Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σχολική τάξη, υπάρχει τουλάχιστον ένα παιδί που οι ενήλικες χαρακτηρίζουν «δύσκολο». Είναι εκείνο το παιδί που μιλά απότομα, που αντιδρά στην πειθαρχία, που δοκιμάζει τα όρια αλλά και την υπομονή. Είναι το παιδί που, με έναν σχεδόν μυστήριο τρόπο, προκαλεί γύρω του ένα είδος αμυντικότητας. Η αλήθεια είναι πως αυτά τα παιδιά δεν γεννήθηκαν με σκοπό να είναι δύσκολα. Γεννήθηκαν, όπως όλα τα παιδιά, με μια ανάγκη. Να νιώσουν ασφάλεια, αγάπη και σύνδεση. Όμως ο δρόμος προς αυτή τη σύνδεση, όταν η συμπεριφορά γίνεται θύελλα, δεν είναι αυτονόητος. Και κάπου εδώ, έρχεται μια απλή, σχεδόν παράλογα απλή, πρόταση. Ηρεμία. Σταθερότητα. Μη ελεγκτική στάση.
Δεν πρόκειται για μαγική συνταγή. Πρόκειται όμως για μια βαθιά ψυχολογική αλήθεια, που αναγνωρίζει πως οι μεγαλύτερες αλλαγές δεν γίνονται μέσω δύναμης, αλλά μέσω σχέσης. Η πρώτη λέξη – ηρεμία – δεν αναφέρεται μόνο στον τόνο της φωνής ή στην αποφυγή φωνών. Είναι το εσωτερικό νευρολογικό σήμα που εκπέμπει ένας ενήλικας σε ένα παιδί. Όταν ο γονιός ή ο δάσκαλος παραμένει ρυθμισμένος, ακόμα και όταν το παιδί “αποσυντονίζεται”, του προσφέρει έναν συναισθηματικό σταθεροποιητή. Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης (Bowlby, 1969), ο πρωταρχικός ρόλος του φροντιστή είναι να λειτουργεί σαν “ασφαλής βάση”, ένας χώρος ηρεμίας από όπου το παιδί μπορεί να εξερευνήσει, αλλά και να επιστρέψει όταν νιώθει αποδιοργανωμένο ή αβοήθητο.
Advertisment
Η δεύτερη λέξη – σταθερότητα – παραπέμπει όχι μόνο στην πειθαρχία αλλά στην προβλεψιμότητα. Ένα παιδί που ζει σε ατμόσφαιρα αυθαιρεσίας, όπου οι κανόνες αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεση του γονιού ή την εξάντληση του εκπαιδευτικού, αισθάνεται εκτεθειμένο. Όταν το «όχι» γίνεται «ίσως» και μετά «εντάξει», τότε το παιδί μαθαίνει να αμφισβητεί όχι μόνο το όριο αλλά και τη σχέση. Η σταθερότητα δεν είναι σκληρότητα αλλά ένα είδος συνέπειας, που επικοινωνεί στο παιδί: «Σε βλέπω. Σε σέβομαι. Και επειδή σ’ αγαπώ, σου δείχνω πού τελειώνουν οι επιλογές σου και πού ξεκινούν οι συνέπειες». Στην ψυχολογική βιβλιογραφία, αυτό σχετίζεται με την έννοια της “δομής”, έναν παράγοντα που μειώνει το άγχος και ενισχύει την αίσθηση ελέγχου στο παιδί (Baumrind, 1991).
Και μετά έρχεται η πιο δύσκολη και ίσως πιο παρεξηγημένη έννοια: μη ελεγκτική στάση. Πολλοί ακούν αυτή τη φράση και φαντάζονται έναν γονιό παθητικό, «χαλαρό», που επιτρέπει τα πάντα. Στην πραγματικότητα, το να μην προσπαθείς να ελέγξεις δεν σημαίνει ότι παραιτείσαι. Σημαίνει πως επιλέγεις να συν-ρυθμίζεις, όχι να κυριαρχείς. Αντί να επιβάλλεις, ρωτάς. Αντί να διατάζεις, συνομιλείς. Αντί να καθοδηγείς με φόβο, καθοδηγείς με σεβασμό. Ένα δύσκολο παιδί είναι, συνήθως, ένα παιδί που νιώθει πως δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω σε όσα του συμβαίνουν. Αν του δώσεις την αίσθηση ότι δεν έχει απολύτως καμία επιλογή, θα πολεμήσει για να την κερδίσει πίσω, ακόμα και μέσα από την αντίσταση. Αν του δώσεις όμως επιλογές μέσα σε όρια, θα νιώσει ότι αξίζει τον κόπο να συνεργαστεί. Είναι αυτό που ο Carl Rogers αποκαλούσε “μη κατευθυντική αποδοχή” – μια αποδοχή χωρίς όρους, η οποία δεν ισούται με αποδοχή της κακής συμπεριφοράς, αλλά με αποδοχή του ίδιου του παιδιού ως ξεχωριστής, πολύπλοκης προσωπικότητας.
Η εφαρμογή αυτής της τριπλής αρχής δεν είναι εύκολη. Κάθε γονιός, κάθε δάσκαλος, έχει στιγμές κόπωσης, θυμού, απογοήτευσης. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε τέλεια εφαρμογή, είναι όμως ρεαλιστικό να καλλιεργήσουμε τη συνειδητότητα. Η ερώτηση που μπορεί να λειτουργήσει ως εσωτερική πυξίδα δεν είναι «πώς θα σταματήσω αυτή τη συμπεριφορά;», αλλά «πώς μπορώ να μείνω συνδεδεμένος ενώ θέτω όρια;».
Advertisment
Γιατί στο τέλος της ημέρας, τα δύσκολα παιδιά είναι, πολύ συχνά, οι καλύτεροι μας δάσκαλοι. Μας αναγκάζουν να σκάψουμε πιο βαθιά μέσα μας, να αναθεωρήσουμε τι σημαίνει εξουσία, τι σημαίνει φροντίδα, τι σημαίνει σχέση. Μας προκαλούν να ξαναμάθουμε τη γλώσσα της υπομονής, της κατανόησης, της αυθεντικής παρουσίας.
Και αν τελικά, μέσα από την ηρεμία, τη σταθερότητα και τη μη ελεγκτική στάση, κατορθώσουμε να μην “διορθώσουμε” το παιδί, αλλά να το κατανοήσουμε, τότε ίσως έχουμε καταφέρει κάτι πολύ μεγαλύτερο: να του δώσουμε χώρο να ανθίσει.
«Όταν καταφέρνουμε να παραμείνουμε ρυθμισμένοι μπροστά στην απορρύθμιση του παιδιού μας, γινόμαστε το εξωτερικό του νευρικό σύστημα.» – Dr. Dan Siegel
Πηγές
- Bernstein, J. (2025). Psychology Today: “The 3-Word Magic Formula for Managing Any Difficult Child”.
- Bowlby, J. (1969). Attachment and Loss, Vol. 1.
- Baumrind, D. (1991). Journal of Early Adolescence: “Parenting Style and Adolescent Competence”.
- Rogers, C. (1951). Client-Centered Therapy.
- Siegel, D. & Bryson, T. (2011). The Whole-Brain Child.
- Perry, B. & Szalavitz, M. (2006). The Boy Who Was Raised as a Dog.