Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) αποτελεί μία από τις συχνότερες ψυχικές διαταραχές, με χρόνια και συχνά υποτροπιάζουσα πορεία. Συνδέεται με υψηλά ποσοστά συννοσηρότητας τόσο με σωματικές όσο και με ψυχιατρικές παθήσεις, ενώ συχνά προκαλεί σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας του ατόμου σε σημαντικούς τομείς της καθημερινότητας (APA, 2013). Κεντρικό χαρακτηριστικό της διαταραχής είναι η παθολογική ανησυχία (worry), η οποία σχετίζεται με αποτυχημένες στρατηγικές αναζήτησης ασφάλειας, με αρνητικές μεταγνωσιακές πεποιθήσεις σχετικά με την ανησυχία, με μειωμένη ανεκτικότητα στην αβεβαιότητα, καθώς και με αποφυγή επεξεργασίας επώδυνων συναισθημάτων (Beck & Clark, 1997 · Borkovec et al., 2004 · Wells, 1997).
Επιδημιολογικά Δεδομένα
Η ΓΑΔ ανήκει στις πιο διαδεδομένες αγχώδεις διαταραχές. Με βάση τα κριτήρια του DSM-5 (APA, 2013), ο δια βίου επιπολασμός υπολογίζεται στο 5%–6%, ενώ ο ετήσιος κυμαίνεται μεταξύ 1.5% και 3.1%. Σε επίπεδο τρέχουσας διάγνωσης, τα ποσοστά ανέρχονται σε 0.8%–4.5%. Η διαταραχή παρουσιάζει διαφοροποιήσεις ανά φύλο, καθώς οι γυναίκες έχουν περίπου διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης σε σχέση με τους άνδρες (αναλογία 2:1). Παράλληλα, επηρεάζεται και από κοινωνικοοικονομικούς δείκτες: εμφανίζεται συχνότερα σε χώρες υψηλού εισοδήματος (5.0%) συγκριτικά με χώρες χαμηλού εισοδήματος (1.6%) (Ruscio et al., 2017). Η ηλικία έναρξης της ΓΑΔ εκτείνεται από την εφηβεία έως και τα μέσα της πέμπτης δεκαετίας της ζωής, με περισσότερο από το 40% των περιπτώσεων να εμφανίζονται μετά τα 40 έτη. Η συχνότητα αυξάνεται προοδευτικά με την ηλικία, κυρίως στις γυναίκες (Wittchen et al., 1994). Στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η ΓΑΔ καταγράφεται ως η πιο συχνή αγχώδης διαταραχή και η δεύτερη συχνότερη ψυχιατρική διάγνωση μετά την κατάθλιψη, με ποσοστά τρέχουσας διάγνωσης που κυμαίνονται από 2.9% έως 22.6%. Στην Ευρώπη, ο ετήσιος επιπολασμός εκτιμάται σε 1%–2.5%, ο δια βίου σε 2%–6.5%, ενώ στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ξεπερνά το 10% (Lieb et al., 2005).
Advertisment
Συννοσηρότητα με Ψυχιατρικές Διαταραχές
Η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή (ΓΑΔ) συνδέεται με πολύ υψηλά ποσοστά συννοσηρότητας με διαταραχές της διάθεσης. Ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι περίπου το 40% των ασθενών με ΓΑΔ πληροί ταυτόχρονα τα κριτήρια για Μείζονα Καταθλιπτική Διαταραχή ή Δυσθυμία, γεγονός που επιβαρύνει σημαντικά την κλινική εικόνα και δυσχεραίνει την πρόγνωση (Beck & Clark, 1997 · Rygh & Sanderson, 2004). Παράλληλα, καταγράφεται υψηλή συννοσηρότητα και με άλλες αγχώδεις διαταραχές, όπως η Κοινωνική Φοβία, όπου κυριαρχεί ο φόβος της αρνητικής αξιολόγησης, η Διαταραχή Πανικού, που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού, καθώς και οι Ειδικές Φοβίες, οι οποίες σχετίζονται με έντονο φόβο για συγκεκριμένα αντικείμενα ή καταστάσεις. Επιπλέον, σημαντική είναι και η συννοσηρότητα με διαταραχές προσωπικότητας του άξονα ΙΙ, ο οποίος περιλαμβάνει προσωπικότητες με έντονα αγχώδη και φοβικά χαρακτηριστικά (Garyfallos et al., 1999). Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η ΓΑΔ συνυπάρχει με την Εξαρτητική Διαταραχή Προσωπικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη ανάγκη για συνεχή υποστήριξη και φροντίδα από τους άλλους, καθώς και με την Αποφευκτική Διαταραχή Προσωπικότητας, όπου κυριαρχούν η κοινωνική απομόνωση, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η ευαισθησία στην κριτική (Rygh & Sanderson, 2004). Τέλος, εκτός από την εξαρτητική και την αποφευκτική διαταραχή προσωπικότητας, η ΓΑΔ εμφανίζει υψηλή συννοσηρότητα και με την Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή Προσωπικότητας (OCPD), η οποία χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενασχόληση με την τάξη, τον έλεγχο και την τελειομανία, καθώς και από δυσκαμψία στη σκέψη και τη συμπεριφορά. Η συννοσηρότητα οδηγεί σε μεγαλύτερη ένταση των συμπτωμάτων, πιο δυσμενή πρόγνωση και αυξημένες δυσκολίες στη θεραπευτική ανταπόκριση, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την εφαρμογή ολοκληρωμένων και πολυδιάστατων θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Συννοσηρότητα με Σωματικά Νοσήματα
Η ΓΑΔ συνδέεται συχνά με την παρουσία σωματικών παθήσεων, γεγονός που ενισχύει τη συνολική επιβάρυνση των ασθενών τόσο σε κλινικό όσο και σε λειτουργικό επίπεδο. Μελέτες (Nutt et al., 2006 · Juang et al., 2000 · Belanger et al., 2004) έχουν καταδείξει ότι τα άτομα με ΓΑΔ εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα σε καταστάσεις όπως:
• Χρόνιοι πόνοι (οσφυαλγία, κεφαλαλγία, μυοσκελετικά προβλήματα)
Advertisment
• Ημικρανίες
• Γαστρεντερικές διαταραχές, ιδίως το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (IBS)
Μάλιστα, η ΓΑΔ φαίνεται να αποτελεί την πιο συχνά διαγνωσμένη αγχώδη διαταραχή σε άτομα που εμφανίζουν συννοσηρότητα με κεφαλαλγίες, γεγονός που υποδηλώνει ισχυρή αλληλεπίδραση ανάμεσα στη σωματική και ψυχική διάσταση της νόσου. Εξίσου σημαντική είναι και η σύνδεσή της με τις διαταραχές ύπνου, καθώς μεγάλο ποσοστό των ασθενών εμφανίζει δυσκολίες στην έλευση και διατήρηση του ύπνου, χαμηλή ποιότητα ύπνου και έντονη νυχτερινή υπερεγρήγορση, συμπτώματα που επιτείνουν την ψυχολογική και σωματική καταπόνηση.
Το Μεταγνωσιακό Μοντέλο του Wells
Το μεταγνωσιακό μοντέλο του Adrian Wells (1997) αποτελεί μία από τις πιο επιδραστικές θεωρητικές προσεγγίσεις για την κατανόηση και θεραπεία της ΓΑΔ. Το μοντέλο υποστηρίζει ότι η παθολογική ανησυχία δεν συνδέεται απλώς με το περιεχόμενο των σκέψεων, αλλά κυρίως με δυσπροσαρμοστικές θετικές και αρνητικές πεποιθήσεις γύρω από την ανησυχία. Οι πεποιθήσεις αυτές οδηγούν σε μια δυσλειτουργική μεταγνωσιακή επεξεργασία, η οποία καταλήγει στη διατήρηση της υπερβολικής ανησυχίας και, κατ’ επέκταση, στην εκδήλωση της ΓΑΔ.
Η μεταγνωσία ορίζεται ως το σύνολο των αξιολογήσεων και των πεποιθήσεων που αφορούν τη φύση των γνωστικών διεργασιών και την ικανότητα του ατόμου να παρακολουθεί και να ελέγχει τις σκέψεις του (π.χ., «αυτές οι σκέψεις είναι επικίνδυνες»). Σύμφωνα με το μοντέλο, οι θετικές μεταγνωσιακές πεποιθήσεις για την ανησυχία (π.χ., «η ανησυχία με βοηθάει να προετοιμάζομαι για τους κινδύνους») ενεργοποιούνται νωρίς στη διαδικασία της ανήσυχης σκέψης και θεωρούνται κεντρικές για την έναρξή της, καθώς λειτουργούν ως στρατηγική αντιμετώπισης δυσκολιών σε καθημερινά εξωτερικά γεγονότα (πχ. επερχόμενες εξετάσεις). Όταν το άτομο πιστεύει ότι η ανησυχία το προστατεύει από μελλοντικές καταστάσεις αβεβαιότητας ή απειλής (π.χ., «αν ανησυχώ για τις εξετάσεις, θα τα καταφέρω» – Ανησυχία τύπου 1), ενισχύεται η παθολογική ανησυχία. Αυτό οδηγεί σε αύξηση του άγχους και ενεργοποίηση των αρνητικών μεταγνωσιακών πεποιθήσεων (π.χ., «αν ανησυχώ θα χάσω τον έλεγχο»). Η ενεργοποίηση των αρνητικών πεποιθήσεων δημιουργεί τη λεγόμενη μετά-ανησυχία ή «ανησυχία για την ανησυχία» (Ανησυχία τύπου 2), όπου το άτομο ανησυχεί για την ίδια τη διαδικασία της ανησυχίας (π.χ., «αφού ανησυχώ συνεχώς, θα τρελαθώ»). Αυτό οδηγεί στην υιοθέτηση αναποτελεσματικών στρατηγικών ελέγχου (όπως καταστολή σκέψεων, μπλοκάρισμα, αποφυγή «απειλητικών» καταστάσεων), οι οποίες, αντί να μειώνουν την ανησυχία, τελικά συμβάλλουν στη διαιώνισή της (Wells & King, 2006). Συνολικά, το μοντέλο υποστηρίζει ότι οι πεποιθήσεις σχετικά με τη φύση, τις συνέπειες και τον έλεγχο της ανησυχίας αποτελούν τον πυρήνα του «σχήματος» της ΓΑΔ. Αυτό εξηγεί γιατί το άτομο με ΓΑΔ χρησιμοποιεί την ανησυχία ως μέσο επίλυσης προβλημάτων, ενώ ταυτόχρονα καταβάλλει υπερβολικές προσπάθειες να ελέγξει ή να καταστείλει τις ανησυχίες του, επειδή τις θεωρεί επικίνδυνες. Η κλινική αποτελεσματικότητα του μοντέλου έχει επιβεβαιωθεί εμπειρικά. Συγκεκριμένα, σε μελέτη των Wells και King (2006) εφαρμόστηκε η Μεταγνωσιακή Θεραπεία (Metacognitive Therapy – MCT) σε 10 ενήλικες με διάγνωση ΓΑΔ. Μετά από 3–12 συνεδρίες, καταγράφηκε σημαντική μείωση των ανήσυχων σκέψεων που σχετίζονταν με θέματα υγείας και κοινωνικά ζητήματα. Οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι η MCT οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά ανάρρωσης τόσο μετά τη θεραπεία όσο και στο follow-up, συγκριτικά με πιο κλασικά πρωτόκολλα γνωσιακής-συμπεριφορικής θεραπείας για τη ΓΑΔ (Arntz, 2003 · Durham et al., 2004).
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία στη ΓΑΔ
Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ) θεωρείται η θεραπεία εκλογής για τη ΓΑΔ, καθώς η αποτελεσματικότητά της έχει τεκμηριωθεί εκτενώς μέσα από πολυάριθμες κλινικές δοκιμές και μετα-αναλύσεις. Όπως αναφέρουν οι David et al. (2018), η ΓΣΘ, έπειτα από μακροχρόνιες ερευνητικές προσπάθειες και μεθοδολογικές βελτιώσεις, έχει καθιερωθεί ως μία από τις πιο αποτελεσματικές ψυχολογικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ΓΑΔ. Ποσοτικές ανασκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι η εφαρμογή εξειδικευμένων πρωτοκόλλων ΓΣΘ οδηγεί σε σημαντική μείωση της συμπτωματολογίας (Hofmann et al., 2012 · Kaczkurkin, 2015).
Η ΓΣΘ αποτελεί μια βραχυπρόθεσμη αλλά εντατική θεραπευτική προσέγγιση, η οποία στοχεύει στην ανάπτυξη και ενίσχυση δεξιοτήτων για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του άγχους (Hofmann et al., 2012).
Οι παρεμβάσεις εστιάζουν στη γνωσιακή αναδόμηση και στη συμπεριφορική τροποποίηση, ώστε να μεταβληθούν οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις του ατόμου σχετικά με:
• την αντίληψη του κινδύνου και της απειλής
• τις συνέπειες της αβεβαιότητας
• τις καταστροφικές σκέψεις σχετικά με την ανησυχία (π.χ. «θα χάσω τον έλεγχο», «θα πάθω κάτι κακό»)
Η ΓΣΘ εφαρμόζεται είτε αυτόνομα είτε σε συνδυασμό με φαρμακευτική αγωγή, ανάλογα με τη βαρύτητα της συμπτωματολογίας. Περιλαμβάνει ένα σύνολο τεχνικών, όπως:
• Εκμάθηση μυοχαλαρωτικών ασκήσεων και τεχνικών αναπνοής
• Καταγραφή και αμφισβήτηση δυσλειτουργικών σκέψεων
• Εκπαίδευση στην ανοχή στην αβεβαιότητα
• Σταδιακή έκθεση σε αγχογόνες καταστάσεις
• Ανάπτυξη στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων
Μέσα από αυτές τις παρεμβάσεις επιτυγχάνεται η αναδόμηση του τρόπου σκέψης, με αποτέλεσμα τη μείωση των καταστροφολογικών ερμηνειών και τη βελτίωση της συναισθηματικής αυτορρύθμισης (Kaczkurkin, 2015).
Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες του NICE, η ΓΣΘ είναι η πιο τεκμηριωμένη παρέμβαση για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) στη ΓΑΔ. Με βάση δεδομένα από 21 τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές (RCTs), η θεραπεία οδηγεί σε άμεση ύφεση των συμπτωμάτων, με διατήρηση του θεραπευτικού οφέλους έως και 12 μήνες μετά τη λήξη της παρέμβασης (Dugas et al., 2010 · Stanley et al., 2009).
Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνονται και από μετα-αναλύσεις, οι οποίες καταδεικνύουν ότι η ΓΣΘ παρουσιάζει υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, με διατήρηση των κλινικών οφελών σε βάθος χρόνου (Hofmann et al., 2008 · Mitte, 2005 · Hunot et al., 2007 · Covin et al., 2007 · Hoyer et al., 2009).
Ζούζουλα Κατερίνα
Κλινική Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια CBT, ACT – Msc Διασυνδετική Ψυχιατρική
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing. https://doi.org/10.1176/appi.books.9780890425596
- Arntz, A. (2003). Cognitive therapy versus applied relaxation as treatment of generalized anxiety disorder. Behaviour Research and Therapy, 41(6), 633–646. https://doi.org/10.1016/S0005-7967(02)00045-1
- Beck, A. T., & Clark, D. A. (1997). An information processing model of anxiety: Automatic and strategic processes. Behaviour Research and Therapy, 35(1), 49–58. https://doi.org/10.1016/S0005-7967(96)00069-1
- Belanger, L., Ladouceur, R., Morin, C. M., Langlois, F., & Gendron, L. (2004). Anxiety and related disorders and sleep disturbances. Journal of Anxiety Disorders, 18(4), 493–507. https://doi.org/10.1016/S0887-6185(02)00294-5
- Borkovec, T. D., Alcaine, O. M., & Behar, E. (2004). Avoidance theory of worry and generalized anxiety disorder. In R. G. Heimberg, C. L. Turk, & D. S. Mennin (Eds.), Generalized anxiety disorder: Advances in research and practice (pp. 77–108). New York, NY: Guilford Press.
- Covin, R., Ouimet, A. J., Seeds, P. M., & Dozois, D. J. A. (2007). A meta-analysis of CBT for pathological worry among clients with GAD. Journal of Anxiety Disorders, 22(1), 108–116. https://doi.org/10.1016/j.janxdis.2007.01.002
- David, D., Cristea, I., & Hofmann, S. G. (2018). Why cognitive behavioral therapy is the current gold standard of psychotherapy. Frontiers in Psychiatry, 9, 4. https://doi.org/10.3389/fpsyt.2018.00004
- Dugas, M. J., Brillon, P., Savard, P., Turcotte, J., Gaudet, A., Ladouceur, R., … Gervais, N. J. (2010). A randomized clinical trial of CBT for generalized anxiety disorder versus applied relaxation. Behaviour Research and Therapy, 48(3), 166–174. https://doi.org/10.1016/j.brat.2009.09.012
- Durham, R. C., Chambers, J. A., Power, K. G., Sharp, D. M., Macdonald, R. R., Major, K. A., … Gumley, A. I. (2004). Long-term outcome of cognitive behaviour therapy clinical trials in central Scotland. Health Technology Assessment, 9(42), 1–174. https://doi.org/10.3310/hta9420
- Garyfallos, G., Adamopoulou, A., Karastergiou, A., Voikli, E., Ikonomou, N., & Donias, S. (1999). Somatic and psychological symptoms in patients with generalized anxiety disorder: A comparative study. Comprehensive Psychiatry, 40(5), 356–361. https://doi.org/10.1016/S0010-440X(99)90141-1
- Hofmann, S. G., Asnaani, A., Vonk, I. J., Sawyer, A. T., & Fang, A. (2012). The efficacy of CBT: A review of meta-analyses. Cognitive Therapy and Research, 36(5), 427–440. https://doi.org/10.1007/s10608-012-9476-1