Οι άνθρωποι συχνά εισέρχονται στην ψυχοθεραπεία αναζητώντας «αυτοματοποιημένες» λύσεις και ψάχνοντας για συμβουλές.
Στην τηλεοπτική σειρά, In Treatment, ο Paul, ο ψυχαναλυτής και πρωταγωνιστής της σειράς, έρχεται αντιμέτωπος με την του επόπτη, Τζίνα, και της κοινοποιεί την απόφασή του να ξεκινήσει μία άλλου είδους σχέση με την ασθενή του, να κλείσει το ιατρείο του, επιλέγοντας να γίνει life coach, ένα επάγγελμα που είναι κατευθυντικό και καθοδηγητικό (σε αντίθεση με την ψυχοθεραπεία).
Advertisment
Ο Πωλ επισημαίνει ότι, η Λόρα, η θεραπευόμενή του, χρειάζεται καλές συμβουλές, τις οποίες η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να προσφέρει. Η Τζίνα, προκαλώντας τον Πωλ, απαντά: «Έρχεται σε εσένα γιατί δεν μπορεί να λάβει συμβουλές». Για την Τζίνα, το πρόβλημα δεν είναι ότι η Λόρα χρειάζεται καλύτερη καθοδήγηση, ή σε αυτήν την περίπτωση, έναν μέντορα (και ας ζητά απεγνωσμένα συμβουλές). Ουσιαστικά χρειάζεται βοήθεια για την άρση των φραγμών που επιβλήθηκαν στην καθοδήγηση που της έχει ήδη δοθεί.
Η δυσαρέσκεια και η μνησικακία προς τους σημαντικούς άλλους στη ζωή μας, που συχνά υπάρχει, δημιουργεί τοίχους που μας εμποδίζουν να ζητήσουμε βοήθεια. Κάποιοι θεραπευόμενοι χαρακτηρίζονται από άλλους ως πεισματάρηδες ή αλαζόνες επειδή δεν ζητούν, ούτε λαμβάνουν στα σοβαρά, τις απόψεις των άλλων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η θεραπεία γίνεται το πρώτο βήμα στην διαδικασία εκμάθησης εμπιστοσύνης προς τους άλλους ανθρώπους. Πολλοί από τους θεραπευόμενους μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα με αυταρχικούς ή/και με απορριπτικούς γονείς.
Μαθαίνουν από νωρίς ότι μπορούν να βασίζονται μόνο στον εαυτό τους, πιστεύοντας ότι οι άλλοι δεν θα ενδιαφερθούν ουσιαστικά για εκείνους. Μερικοί αναπτύσσουν υψηλό βαθμό καχυποψίας, διερωτώμενοι για χρόνια τι αναζητούν οι άλλοι ή αν προσπαθούν να τους σαμποτάρουν. Όταν για παράδειγμα, οι θεραπευόμενοι ερωτώνται για την δυσκολία τους να δεχτούν ένα κομπλιμέντο, διαπιστώνονται παγιωμένες αρνητικές αντιλήψεις για τον εαυτό τους όσο και μία βαθιά ριζωμένη δυσπιστία προς τους ανθρώπους. Βρίσκονται σε υπερεπαγρύπνηση, πάντα σε επιφυλακή, ώστε να μην εξαπατηθούν, ξοδεύοντας το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους αμυνόμενοι ώστε να μην πληγωθούν.
Advertisment
Μαθαίνουμε από τους γονείς μας και τους πρώτους σημαντικούς άλλους για τον «έξω κόσμο». Μερικοί από εμάς θεωρούμε ότι είναι ένας χώρος συνεργατικότητας, αλληλεγγύης και αγάπης. Άλλοι έχουμε μία υπερβολικά ανεπτυγμένη τάση για ανταγωνισμό. Στις περιπτώσεις αυτές, το άτομο παγιδεύεται στην διχαστική σκέψη άσπρο-μαύρο, όπου το ένα άτομο κερδίζει και το άλλο χάνει.
Τώρα, σκεφτείτε τις συμβουλές. Πιστεύετε ότι οι θεραπευτές μπορούν πραγματικά να σας δώσουν συμβουλές που δεν είναι διαθέσιμες και «προσβάσιμες» ως προς τους περισσότερους ανθρώπους; Και αν ναι, πόσο καλές θα μπορούσαν να είναι; Οι θεραπευτές δεν αποτελούν μυστική κοινωνία μάγων. Και, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος της «σοφίας» τους αποτελείται από «κοινοτοπίες». Μία θεραπευόμενη, αφού προσέφερε συμβουλές σε μια φίλη της, είπε ότι θεωρούσε τρελό να της δίνει τις ίδιες συμβουλές που συνήθως η ίδια αρνείται να εφαρμόσει.
Όμως, κάποια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι οι κοινοτοπίες, τις περισσότερες φορές, αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα. Σε αυτή την περίπτωση, κατανόησε ότι, ίσως, θα έπρεπε να προσπαθήσει να αγαπήσει περισσότερο τον εαυτό της, γιατί είχε αρκετούς καλούς λόγους να το κάνει. Έτσι έφτασε λίγο πιο κοντά στο να εμπιστευτεί τα καλά λόγια των άλλων. Συμφώνησε, ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι τρομακτικά φτιαγμένοι και, ως εκ τούτου, χρησιμοποιούν κοινοτοπίες για να εκφράσουν κάτι σημαντικό με εύκολο τρόπο.
Άλλο παράδειγμα, αποτελεί μία γυναίκα όπου βρισκόμενη σε ψυχοθεραπεία άκουγε την θεραπεύτρια της να της λέει: «Φαίνεται ότι δεν θέλεις να σε βοηθήσει η θεραπεία. Ό,τι κάνεις είναι μία μεγάλη άρνηση στην ψυχολογία». Και έτσι ήταν. Η γυναίκα απεχθάνονταν να ζητάει βοήθεια, έχοντας εμπλέξει την αξία του εαυτού της, με την έννοια του σκληρού ατομικισμού ή του μεγαλεπήβολου ναρκισσισμού. Δηλαδή ποιος μπορεί να κάνει τη διαφορά;
Η θεραπεία ήταν απλώς ένας τρόπος για εκείνη να ενισχύσει αυτό που ήδη πίστευε. Ήθελε συχνά να αποδεικνύει ότι γνώριζε περισσότερα από την θεραπεύτρια της, ή τουλάχιστον είχε την πρόγνωση και πρόβλεψη της έκβασης των μελλοντικών συνεδριών τους. Η θεραπεία, για εκείνη, είχε να κάνει με μία «φαντασίωση» μεγάλης νίκης.
Έτσι, σε αντίθεση με την δημοφιλή άποψη, η θεραπεία δεν έχει να κάνει με το να συλλέγουμε συμβουλές. Πρόκειται για την ανάπτυξη της ικανότητας να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν τις «συμβουλές» που ήδη γνωρίζουμε. Εάν ένας θεραπευόμενος για παράδειγμα, είχε αυταρχικούς γονείς, μπορεί να θεωρήσει μία συμβουλή ως μέσο ελέγχου. Για εκείνον, η συμβουλή είναι κάτι περισσότερο από την «κίνηση μίας μαριονέτας», και αντιπροσωπεύει την ανάγκη για εξάρτηση.
Συχνά, οι θεραπευόμενοι αισθάνονται ότι η θεραπεία προσπαθεί να τους απομακρύνει από την αυθεντικότητά τους, ή να τους εγκλωβίσει καθιστώντας τους ένα «καθώς πρέπει» άτομο στην κοινωνία. Αισθάνονται ότι θα επιβεβαιωθεί ο φόβος της κατωτερότητας τους. Όμως, αυτή δεν είναι η αλήθεια της ψυχοθεραπείας. Κάθε ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να καταλάβει γιατί ένας άνθρωπος σαμποτάρει τον εαυτό του, ουσιαστικά αποτυγχάνοντας να ακολουθήσει τον σωστό δρόμο για εκείνον. Αναρωτιέται γιατί αρνείται κάποιος να σκεφτεί και να εφαρμόσει όσα ήδη ξέρει ότι θα τον ωφελήσουν.
Αυτό συμβαίνει επειδή συνήθως ο θεραπευόμενος φοβάται ότι θα αποτύχει. Θέλει να αισθανθεί αυτόματα επιτυχημένος, επιθυμώντας η θεραπεία να εντοπίσει ότι βρίσκεται στο σωστό δρόμο.
Εφόσον η θεραπεία δεν είναι απλώς η λήψη συμβουλών, δεν είναι επίσης και μία άνευ όρων υποστήριξη. Σκοπός της είναι περισσότερο να προκαλέσει, παρά να διδάξει. Θεωρήστε την θεραπεία σαν να βρίσκεστε στην μέση μίας αίθουσας με καθρέφτες, που προβάλλουν τις αντανακλάσεις σας, χωρίς να μπορείτε κάπου να κρυφτείτε από αυτές.
Πολλές φορές αντιστεκόμαστε στη θεραπεία, όχι επειδή δεν θέλουμε να είμαστε καλά, αλλά επειδή όταν θα είμαστε καλά θα χρειαστεί να μάθουμε διαφορετικά, να διορθώσουμε, να αναθεωρήσουμε.
Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την ικανότητα ή την επιθυμία να «σκάψουν» βαθύτερα και να αναρωτηθούν για την ζωή τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αυτό όμως κάνει η ψυχοθεραπεία. Ωθεί σε μία «κοινοτοπία» και δεν σας αφήνει μόνους μέχρι να ανακαλύψει γιατί δεν την εφαρμόζετε. Θα σας ταρακουνήσει και θα σας κάνει να αισθανθείτε πολύ άβολα. Θα εξερευνήσει, θα αντικρούσει, ή και θα ενστερνιστεί ορισμένες από τις πεποιθήσεις σας. Η καλή θεραπεία θα σας αφήσει πιο ανοιχτόμυαλους, γιατί, και πάλι, σκοπός της δεν είναι να σας αλλάξει ριζικά. Επιδιώκει να σας πείσει ότι τουλάχιστον κάποιοι από τους ανθρώπους που σας αγαπούν θέλουν το καλύτερο για εσάς.
Ουσιαστικά, η θεραπεία που παρέχει συμβουλές είναι «νηπιακού» επιπέδου, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ήδη τι «πρέπει» να κάνουν. Σκεφτείτε κάποια στιγμή που θελήσατε κάποιος να πάρει μία απόφαση αντί για εσάς, είχατε ανάγκη μία συμβουλή. Όταν το έκανε, χάσατε την ευκαιρία να είστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την επόμενη φορά που θα προκύψει μια παρόμοια κατάσταση. Μόνο η ψυχοθεραπεία που διερευνά και προσπαθεί να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να ξεπεράσει τις πηγές των φραγμών και των φόβων για την αποδοχή της κοινής «αλήθειας», εξελίσσει και καλλιεργεί.
- The absent father effect | Η επίδραση του απόντα πατέρα στην κόρη - 30 Σεπτεμβρίου 2024
- Ενσυναίσθηση: Πώς να είμαστε ουσιαστικά κοντά σε κάποιον που μας χρειάζεται - 31 Αυγούστου 2024
- Η θεραπευτική δύναμη της σχέσης μας με τα ζώα - 3 Ιουνίου 2024