιστορία που είχε επινοήσει για να τον αναδείξει ήταν κατ’ ουσίαν βιογραφία μεταμφιεσμένη σε μυθοπλασία.
Καθώς όμως οι πρώτες αχτίδες του ήλιου άρχισαν να διεισδύουν στο γραφείου του μέσα από τις κουρτίνες, ο ενθουσιασμός καταλάγιασε και μια ανησυχία άρχισε να τον κυριεύει. Ήταν όντως έτσι; Μήπως αυτή η υποτιθέμενη προσέγγιση της πρόζας του στην εξωλογοτεχνική πραγματικότητα ήταν ένα ακόμα παιχνίδι του μυαλού του; Τώρα που το σκεφτόταν καλύτερα, δεν ήταν σίγουρος αν τα φρύδια του παππού του ήταν όντως τόσο δασιά όσο τα παρουσίαζε στο μυθιστόρημα. Άλλωστε, το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει για την περιγραφή δεν ήταν άλλο παρά μερικές παμπάλαιες φωτογραφίες που βρίσκονταν στο πατρικό του, ξεθωριασμένες και κιτρινισμένες από τον χρόνο. Κι όπως ήταν και ασπρόμαυρες, δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να μαντέψει το χρώμα των ματιών του.
Ένα αίσθημα αμφιβολίας τον κατέλαβε. Μπορεί η περιγραφή, αν και του είχε φανεί απολύτως ακριβής τη στιγμή που την έγραφε, να είχε αλλοιωθεί από τις δικές του υποκειμενικές εντυπώσεις; Πώς μπορούσε να είναι βέβαιος; Η μνήμη είναι εκ φύσεως επιλεκτική, η αντίληψη εξ ορισμού αναξιόπιστη. Πώς μπορούν τα μάτια να καταγράψουν με ακρίβεια την εξωτερική πραγματικότητα από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες, πώς μπορούν τα αυτιά να συλλάβουν το πλήρες φάσμα του ήχου; Πώς μπορεί το μυαλό να διεισδύσει στο εσωτερικό της καρδιάς και της ψυχής κάθε ανθρώπου, κάθε τόπου; Συλλογίστηκε για λίγο το ενδεχόμενο να είχε παραποιήσει την εμφάνιση του παππού του – όπως βέβαια, με την ίδια λογική, και παρότι αυτόν τον είχε δει πάμπολλες φορές με τα ίδια του τα μάτια, και του πατέρα του. Ακόμα χειρότερο: να είχε νοθέψει, άθελά του βέβαια, την ιστορία τους.
Οι ανησυχίες που τον τριβέλιζαν δεν κράτησαν πολύ όμως. Στο μυαλό του, ενώ οι αχτίδες του πρωινού ήλιου είχαν σκορπίσει σ’ όλο το γραφείο και αγκάλιαζαν το πρόσωπό του, άστραψε αίφνης η πιο βασική αρχή της τέχνης που υπηρετούσε και διευθέτησε αυτό το θέμα άπαξ και διά παντός: δεν κατείχε ιδιαίτερη βαρύτητα ο βαθμός της φωτογραφικής ακρίβειας. Η αποστολή ενός συγγραφέα του δικού του πνευματικού αναστήματος, τουλάχιστον όπως αυτός την κατανοούσε, δεν ήταν να φωτογραφίσει τον υπαρκτό κόσμο – αυτό, στο μέτρο που ήταν εφικτό, ήταν δουλειά του ιστορικού.
Η αποστολή του ήταν να φιλοτεχνήσει έναν φωτεινό κόσμο, έναν κόσμο για τον οποίο θα ήταν περήφανος, έναν κόσμο σφυρηλατημένο από το ελεύθερο πνεύμα του και την καθαρή ψυχή του, που θα ενέπνεε τους αναγνώστες και θα διέπλαθε τη συνείδηση τους, κι όχι τον χαοτικό κόσμο στον οποίο είχε πραγματικά περπατήσει. Στα μυθιστορήματά του είχε πλάσει χαρακτήρες που υπερέβαιναν τα ανθρώπινα μέτρα, χαρακτήρες που είχαν αποκτήσει θρυλικές διαστάσεις. Όποια και αν ήταν η απόκρυφη διαδικασία που είχε οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα μάλλον όφειλε να την μακαρίζει παρά να την οικτίρει.
Αυτή η τάση να μετατρέπει τους ανθρώπους σε θρύλους που υπερβαίνουν τα ανθρώπινα μέτρα την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Θυμήθηκε τώρα ένα περιστατικό που είχε αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του στον τρόπο που έγραφε. Είχε συμβεί τη μέρα που είχε φτάσει στην Κρήτη ο πρίγκιπας Γεώργιος για να ηγηθεί των εορτασμών της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Τούρκους. Ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού επευφημούσε τον πρίγκηπα Γεώργιο.
Όταν το βράδυ οι γιορτασμοί είχαν ξεθυμάνει, ο πατέρας του τον είχε πιάσει απ’ το χέρι και τον είχε οδηγήσει στον τάφο του παππού του. Σ’ όλη τη διαδρομή σκόνταφτε συνεχώς – η παιδική του καρδιά χτυπούσε φοβισμένα στη σκέψη των νεκρών που θα συναντούσαν. Βρήκαν τον τάφο: ένα μικρό κομμάτι γης με έναν ξύλινο σταυρό. Το όνομα του παππού του ήταν σχεδόν σβησμένο. Ο πατέρας του έβγαλε το κεφαλομάντηλό του και έπεσε χάμω με το πρόσωπο στο χώμα. Γρατζουνώντας το χώμα με τα νύχια του, έσκαψε μια μικρή τρύπα κι έχωσε το στόμα του μέσα της όσο πιο βαθιά μπορούσε, σαν να προσπαθούσε να ανοίξει μία δίαυλο επικοινωνίας με τον κεκοιμημένο εντός.
Μετά φώναξε τρεις φορές, κάθε φορά πιο δυνατά από την προηγούμενη: «Πατέρα, Ήρθε! Πατέρα, ήρθε! Πατέρα, ήρθε!» Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή∙ ύστερα σήκωσε το κεφάλι από την τρύπα. Με πρόσωπο κατακόκκινο από την έξαψη και χέρια που τρέμανε, έβγαλε ένα μικρό φλασκί με κρασί από την τσέπη του και το έχυσε σταγόνα σταγόνα μέσα στην τρύπα, περιμένοντας κάθε φορά πριν συνεχίσει να πιει η γη όλο το κρασί. Στο τέλος στάθηκε όρθιος, έκανε τον σταυρό του και κοίταξε τον Κοσμά με μάτια που στραφτάλιζαν απόκοσμα. «Άκουσες;» ρώτησε τον γιο του με φωνή ραγισμένη από τη συγκίνηση. «Άκουσες;»
Ο Κοσμάς παρέμεινε σιωπηλός. Δεν είχε ακούσει τίποτα.
«Δεν το άκουσες;» του είπε ο πατέρας του θυμωμένος. «Τα κόκκαλά του κροτάλισαν».
Την ανάμνηση διέκοψε ένας ελαφρύς ήχος από βήματα που ανέβαιναν τη σκάλα. Στράφηκε προς την πόρτα. Ήξερε αυτά τα βήματα καλύτερα από τα δικά του. Μόνο ένα ζευγάρι πόδια μπορούσε να πατήσει τα στιβαρά ξύλινα σκαλοπάτια απαλά σαν φτερό που χαϊδεύει το δέρμα. Προχώρησε προς την πόρτα και την άνοιξε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετά το χτύπημα της Σοφίας. Στεκόταν εκεί χαμογελαστή, φορώντας ένα λευκό φόρεμα που αγκάλιαζε αρμονικά το μικροκαμωμένο κορμί της.
«Επιτέλους, ήρθε!» είπε η Σοφία δίνοντάς του τον φάκελο στο χέρι.
«Το τηλεγράφημα από τον Καμύ;»
«Περίμενες κανένα άλλο, Κοσμά μου;»
Τα μάτια του Κοσμά έλαμψαν από προσδοκία. Άνοιξε επιδέξια το φάκελο, προσέχοντας να μην τον σκίσει, και ανέσυρε το χαρτί.
Η Σοφία δάγκωνε απαλά το κάτω χείλος της όσο ο Κοσμάς διάβαζε το τηλεγράφημα. «Τι λέει;» ρώτησε με ανυπομονησία όταν τον είδε να σηκώνει το κεφάλι του.
«Λέει ότι χάρηκε πολύ που διάβασε το έργο μου».
«Και;… Του άρεσε;»
«Έτσι νομίζω, τουλάχιστον απ’ όσα λέει». Ένα αχνό χαμόγελο είχε απλωθεί στο πρόσωπο του Κοσμά. «Να στο διαβάσω καλύτερα: ‘‘Ξεκοκκάλισα έργο με απόλαυση. Αξίζει να ανέβει.
Συζητήσουμε διαδικαστικά στο Παρίσι’’».
Η Σοφία τύλιξε τα χέρια της γύρω από τους ώμους του και τον ασπάστηκε στο μάγουλο. «Πολύ χαίρομαι αγάπη μου! Αυτά είναι εκπληκτικά νέα». Έκανε μισό βήμα πίσω, τον κοίταξε στα μάτια και είπε με ενθουσιασμό: «Λοιπόν, πότε θα πας;»
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Κοσμάς διστακτικά. «Πότε πιστεύεις ότι είναι καλύτερα να πάμε;»
«Κι οι δυο μας;» αναφώνησε η Σοφία. «Όχι, αγάπη μου, δεν με χρειάζεσαι σ’ αυτό το ταξίδι. Θα σου είμαι βάρος».
«Βάρος;» αντέδρασε ο Κοσμάς χαϊδεύοντάς το μάγουλό της απαλά. «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είσαι βάρος. Πάντα μαζί δεν ταξιδεύουμε;»
«Σχεδόν πάντα», τον πείραξε η Σοφία χαμογελώντας περιπαιχτικά. «Ούτως ή άλλως όμως δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Θα σας κάνω χαλάστρα. Εσύ και ο Καμύ θα θελήσετε να μιλήσετε για το γράψιμό σας χωρίς να σας ακούει κανένας».
«Έλα, αγάπη μου», είπε ο Κοσμάς, παίζοντας το τελευταίο του χαρτί. «Το Παρίσι είναι χάρμα οφθαλμών το Μάιο με τις καστανιές ανθισμένες». Σταμάτησε για λίγο∙ μετά πρόσθεσε: «Δε χρειάζεται να με ακολουθείς παντού. Μπορείς να δεις τα αξιοθέατα, όσο θα είμαι με τον Καμύ».
Η Σοφία του έπιασε το χέρι. «Ευχαριστώ, Κοσμά μου», είπε, χαϊδεύοντάς του τον αντίχειρα, «αλλά πραγματικά νομίζω ότι πρέπει να πας μόνος σου στο Παρίσι. Εσύ και ο Καμύ έχετε πάρα πολλά να συζητήσετε. Δε θέλω να μπω ανάμεσά σας. Άλλωστε, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω εδώ».
Ο Κοσμάς την κοίταξε με απορία.
«Η Αντιγόνη επέστρεψε στην Αντίμπ. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο και της υποσχέθηκα να περάσουμε μαζί τη μέρα μας αύριο».
«Η Αντιγόνη;» Ο Κοσμάς έσμιξε τα φρύδια του. «Νόμιζα ότι ήταν στην Αθήνα. Πότε γύρισε;»
«Πριν από δύο μέρες. Μου τηλεφώνησε χθες το απόγευμα και συμφωνήσαμε να βγούμε για ψώνια την Παρασκευή. Σκέφτηκα ότι θα γράφεις το μυθιστόρημά σου και δεν θα σε πείραζε να περάσω τη μέρα μου μαζί της».
«Μάλιστα», είπε συγκαταβατικά ο Κοσμάς. Μετά από δύο χρόνια γνωριμίας με την Αντιγόνη, δεν μπορούσε ακόμα να αποφασίσει τι αισθήματα έτρεφε για αυτήν: συμπάθειας, αντιπάθειας ή αδιαφορίας. «Επομένως, ο συγχρονισμός είναι τέλειος. Κατεβαίνω να ετοιμαστώ».
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Σοφία, έκπληκτη αυτή τώρα.
«Μα για να στείλω τηλεγράφημα στον Καμύ. Πρέπει να του διαμηνύσω ότι θα πάω στο Παρίσι να τον συναντήσω».
«Ασφαλώς! Και πότε σκέφτεσαι να φύγεις;»
«Μάλλον την Παρασκευή το πρωί, αφού θα είσαι όλη μέρα με την Αντιγόνη. Αν προλάβω το πρωινό τρένο, θα φτάσω στο Παρίσι αργά το απόγευμα».
«Σωστά. Και πού θα συναντηθείτε;»
Ο Κοσμάς ανασήκωσε τους ώμους του. «Σε κάποιο καφέ, υποθέτω. Πού αλλού;»
«Έπρεπε να το περιμένω!» αναφώνησε η Σοφία. «Οι συγγραφείς μονίμως συναντιούνται στα καφέ εδώ στη Γαλλία». Έγειρε ξανά και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Καλύτερα να σε αφήσω να φύγεις τώρα. Δε θέλω να καθυστερήσεις».
«Θέλεις να σου φέρω καμιά εφημερίδα στην επιστροφή;»
«Δε χρειάζεται, πήρα τη Le Monde νωρίτερα το πρωί. Έχει ένα άρθρο για τη Μαρία Κάλλας που θέλω να διαβάσω».
«Εντάξει. Θα μου πεις τι λέει όταν γυρίσω».