Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα της ζωής παρά μόνο λύνοντάς τα. Η δήλωση αυτή μπορεί να φαίνεται βλακωδώς ταυτολογική ή προφανής, αλλά μάλλον δεν έχει γίνει κατανοητή από μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Αυτό συμβαίνει επειδή πρέπει να αποδεχτούμε την ευθύνη για ένα πρόβλημα προκειμένου να το λύσουμε.
Δεν μπορούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα λέγοντας «δεν είναι δικό μου πρόβλημα». Δεν μπορούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα ελπίζοντας ότι κάποιος άλλος θα το λύσει για εμάς. Μπορώ να λύσω ένα πρόβλημα μόνο όταν πω: «Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα και εξαρτάται από μένα να το λύσω».
Advertisment
Αλλά πολλοί άνθρωποι, υπερβολικά πολλοί, προσπαθούν να αποφύγουν την οδύνη των προβλημάτων τους λέγοντας στον εαυτό τους: «Αυτό το πρόβλημα προκλήθηκε από τους άλλους ή από τις κοινωνικές συνθήκες τις οποίες δεν μπορώ να ελέγξω, οπότε εναπόκειται στους άλλους ανθρώπους ή στην κοινωνία να λύσουν αυτό το πρόβλημα για μένα. Δεν είναι προσωπικό μου πρόβλημα».
Το σημείο στο οποίο μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι ψυχολογικά για να αποφύγουν να αναλάβουν την ευθύνη για τα προσωπικά τους προβλήματα, παρότι είναι πάντα θλιβερό, ενίοτε φτάνει στα όρια του γελοίου. Ένας λοχίας του στρατού, αποσπασμένος στην Οκινάουα, που είχε μπλέξει επειδή έπινε πολύ, παραπέμφθηκε σ’εμένα για ψυχιατρική αξιολόγηση και, ει δυνατόν, υποστήριξη. Αρνήθηκε ότι ήταν αλκοολικός, ή ακόμα και ότι η χρήση του αλκοόλ ήταν ένα προσωπικό του πρόβλημα, λέγοντας: «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνεις τα βράδια στην Οκινάουα εκτός από το να πίνεις».
«Σου αρέσει να διαβάζεις;» ρώτησα.
Advertisment
«Α, βέβαια, μου αρέσει να διαβάζω – ασφαλώς μου αρέσει».
«Τότε γιατί δεν διαβάζεις τα βράδια αντί να πίνεις;»
«Έχει πολλή φασαρία στον στρατώνα και δεν μπορώ».
«Τότε γιατί δεν πας στη βιβλιοθήκη;»
«Η βιβλιοθήκη είναι πολύ μακριά».
«Η βιβλιοθήκη είναι πιο μακριά από το μπαρ στο οποίο πηγαίνεις;»
«Ε, δεν είμαι τόσο του διαβάσματος. Δεν με ενδιαφέρει τόσο».
«Σου αρέσει το ψάρεμα;» ρώτησα τότε.
«Βέβαια, μου αρέσει το ψάρεμα».
«Τότε γιατί δε πας για ψάρεμα αντί να πίνεις;»
«Επειδή δουλεύω όλη μέρα».
«Δεν μπορείς να πας τη νύχτα;»
«Όχι, δεν υπάρχει νυχτερινό ψάρεμα στην Οκινάουα».
«Πώς δεν υπάρχει», είπα. «Ξέρω αρκετούς συλλόγους για νυχτερινό ψάρεμα εδώ. Θέλεις να σε φέρω σε επαφή μαζί τους;»
«Ε, στην πραγματικότητα δεν μου αρέσει και τόσο να ψαρεύω».
«Αυτό που σε ακούω να λες», είπα, «είναι ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς στην Οκινάουα εκτός από το να πίνει, αλλά αυτό που σου αρέσει εσένα περισσότερο να κάνεις στην Οκινάουα είναι να πίνεις».
«Ναι, μάλλον».
«Αλλά το πιοτό σε βάζει σε μπελάδες, οπότε έχεις ένα πραγματικό πρόβλημα, έτσι δεν είναι;»
«Αυτό το καταραμένο νησί θα έκανε οποιονδήποτε να πίνει».
Συνέχισα λίγο ακόμα, αλλά ο λοχίας δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να δει το πιοτό σαν ένα προσωπικό πρόβλημα που μπορούσε να λύσει είτε με είτε χωρίς βοήθεια, οπότε με λύπη μου είπα στον διοικητή του ότι δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί βοήθεια. Συνέχισε να πίνει, και τον έδιωξαν από το Σώμα στη μέση της καριέρας του.
Απόσπασμα από το βιβλίο του M. Scott Peck «Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος» από τις εκδόσεις Πεδίο. Δείτε περισσότερα εδώ