Κάθε χρόνο, λίγο πριν ξεκινήσουν οι γιορτές, ένα ερώτημα αναδύεται. Τι είναι στ’ αλήθεια τα Χριστούγεννα για εμάς, όχι όπως τα βλέπουμε στους δρόμους ή στις βιτρίνες, αλλά όπως τα κουβαλάει ο καθένας μέσα του, στα βάθη της ψυχής του, εκεί που δεν φτάνουν τα λαμπιόνια ούτε τα τραγούδια, εκεί που δεν πατά κανείς άλλος, παρά μόνο εμείς οι ίδιοι, με όλα μας τα κομμάτια – τα φωτεινά, τα εύθραυστα, τα σκοτεινά.
Για κάποιους, τα Χριστούγεννα είναι συνώνυμα της χαράς, της προσμονής, της επιστροφής· είναι το παιδί που ανυπομονεί να τρέξει κάτω απ’ το δέντρο, η γιαγιά που φτιάχνει τα μελομακάρονά της, το σπίτι που γεμίζει φωνές, η καρδιά που χτυπά σε γιορτινούς ρυθμούς, το χαμόγελο που βγαίνει σχεδόν χωρίς λόγο, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι κάτι όμορφο πλησιάζει.
Advertisment
Για άλλους όμως, αυτή η εποχή είναι δύσκολη, βαθιά μελαγχολική κι όχι απαραίτητα επειδή συνέβη κάτι τραγικό, αλλά γιατί έρχεται και ξεσκεπάζει όλα όσα δεν είναι όπως τα θέλαμε, όλα όσα λείπουν, όλα όσα παλέψαμε μέσα στη χρονιά να μη σκεφτούμε. Τώρα όμως, με τα φώτα αναμμένα και την “υποχρεωτική” ευθυμία γύρω μας, ξυπνούν και διεκδικούν τον χώρο τους. Είναι η καρέκλα που έμεινε άδεια, η φωνή που δεν θα ξανακουστεί, ο έρωτας που έσβησε, το σώμα που γερνά, η μοναξιά που γίνεται πιο ορατή και πιο επώδυνη.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που κουβαλούν μια εσωτερική θλίψη μέσα στις γιορτές, μια λύπη που δεν ξέρει αν έχει θέση ανάμεσα στα φωτάκια και στις γιρλάντες, κι όμως υπάρχει – και αξίζει να ακουστεί. Κι αυτό δεν είναι μιζέρια, ούτε αχαριστία· είναι η ανθρώπινη ανάγκη να πούμε την αλήθεια μας, χωρίς να τη ντύσουμε με glitter, χωρίς να την στρογγυλέψουμε. Γιατί η πιο αυθεντική γιορτή ξεκινά με το να παραδεχτούμε πώς είμαστε πραγματικά, χωρίς προσποίηση.
Και την ίδια στιγμή, όσο κι αν κουβαλάμε κόπωση, πένθος, απογοήτευση ή εσωτερικά ερωτηματικά, κάπου στο βάθος υπάρχει μια μικρή φωνή που ψιθυρίζει, πως ίσως τα Χριστούγεννα να είναι και κάτι άλλο: όχι μόνο θλίψη, ούτε μόνο χαρά, αλλά μια ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε, να δώσουμε χώρο σε κάτι που θέλει να γεννηθεί – κάτι που μπορεί να μην είναι φαντασμαγορικό, αλλά εμείς το νιώθουμε αναγκαίο.
Advertisment
Μπορεί επίσης αυτή η γέννηση να είναι μια βαθύτερη ανάσα, μια συγγνώμη, μια επιστροφή, μια απόφαση να είμαστε παρόντες κι όχι τέλειοι. Μπορεί να είναι μια μικρή κίνηση καλοσύνης, ένα μήνυμα που δεν περιμέναμε ποτέ να στείλουμε, μια αποδοχή του εαυτού μας με όσα κουβαλάμε. Κι ίσως να είναι αυτό το πιο συγκινητικό: ότι δεν χρειάζεται να συμβεί κάτι μεγάλο για να γιορτάσουμε.
Τα Χριστούγεννα έρχονται λίγο μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο – τότε που η νύχτα φτάνει στο απόγειό της, τότε που το σκοτάδι κρατά περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή του χρόνου. Κι όμως, είναι ακριβώς τότε που ξεκινά η επιστροφή του φωτός. Οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν ξανά – όχι θεαματικά, αλλά σταθερά, με υπομονή. Και αυτός ο ρυθμός της φύσης έχει κάτι βαθιά ψυχικό μέσα του. Γιατί και μέσα μας υπάρχουν σκοτάδια που φτάνουν στο απόγειό τους. Νύχτες της ψυχής που δεν ξέρουμε πότε – και αν – θα τελειώσουν. Και έτσι, χωρίς τυμπανοκρουσίες, μια μικρή αλλαγή ξεκινά. Ένα άνοιγμα. Μια μετατόπιση. Μια εσωτερική υπόσχεση ότι το φως μπορεί να επιστρέψει, πως η ζωή συνεχίζει να κινείται, κι εμείς μαζί της.
Γι’ αυτό και τα Χριστούγεννα δεν είναι νύχτα αλλά φως. Είναι η γέννηση της δυνατότητας για νέα αρχή μέσα σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε συνθήκη, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν σταματημένα ή χαμένα. Είναι η υπενθύμιση ότι έχουμε ξανά την επιλογή να μαλακώσουμε, να θυμηθούμε, να προσφέρουμε, να συνδεθούμε.
Μπορεί η εποχή να μάς ωθεί στην υπερβολή – κατανάλωση, βιασύνη, συγκρίσεις, πίεση να είμαστε ευτυχισμένοι – έχουμε όμως πάντα τη δυνατότητα να διαλέξουμε το πιο αθόρυβο αλλά ουσιαστικό νόημα: να δώσουμε χρόνο σε όσα μάς συνδέουν πραγματικά. Σε μια ματιά, σε ένα τραπέζι που στρώνουμε με αγάπη, ένα μήνυμα που στέλνουμε χωρίς να περιμένουμε απάντηση, σε μια παρουσία συμπαράστασης και προσφοράς.
Κι έτσι φτάνουμε ξανά στην ερώτηση: Τι είναι τα Χριστούγεννα για σένα;
Είναι η χαρά των παιδικών χρόνων; Είναι η πληγή; Είναι η νοσταλγία, ο κόμπος στο λαιμό, η ανάγκη για θαλπωρή; Είναι μια επιστροφή, ή μια έξοδος; Ένα τέλος ή μια αρχή;
Ίσως να είναι όλα αυτά ταυτόχρονα. Τότε, το πιο ειλικρινές, είναι να αφήσουμε τον εαυτό μας να τα νιώσει όλα. Και να κρατήσουμε ό,τι φωτίζει την ψυχή μας.


































