Όταν εμείς αλλάζουμε, αλλάζει κι η πραγματικότητά μας

Τα πιο σπουδαία οράματα μάς συναντάνε μονάχα τη στιγμή που μπορούμε να σηκώσουμε την ευθύνη τους στην πλάτη μας.

Όταν εμείς αλλάζουμε, αλλάζει κι η πραγματικότητά μας

 Ο Ιάσωνας μπήκε στο γνώριμο μαγαζί με τον χαμηλό φωτισμό.

«Πόσα χρόνια περνάω τα βράδια μου εδώ» συλλογίστηκε και αμέσως ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

Advertisment

Βολεύτηκε σε μια από τις καρέκλες του στρογγυλού τραπεζιού. Η τσόχα του έφερε στον νου τα καταπράσινα δέντρα των ανοιξιάτικων φοιτητικών περιπάτων.

Τότε, κρατούσε την ελπίδα σφιχτά στα χέρια του. Πια κρατούσε μονάχα τραπουλόφυλλα στην παλάμη του.

«Τι θα πάρετε κύριε;» τον έβγαλε από τις σκέψεις του ο σερβιτόρος.

Advertisment

«Μια από τα γνωστά»  απάντησε ανόρεχτα.

Οι θαμώνες είχαν λάβει τη θέση τους στο παιχνίδι. Για λίγο βάλθηκε να τους περιεργάζεται προσεχτικά.

Η μελαχρινή γυναίκα απέναντί του άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, πνίγοντας με τον καπνό της τον στενό χώρο.

«Μήπως ενοχλούμε τους υπόλοιπους;» της ψιθύρισε ο κοκκινομάλλης με τα σχιστά, πράσινα μάτια.

«Καρφάκι δεν μας καίγεται, σωστά;» αποκρίθηκε εκείνη και έπειτα χαχάνισαν κάπως συνωμοτικά.

Ο μεγαλόσωμος άντρας δεξιά περιέγραφε την ημέρα του στη δουλειά.

«Μα να μου πει πως δεν μπορεί να εργαστεί απλήρωτος εκτός ωραρίου; Ποιος νομίζει ότι είναι; Δηλαδή εγώ για κορόιδο λογαριάζομαι που τρέχω σε όλες τις βραδινές εκδηλώσεις; Δεν θα έρθει η στιγμή της αξιολόγησης; Εκεί θα δει τη γλύκα» ωρυόταν.

«Μου τη δίνουν οι ανόητοι δικαιωματιστές» τον σιγοντάριζε ο γκριζομάλλης δίπλα του. Κατόπιν, οι δύο τους έπιασαν ψιλή κουβεντούλα για την σάπια κοινωνικοπολιτική κατάσταση.

«Ωραία καραμέλα η ατομική ευθύνη» συμφώνησαν, δηλώνοντας, με τον τρόπο τους, αμέτοχοι στο έργο της ίδιας της ζωής τους.

Το ζευγάρι τριαντάρηδων διαπληκτιζόταν.

«Σου έκανα νόημα για τουλάχιστον μισή ώρα να φύγουμε, μα προσποιούσουν πως δεν καταλάβαινες» γκρίνιαζε η ξανθιά γυναίκα.

«Βρε αγάπη μου, πώς να αντιληφθώ πως το παρατεταμένο γούρλωμα των ματιών σου ήταν σινιάλο; Υπέθεσα πως απλώς σου έκατσε στο στομάχι ο μουσακάς της μαμάς μου» απαντούσε ο συνοδός της.

Ο Ιάσωνας ένιωσε ένα αίσθημα δυσφορίας να τον κατακλύζει.  Σιωπηλά ευχήθηκε να βρισκόταν επιτέλους σε ένα μαγαζί με καλύτερο φωτισμό και σε ένα τραπέζι με σπουδαίους ανθρώπους, που κυνηγούσαν στόχους αντί για συναδέλφους και έδιναν πνοή στα σχέδιά τους αντί να νοθεύουν με δηλητήριο τα πνευμόνια τους.

«Εσύ επέλεξες τη θέση σου εδώ. Μη ζητάς τα ρέστα τώρα» σαν να μάντεψε τις σκέψεις του ο σερβιτόρος.

«Θα με τρελάνεις; Ζήτησα πότε την μεμψιμοιρία, τη μικροπρέπεια, την ασέβεια και την κακεντρέχεια;» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.

«Έτσι φαίνεται. Βλέπεις, αγαπητέ μου, λαμβάνουμε αυτό που πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Γιατί δεν παραγγέλνεις, λοιπόν, μια φορά κάτι έξω από το οικείο; Πού ξέρεις, πιθανόν η ανατροπή να σε οδηγήσει σε λεωφόρους που ουδέποτε φαντάστηκες» του έκλεισε το μάτι ο σερβιτόρος.

Για πρώτη φορά τον κοίταξε. Επρόκειτο για έναν ευθυτενή νεαρό άντρα με σπινθηροβόλο βλέμμα.

«Καλά, ας πούμε πως εγώ αποδείχθηκα άξιος της μοίρας μου. Εσύ, όμως, πώς κατέληξες σε ένα τόσο κακόφημο μέρος;» απόρησε ο Ιάσωνας.

«Απλή η εξήγηση. Ένα κομμάτι του εαυτού σου μπούχτισε με τα γνωστά. Με δημιούργησες, συνεπώς, για να σου υπενθυμίσω πως έφτασε ο καιρός να αλλάξεις πίστα».

«Η σειρά σου, ομορφούλη» τον πρόσταξε την ίδια στιγμή ο γκριζομάλλης συμπαίχτης.

Ο Ιάσωνας άφησε τα τραπουλόφυλλα να γλιστρήσουν από τα χέρια του.

«Φεύγω» ανακοίνωσε στους θαμώνες.

Εκείνοι τον περιεργάστηκαν δύσπιστα.

« Δεν αφήνεις τις βαρύγδουπες δηλώσεις, αδερφάκι μου; Πού θα βρεις καλύτερα;» προσπάθησε να τον συνετίσει ο κοκκινομάλλης με τα σχιστά μάτια.

«Όλοι κάποτε επιστρέφουν. Εκεί έξω είναι ζούγκλα» τον προσγείωσε ο μεγαλόσωμος άντρας.

«Βρες μπας και την κοπανάς επειδή δεν αντέχεις το τσιγάρο μου;» τον σάρκασε η μελαχρινή γυναίκα, φυσώντας επιδεικτικά τον καπνό της στο πρόσωπό του.

Ο Ιάσωνας σκέφτηκε να απαντήσει πως τον ενοχλούσε το τσιγάρο αλλά όχι περισσότερο από τη συνεχή γκρίνια, το φτηνό κουτσομπολιό και τη ναφθαλίνη του βολέματος που όλοι τους συντροφιά εισέπνεαν τόσα χρόνια.

Μα σιώπησε. Καμία σημασία δεν είχε να δικαιολογηθεί ή ακόμη και να επιχειρήσει να τους ταρακουνήσει.

«Καθένας ξυπνάει, μόλις είναι έτοιμος» μουρμούρησε και σηκώθηκε από τη θέση του.

Βημάτιζε πλέον σταθερά προς την έξοδο.

«Το διαισθανόμουν πως θα τα καταφέρεις» του απευθύνθηκε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση ο σερβιτόρος.

Η πόρτα αυτόματα άνοιξε. Ένα καταπράσινο τοπίο τον υποδέχτηκε. Θυμήθηκε τους φοιτητικούς περιπάτους του τα απογεύματα της άνοιξης.

«Τα δέντρα πάντα ανθίζουν για αυτούς που δεν παρατούν τις ελπίδες τους» συμπέρανε χαμογελώντας.

Τι λέτε, λοιπόν, να παρατηρήσουμε τώρα και το δικό μας τραπέζι: Καθόμαστε πλάι στους εμπνευσμένους και τους καινοτόμους, δίπλα σε όσους απαντούν στα προβλήματα με λύσεις και στην κατήφεια με χαμόγελα;  Έχουμε κοντά μας εκείνους που στα μάτια τους καθρεφτίζεται η ομορφότερη εκδοχή μας, αυτούς που επιμένουν να ζωγραφίζουν ήλιους στις αβύσσους των ταραγμένων καιρών;

Γιατί η αλήθεια είναι μια: η εξωτερική μας πραγματικότητα τίποτε παραπάνω δεν συνιστά παρά μια πιστή αντανάκλαση του εσωτερικού μας κόσμου. Στην ουσία, τα άτομα με τα οποία συναναστρεφόμαστε και οι συνθήκες του παρόντος μας εκθέτουν αδιάντροπα κάθε μύχια πλευρά μας, ξετυλίγοντας το κουβάρι των σκιών και των ευχών μας. Και, κάπως έτσι, οι περιοριστικές μας πεποιθήσεις, οι φόβοι και οι αμέτρητοι συμβιβασμοί φορούν τη μάσκα αναξιόπιστων φίλων, συναισθηματικά ανώριμων εραστών, πληκτικών θέσεων εργασίας, πενιχρών μισθών.

Μα όταν η ενεργειακή μας συχνότητα αλλάζει, τότε ακριβώς αποχαιρετούμε πρόσωπα και συνθήκες που πια δεν εξυπηρετούν την εξέλιξή μας. Το αντίο εμπερικλείει πόνο, εντούτοις συνιστά απαραίτητο βήμα της πνευματικής μας απελευθέρωσης.

Και τι θαύμα! Τη στιγμή που δηλώνουμε έτοιμοι να μετατοπιστούμε, οι σύμμαχοί μας μοιάζουν να ξεπηδούν από κάθε γωνιά του κόσμου μας. Είναι ο συνάδερφος με τη μεταδοτική αισιοδοξία, που μας ωθεί να αμφισβητήσουμε το ασφαλές κάστρο του κυνισμού μας. Η συνταξιούχος που μας μιλάει με πάθος για την κοινωνική προσφορά, υπενθυμίζοντάς μας πως όταν υπηρετούμε κάτι ανώτερο από εμάς, γινόμαστε και οι ίδιοι ανώτεροι. Ο γείτονας που διακριτικά στηρίζει τα όνειρά μας.  Ο φίλος που τηρεί τον λόγο του και ο σύντροφος που γκρεμίζει μηχανισμούς άμυνας, για να συναντήσει την καρδιά μας.

Τελικά, κάποτε συνειδητοποιούμε ό,τι ανέκαθεν βαθιά μέσα μας υποψιαζόμασταν: Οι μεγάλοι άνθρωποι ανταμώνουν νομοτελειακά τους μεγάλους ανθρώπους και τα πιο σπουδαία οράματα μάς συναντάνε μονάχα τη στιγμή που μπορούμε να σηκώσουμε την ευθύνη τους στην πλάτη μας, όταν γινόμαστε τόσο ακριβώς σπουδαίοι όσο η ιερή φλόγα τους.

Λάβετε καθημερινά τα άρθρα μας στο e-mail σας

Σχετικά θέματα

Πρόωρα μωρά, πρόωροι γονείς
Το κενό του ασανσέρ: Τι λέει για μας η αμηχανία στις μικρές αποστάσεις
Η μεγαλύτερη σκλαβιά είναι να νομίζεις ότι επιθυμείς αυτό που στην πραγματικότητα σου έχει επιβληθεί
charlie chaplin

Πρόσφατα Άρθρα

Εναλλακτική Δράση