Βρήκε ένα ξεχασμένο CD με Γρηγοριανούς Ψαλμούς. Έβαλε να τους ακούσει. Πάντα τού άρεσαν πολύ. Αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πώς γίνεται η Βυζαντινή λειτουργία να μην του λέει τίποτα· οι Βουδιστικοί και Ινδουιστικοί ψαλμοί που είχε ακούσει κάποτε να τον έχουν αφήσει αδιάφορο· να είναι βαθιά και απόλυτα άθρησκος κι ωστόσο να συγκινείται από Γρηγοριανούς Ψαλμούς; Την ίδια αίσθηση, όμως, την είχε από έφηβος, όταν άκουγε την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν και το Toccata and Fugue του Μπαχ. Φαίνεται ότι υπάρχουν ζωγράφοι, συγγραφείς, ποιητές και – κυρίως – μουσικοί, που όχι μόνο έχουν οι ίδιοι μία αληθινή και βαθιά αίσθηση κάτι «Ιερού», αλλά έχουν και την ικανότητα να την μεταδίδουν κι όλας με τη δουλειά τους. Στη μουσική αυτό είναι πιο έντονο γιατί ο ήχος μπορεί – δεν έχουν σημασία τα λόγια αφού κι η φωνή είναι ήχος και λειτουργεί ως ένα από τα όργανα – μπορεί, λοιπόν, ο ήχος να πάει μέσα στην καρδιά και να ξυπνήσει μια βαθιά αίσθηση Ιερού, που δεν έχει σχέση με καμιά θρησκεία, που δεν υπάρχει σε καμιά θρησκεία καθώς έχει σχέση με κάτι που δεν έχει όνομα, που δεν έχει αρχή και τέλος, που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπει σε λόγια, και δεν μπορεί να πλησιαστεί ή ν’ αποκαλυφθεί με κανενός είδους επιστημονικό πείραμα. Κι όταν ακούγοντας αυτή τη μουσική ανοίγει η καρδιά σου, τότε μπαίνεις σε μια βαθιά ησυχία, χωρίς συναισθηματισμούς, παρ’ όλο που μπορεί να κυλάνε δάκρυα στα μάτια σου, και μπαίνεις σε μια κατάσταση – και πάλι χωρίς κανένα συναισθηματισμό – μια κατάσταση «νοσταλγίας» για «κάτι», για «κάπου».
Καθώς άκουγε τη μουσική και όλα αυτά πέρναγαν από το μυαλό του, ο νους του «έφυγε» πηγαίνοντας πολλά χρόνια πίσω, τότε που ήταν μικρό αγόρι. Άνοιξη. Μεγάλη Πέμπτη. Η βραδιά είναι γλυκιά κι έτσι ο κόσμος , αφού γέμισε την εκκλησία, που ήταν στο κέντρο της Αθήνας, τώρα έχει απλωθεί και στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εκείνος, μικρό αγόρι γύρω στα εννιά, στέκεται όρθιος στην άκρη του πεζοδρόμιου, δίπλα στην μητέρα του. Με το αριστερό του χέρι κρατάει ένα μικρό βιβλιαράκι με όλους τους ψαλμούς της Μεγάλης Εβδομάδας και με το δεξί κρατάει το μακρύ, λεπτό, καφέ κερί κοντά στο βιβλιαράκι για να φωτίζει τις σελίδες του.
Advertisment
Το αγόρι, όμως, δεν ήταν καθόλου θρήσκο. Δεν είχε –από τότε- «ούτε ιερό, ούτε όσιο», όπως του έλεγε η μάνα του. Πριν μερικά χρόνια, στα πέντε του, το αγόρι παραπονέθηκε στη μητέρα του ότι το φως από το καντήλι που ήταν στο εικονοστάσι απέναντι από το κρεβάτι του, τον ενοχλούσε και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ζήτησε από τη μητέρα του να το σβήσει. Εκείνη του απάντησε ότι αυτό αποκλείεται και το αγόρι τέντωσε την παλάμη του, είπε: «να, κι εγώ» και έριξε μια μουτζιά με το δεξί του χέρι στα εικονίσματα. «Μην το ξανακάνεις αυτό», είπε η μάνα του έξαλλη και με εκείνο το απειλητικό ύφος που πάντα τον φόβιζε, «γιατί θα σου κόψει η Παναγία το χέρι». Και βγήκε πολύ θυμωμένη από το δωμάτιο. Ήταν τρομακτικά θρήσκα. Το αγόρι, έμεινε μόνο του. Κοίταξε πρώτα το εικονοστάσι , με τη μεγάλη μπροστινή εικόνα της Παναγίας που κρατούσε τον Χριστό κι ύστερα κοίταξε το δεξί του χέρι με την ανοιιχτή παλάμη. Φοβότανε, αλλά έπρεπε να μάθει. Τον έτρωγε η περιέργεια. Σήκωσε το χέρι του προς τα εικονίσματα με την ολάνοιχτη παλάμη και τα μούντζωσε. «Να», είπε. Ύστερα κοίταξε το χέρι του και περίμενε να δει αν θα του το κόψει η Παναγία όπως είχε πει η μάνα του. Τίποτα. Τότε σήκωσε και τα δύο χέρια του και ξαναμούντζωσε το εικονοστάσι. «Να», ξανάπε πιο προκλητικά και πιο έντονα από πριν. Κοίταξε τα δυο του χέρια. Δεν είχαν κοπεί. Ύστερα άρχισε να μουντζώνει με μανία: «Να, να, να…», έλεγε και ξανάλεγε μουντζώνοντας. Τίποτα! Η Παναγία δεν του είχε κόψει τα χέρια! Και τότε γελώντας, έριξε άλλη μια μουτζιά λέγοντας πολύ περιφρονητικά αυτή τη φορά: «να» και βγήκε από το δωμάτιο. Είχε τελειώσει με τη θρησκεία για πάντα. Όμως, όπως συνειδητοποίησε πάρα πολλά χρόνια αργότερα, στο τέλος της εφηβείας του, ακούγοντας στο ραδιόφωνο τη φράση, «στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν άθεοι, αλλά άθρησκοι» , συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρξε ποτέ του άθεος, αφού είχε την αίσθηση της ύπαρξης κάτι Θείου, κάτι ιερού, που το ένοιωθε σαν ένα απέραντο χάος, που τον γέμιζε δέος, σεβασμό κι αγάπη.
Το μικρό αγόρι, στο απέναντι πεζοδρόμιο της εκκλησίας, ακούει τους ψαλμούς τής Μεγάλης Πέμπτης από τα μεγάφωνα και παρακολουθεί τους στίχους τους στο μικρό βιβλιαράκι που κρατάει, φωτίζοντάς το με το κερί του. Δεν ψέλνει, ούτε κι ακούει στους στίχους· ακούει τον ήχο των φωνών που ψέλνουν, σαν ν’ ακούει κάποιο μουσικό όργανο και βυθίζεται σε εκείνο το απέραντο χάος, που τον γέμιζε δέος, σεβασμό κι αγάπη.
«Πήρε φωτιά, πήρε φωτιά… θα καεί το παιδί…», φώναξε τρομαγμένη μια κυρία δίπλα στο αγόρι, βλέποντας το βιβλιαράκι του με τους ψαλμούς να έχει αρπάξει φωτιά από το κερί που το είχε φέρει πολύ κοντά στις σελίδες χωρίς να το καταλάβει. Το αγόρι δεν θυμόταν τι ακριβώς συνέβη, ούτε ποιος έσβησε το βιβλιαράκι που είχε αρπάξει φωτιά, ούτε τι έγινε μετά. Του έμεινε, όμως, για πάντα μία αίσθηση και δύο εικόνες, πεντακάθαρα: Η αίσθηση ενός βυθίσματος σε μία βαθιά ησυχία σαν κενό, και η εικόνα από ψηλά ενός μικρού αγοριού στο πεζοδρόμιο απέναντι στην εκκλησία καθώς είναι σκυμμένο επάνω στο βιβλιαράκι με τους ψαλμούς και άλλη μία εικόνα – σαν πολύ κοντινό πλάνο ταινίας – της πάνω δεξιάς γωνίας του βιβλίου να καίγεται, κι εκείνος να μην κάνει τίποτα γι’ αυτό…
Advertisment
Αργότερα, στην εφηβεία του, θα είχε ξανά μία μακρινή αίσθηση εκείνου του βυθίσματος, την πρώτη φορά που ερωτεύτηκε. Και με τα χρόνια κατάλαβε, ότι ο αληθινός και βαθύς έρωτας, γεννιέται από τη νοσταλγία για μια χαμένη ενότητα με κάτι, και καθώς φέρνει την ενότητα με έναν άλλο άνθρωπο – όπως τίποτε άλλο δεν τη φέρνει έτσι στη ζωή – δημιουργεί μία ψευδαίσθηση αποκατάστασης αυτής της ενότητας, αλλά δεν είναι αλήθεια. Είναι όπως όταν δεν έχεις δοκιμάσει φρέσκο κρεμμυδάκι, μπορείς να βράσεις ένα ξερό και η γεύση του μόλις το δαγκώσεις, μοιάζει με του φρέσκου, αλλά δεν είναι το αληθινά φρέσκο, κρεμμυδάκι.
Φαίνεται, όμως, πως όταν γεννηθεί μέσα σε κάποιον ο έρωτας για το «Ιερό» που δεν έχει σχέση με θρησκείες και θεούς, αλλά με ένα «απέραντο χάος χωρίς όνομα αρχή και τέλος», με ένα «κενό» που πάλλεται από ζωή, κι αγάπη,τότε κάθε άλλος έρωτας που μπορεί να γεννηθεί μέσα στα πλαίσιά του -γιατί μπορεί να γεννηθεί και τότε- είναι κάπως σαν να υπάρχει, αλλά και να μην υπάρχει. Δεν είναι το ίδιο όπως συμβαίνει σε ανθρώπους που πληγώθηκαν πολύ από τις ερωτικές τους ιστορίες, που πόνεσαν κι έτσι βλέποντας λογικά όλο τον μηχανισμό του έρωτα, από την αρχή έως το τέλος, δημιουργούν ένα προστατευτικό τοίχος γύρω από την καρδιά τους και: ή δεν ξαναερωτεύονται ή όταν δουν ότι πάνε να ερωτευτούν, ή το τελειώνουν επιτόπου ή ερωτεύονται χλιαρά, χωρίς πάθος.
Αυτό όμως δεν έχει σχέση με την κατανόηση του τι είναι αληθινά ο έρωτας. Αυτό μοιάζει με το να σου κόψει για λόγους υγείας ο γιατρός το κάπνισμα, χωρίς να μάθεις έτσι ποτέ ο ίδιος γιατί καπνίζεις και το κάπνισμα να σταματήσει από μόνο του. Όταν γεννηθεί ο έρωτας για κάτι «Ιερό», τότε είσαι ανοιχτός να ερωτευτείς ακόμα και πέντε λεπτά πριν πεθάνεις κι ας πονέσεις, κι ας πληγωθείς κι ας… οτιδήποτε. Γιατί ο έρωτας, είναι πια στη θέση του. Δεν είναι υποκατάστατο τίποτε άλλου· δεν είσαι γενικώς ερωτευμένος με τον έρωτα· δεν μπαίνει θέμα «πιστεύω στον έρωτα», όπως έχει πει κάποιος· δεν μπαίνει θέμα «πίστης» ή «απιστίας» στο άλλο πρόσωπο, αποκλειστικότητας δηλαδή και ιδιοκτησίας. Τότε λειτουργεί η ηθική του: ό,τι γίνεται με αγάπη είναι σωστό – όντας η αγάπη κάτι που δεν το νιώθεις, που δεν είναι συναίσθημα, αλλά είναι μία κατάσταση που ή είσαι μέσα της ή δεν είσαι.
Πηγή: Ο Παραμυθάς