Τόλμησα να ονειρευτώ πως η ζωή μου μου ανήκει κι ας ήμουν ανήλικη. Πως είχα δικαίωμα στα όνειρά μου, πως μπορούσα ν’ αρνηθώ μία ζωή στενή, μουλιασμένη στη μετριότητα και την υπακοή. Πως μπορούσα ν’ αντισταθώ στον κατασκευασμένο τρόπο ύπαρξης. Πως μπορούσα ν’ ακολουθήσω τη φωνή της καρδιάς μου που οδηγούσε τα βήματά μου σε δρόμους λιγότερο ταξιδεμένους.
Τόλμησα να το κάνω αμέσως μόλις ενηλικιώθηκα, λίγο μετά τα 18. Υπήρχαν στιγμές που ο φόβος με παρέλυε, σκιές δυσοίωνων εικόνων μίας μελλοντικής ζωής μου έκοβαν την ανάσα. Η φωνή στο κεφάλι μου ήθελε να επιβάλλει την παρουσία της «Που θα πας μόνη σου; Δεν θα τα καταφέρεις. Ούτε οι άντρες δε μένουν μόνοι τους. Πως θα επιβιώσεις; Δεν θα έχεις βοήθεια από πουθενά.» Μύριζα το φόβο…
Advertisment
Σκέφτηκα τους γονείς μου. Δεν θα το δεχόντουσαν με τίποτα, θα με πολεμούσαν. Σκέφτηκα τους συγγενείς και φίλους, τι θα σκεφτόντουσαν, τι θα έλεγαν… Ήταν εποχή που η οικογένεια ήταν ακόμη σκληρός πυρήνας της κοινωνίας, που μεγαλώναμε με τις αρχές των γονιών, που οι κοινωνικές συμβάσεις ήταν στενές. Μόνο οι φοιτητές, τα αγόρια, ήταν “φυσιολογικό” να μένουν μόνοι τους. Θα απέκλινα από το συνηθισμένο, θα βάδιζα στο περιθώριο και θα έπρεπε να υπερασπιστώ τις επιλογές και τη ζωή μου.
Φοβόμουν να μείνω μόνη. Φοβόμουν ν’ αντιμετωπίσω μία ζωή που δεν γνώριζα τι θα μου πρόσφερε. Στο σπίτι ήξερα πως η ζωή ήταν δομημένη, υπήρχαν συγκεκριμένα πλαίσια, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ακολουθήσω την πεπατημένη. Κι όμως, παρά το φόβο, η καρδιά μου λαχταρούσε ανοιχτούς ορίζοντες, περιπέτειες και ταξίδια…
Κλείνω τα μάτια και μεταφέρομαι πίσω, εκεί, στο πατρικό μου, δεκαετίες πριν. Ώρες καθόμουν με το βλέμμα καρφωμένο στο ρολόι του τοίχου προσπαθώντας να κατανοήσω το παράδοξο. Οι λεπτοδείκτες κινούνταν κι όμως ο χρόνος αρνούνταν πεισματικά να τους ακολουθήσει, έμενε καρφωμένος, σα φύλακας στην πύλη του πεπρωμένου. Ένιωθα εξόριστη στο περιθώριο του χρόνου. Αισθανόμουν πως κατοικούσα στη ζώνη μεταξύ δύο κόσμων, πως ήμουν μοιρασμένη σε δύο εαυτούς. Από τη μία ο φόβος κι από την άλλη η ελευθερία.
Advertisment
4:00 τα χαράματα. Μαύρο σκοτάδι, νεκρική σιγή. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική, σκέφτομαι, για να μην τους ξυπνήσω. Αρχίζω να κινούμαι ήσυχα σα φάντασμα. Ανοίγω τη ντουλάπα, τα συρτάρια, το γραφείο και ρίχνω πράγματα μέσα στις τρεις ανοιχτές βαλίτσες που έχω πάνω στο κρεββάτι μου. Ρούχα, παπούτσια, βιβλία, πετσέτες, την οδοντόβουρτσά μου, κουκλάκια, φωτογραφίες, γράμματα του αγαπημένου μου και τα όνειρά μου. Είναι πολλά, που θα χωρέσουν;
Ήσυχα, μη σ’ ακούσουν και ξυπνήσουν. Οι γονείς μου κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο αγνοώντας την πληγή που υπάρχει μέσα μου και με καλεί ν’ ακολουθήσω τον δρόμο του πεπρωμένου μου. Δε μπορούν να με σταματήσουν τώρα, είμαι ενήλικη. Δεν ξέρω όμως αν είμαι αρκετά δυνατή για ν’ αντέξω τα κλάματα, τα παρακάλια, τις απειλές, το θυμό, αν ξυπνήσουν πριν προλάβω να φύγω.
Το λεωφορείο για Αθήνα φεύγει στις 7:00. Οι βαλίτσες γεμάτες σχεδόν και τα πράγματα τόσο πολλά… Δε θέλω ν’ αφήσω τίποτα πίσω μου. Ό,τι μου ανήκει θα το πάρω μαζί μου. Βαθιά μέσα μου ξέρω πως δε χρειάζομαι σχεδόν τίποτα απ’ αυτά, αλλά ο φόβος με κάνει να θέλω να γαντζωθώ από τα παλιά και οικεία που είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Ποια είμαι χωρίς αυτά; Ποια είμαι χωρίς αυτούς;
Είσαι πολύ μικρή για να τα καταφέρεις, είσαι ένα τίποτα, λέει η σκιά μέσα μου. Θα αναγκαστείς να γυρίσεις με την ουρά στα σκέλια. Μπορεί ακόμη και να πεθάνεις εκεί έξω. Μα για την καρδιά η απόφαση είναι αμετάκλητη. Είμαι έτοιμη να πεθάνω, λέει, δεν είμαι όμως έτοιμη να σκοτώσω. Αρνούμαι να σκοτώσω τ’ όνειρο και την βαθιά μου ανάγκη για ελευθερία, ανεξαρτησία και αυτονομία. Θέλω να βαδίσω το δικό μου προσωπικό δρόμο και είμαι έτοιμη να πληρώσω το τίμημα.
Οι βαλίτσες γεμάτες κι έτοιμες για ν’ αρχίσω τη ζωή μου. Γράφω ένα σημείωμα και το αφήνω στο τραπέζι της κουζίνας. Δύο φράσεις όλες κι όλες «Η ζωή με καλεί, η δική μου ζωή. Σας αγαπώ.»
Ο σταθμός των λεωφορείων μακριά. Τα μεταφέρω όλα από το σπίτι στην άκρη του τετραγώνου, ένα-ένα. Μπρος και πίσω ξανά, τρεις φορές η κάθε διαδρομή. Από το ένα τετράγωνο στο άλλο, από το ένα φανάρι στο άλλο. Μπρος και πίσω, ξανά και ξανά. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, τα χέρια τσούζουν από τον πόνο, η καρδιά σφιγμένη από το φόβο. Ένα πεντακοσάρικο στην τσέπη και το εισιτήριο του λεωφορείου. Ευτυχώς που η περιουσία μου δεν είναι μεγάλη γιατί θα με βάραινε κι αυτή.
Έχει αρχίσει να φωτίζει. Έφτασα. Το λεωφορείο εκεί με τις μπαγκαζόπορτες ανοιχτές. Ο οδηγός και 2-3 άλλοι στέκονται στο πεζοδρόμιο και συζητούν. Είναι νωρίς ακόμη. Μόλις 06:20. Προσεύχομαι να μην ξυπνήσει κανείς στο σπίτι και βγει να με αναζητήσει πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι. Ο χρόνος με κοροϊδεύει και οι δείκτες του ρολογιού με κοιτούν περιπαιχτικά. Τους αγνοώ και κρατώ το βλέμμα καρφωμένο στο κενό.
Το δυνατό κορνάρισμα με τρομάζει. «Επιβιβαστείτε» φωνάζει ο οδηγός. Ανεβαίνω τα σκαλιά μουδιασμένη. Βρίσκω τη θέση μου. Τα χέρια σφιγμένα γροθιές. Ξεχνώ ν’ αναπνεύσω. Δευτερόλεπτα με χωρίζουν από την ελευθερία. Ο βρυχηθμός της μηχανής μοιάζει με ουράνια μουσική στ’ αυτιά μου. Κινούμαστε. Αναπτύσσουμε ταχύτητα. Κοιτάζω πίσω, απ’ το μεγάλο τζάμι, ο δρόμος άδειος. Η ανακούφιση με ξεπλένει. Ο φόβος κουρνιάζει σε μία εσωτερική κόχη και το φως της αυγής μίας νέας εποχής διαλύει το σκοτάδι.
Ποτέ δε μετάνιωσα γι αυτή μου την απόφαση. Είναι αλήθεια πως το να το τολμήσω θέριεψε το φόβο μου, το να μην το τολμήσω όμως θα σήμαινε πως έχανα τον εαυτό μου. Ήταν η στιγμή για μένα ν’ αποφασίσω ποια θα επέλεγα να είμαι. Και στα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχω βιώσει πολλές τέτοιες στιγμές και ο φόβος πάντα φανερώνει το πρόσωπό του και προσπαθεί να με κρατήσει υποταγμένη, εξαρτημένη, ακινητοποιημένη.
Μα εγώ γνωρίζω πως δεν είμαι ο φόβος μου και στέκομαι στο ύψος μου. Αφήνω το κύμα της αλλαγής να καθαρίσει τη λάσπη από πάνω μου, πίνω το νερό και ξεδιψώ, τρώω το αλάτι και χορταίνω και βουτώ στη ζωή. Δεν είμαι άνθρωπος-βράχος, είμαι άνθρωπος-πουλί.
Η ζωή είναι μία συνεχής διαδικασία θανάτου και αναγέννησης. Χρειάζεται ν’ αφήσουμε τον παλιό μας εαυτό να πεθάνει για να επιτρέψουμε στο νέο εαυτό μας να γεννηθεί. Ακριβώς όπως η αγάπη, η αλήθεια, η συμπόνια, είναι στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης το ίδιο είναι ο φόβος, ο θυμός, η ντροπή. Όλα έχουν τη θέση τους στην παλέτα των ανθρώπινων αισθημάτων. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να τα αναγνωρίσουμε και να τα αποδεχτούμε. Ο μόνος τρόπος να υπερβούμε το φόβο μας είναι να τον ζήσουμε. Και μέσα απ’ αυτό ανακαλύπτουμε νέες αλήθειες για τον εαυτό μας κι επαληθεύεται και το κλισέ «Ό,τι δε σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό».
Όταν αντιμετωπίζουμε μία εντελώς νέα εμπειρία δεν έχουμε προκαταλήψεις, προκαθορισμένες αντιλήψεις, κι έτσι απλά επιστρέφουμε σε αυτό που είμαστε. Είμαστε ανοιχτοί κάθε φορά που βιώνουμε πρωτόγνωρες εμπειρίες και γι αυτό είμαστε ευάλωτοι. Το να είμαστε ευάλωτοι όμως δε σημαίνει πως δεν είμαστε ασφαλείς, κάθε άλλο, υπάρχει μεγάλη δύναμη σε κάθε κατάσταση ευαλωτότητας. «Αφού κατάφερα να κάνω αυτό, πόσα ακόμη μπορώ να κάνω;»
Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό που πίστευα πάντα και ήταν το motto μου ήταν «Κάν’το κι ας φοβάσαι». Τα τελευταία χρόνια αυτό τροποποιήθηκε κι έγινε «Κάν’το επειδή φοβάσαι». Κι έτσι ο φόβος μπορεί να γίνει φίλος μας…
Β. Ψ
Powered by Διόπτρα