Ίσως να μην το θυμάσαι, αλλά πριν από πολύ καιρό ζούσες μέσα στη μήτρα της μητέρας σου. Ήσουν ένα μικροσκοπικό, ζωντανό πλασματάκι. Μέσα στο σώμα της μητέρας σου. Ήσουν ένα μικροσκοπικό, ζωντανό πλασματάκι. Μέσα στο σώμα της μητέρας σου χτυπούσαν δύο καρδιές: η δική της και η δική σου.
Εκείνο το διάστημα, η μητέρα σου έκανε τα πάντα για σένα⋅ ανέπνεε για σένα, έτρωγε για σένα, έπινε για σένα. Συνδεόσουν μαζί της μέσω του ομφάλιου λώρου. Έπαιρνες οξυγόνο και τροφή από τον ομφάλιο λώρο κι ένιωθες ασφαλής κι ευτυχισμένος μέσα στη μητέρα σου. Δεν ζεσταινόσουν ούτε κρύωνες. Ένιωθες απολύτως άνετα. Αναπαυόσουν σε ένα μαλακό μαξιλάρι από νερό. Στην Κίνα και στο Βιετνάμ αποκαλούμε τη μήτρα παλάτι ου παιδιού. Πέρασες περίπου εννέα μήνες σ’ αυτό το παλάτι.
Advertisment
Οι εννέα μήνες που πέρασες μέσα στη μήτρα ήταν από τις πιο απολαυστικές περιόδους της ζωής σου. Κι ύστερα ήρθε η μέρα που γεννήθηκες. Ένιωσες τα πάντα γύρω σου να αλλάζουν και βρέθηκε ξαφνικά σε ένα καινούριο περιβάλλον. Πρώτη φορά ένιωσες να κρυώσεις και να πεινάς. Οι ήχοι παραήταν δυνατοί⋅ τα φώτα παραήταν φωτεινά. Πρώτη φορά ένιωσες φόβο. Αυτός είναι ο πρωτογενής φόβος.
Μέσα στο παλάτι του παιδιού δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιείς τα πνευμόνια σου. Αλλά τη στιγμή που γεννήθηκες κάποιος έκοψε τον ομφάλιο λώρο και μαζί έκοψε και τη σωματική σύνδεση με τη μητέρα σου. Η μητέρα σου δεν μπορούσε πια να αναπνέει για λογαριασμό σου.
Έπρεπε να αναπνεύσεις μόνος σου για πρώτη φορά. Αν δεν κατάφερνες να αναπνεύσεις μόνος σου, θα πέθαινες. Η στιγμή της γέννησής σου ήταν μια στιγμή απόλυτης ανασφάλειας. Σε έσπρωξαν έξω από το παλάτι κι αμέσως άρχισες να υποφέρεις. Προσπαθούσες να εισπνεύσεις, αλλά δυσκολευόσουν.
Advertisment
Στα πνευμόνια σου υπήρχε υγρό και, για να μπορέσεις να ανασάνεις, έπρεπε πρώτα να βγάλεις αυτό το υγρό. Όταν γεννηθήκαμε, μαζί μας γεννήθηκε και ο φόβος⋅ όπως και η επιθυμία μας να επιβιώσουμε. Αυτή είναι η πρωτογενής επιθυμία.
Όταν ήμασταν βρέφη, γνωρίζαμε ότι για να επιβιώσουμε χρειαζόμασταν κάποιον να μας φροντίζει. Ακόμη κι αφού είχε κοπεί ο ομφάλιος λώρος, η επιβίωσή μας εξακολουθούσε να εξαρτάται από τους ενήλικες. Όταν η επιβίωσή σου εξαρτάται από κάποιον ή από κάτι, ανάμεσά σας, υπάρχει ένας δεσμός, κάτι σαν αόρατος ομφάλιος λώρος.
Όταν μεγαλώνουμε, εξακολουθούμε να νιώθουμε τον πρωτογενής φόβο και την πρωτογενή επιθυμία. Παρότι δεν είμαστε πια μωρά, εξακολουθούμε να φοβόμαστε ότι δεν θα καταφέρουμε να επιβιώσουμε, ότι δεν θα βρεθεί κανείς να μας φροντίσει. Κάθε επιθυμία που έχουμε στη ζωή μας έχει τις ρίζες της σ’ αυτή την πρωτογενή, θεμελιώδη επιθυμία να επιβιώσουμε.
Ως βρέφη, όλοι μας βρήκαμε τρόπους να διασφαλίσουμε την επιβίωσή μας. Πρέπει να νιώθαμε εντελώς αβοήθητοι. Είχαμε πόδια, αλλά δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Είχαμε χέρια, αλλά δεν μπορούσαμε να αδράξουμε τίποτα. Έπρεπε να βρούμε κάποιον άλλον να μας προστατεύει, να μας φροντίζει και να διασφαλίσει την επιβίωσή μας.
Όλοι φοβόμαστε πότε πότε. Φοβόμαστε τη μοναξιά, την εγκατάλειψη, τα γηρατειά, τον θάνατο, την ασθένεια, κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Μερικές φορές αισθανόμαστε φόβο χωρίς να ξέρουμε για τι ακριβώς. Όταν μαθαίνουμε να κοιτάζουμε σε βάθος, βλέπουμε ότι αυτός ο φόβος είναι αποτέλεσμα του πρωτογενούς φόβου από την εποχή που ήμασταν βρέφη, αβοήθητα και ανίκανα να κάνουμε το παραμικρό για τον εαυτό μας.
Και παρότι μεγαλώσαμε και γίναμε ενήλικες, ο πρωτογενής φόβος και η πρωτογενής επιθυμία ζουν ακόμη μέσα μας. Η επιθυμία μας να έχουμε έναν σύντροφο είναι, εν μέρει, η προέκταση της επιθυμίας μας να έχουμε κάποιον να μας φροντίζει.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Thich Nhat Hanh με τίτλο «Φόβος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιώρα – Photo: Author/Depositphotos