ΕΞΩΛΕΚΤΙΚΗ ΔΙΑΡΡΟΗ
Ενδείξεις που μας προδίδουν χωρίς να το καταλάβουμε. Σε πολλές περιστάσεις της κοινωνικής μας ζωής ενώ θέλουμε να κρύψουμε τα πραγματικά μας συναισθήματα δεν το καταφέρνουμε. Για τη χήρα μητέρα που προσπαθεί να κρύψει τη λύπη της από τα παιδιά της λέμε ότι “κάνει τη γενναία” σαν να φοράει μια ψεύτικη μάσκα πάνω από την αληθινή της έκφραση. Όταν δεν καταφέρνουμε να ξεγελάσουμε τους άλλους με τον τρόπο αυτό, πώς διαρρέει η πληροφορία σχετικά με τα πραγματικά μας συναισθήματα; Ποια είναι η πηγή της Εξωλεκτικής Διαρροής και πώς μαντεύουμε ότι κάποιος λέει ψέματα;
(Παρατήρηση δική μου: τα ψέματα λέγονται!!!) Η περίπτωση της χαροκαμένης μητέρας είναι μια περίπτωση όπου το ξεγέλασμα αποτυγχάνει επειδή δεν υπάρχει μεγάλη πίεση να πετύχει. Αντίθετα υπάρχει ένα θετικό κέρδος στην αποτυχία. Αν η χαροκαμένη μητέρα πετύχαινε απόλυτα να κρύψει τον πόνο της, θα αντιμετώπιζε επικρίσεις για έλλειψη συναισθημάτων. Από την άλλη μεριά αν δεν επιδείκνυε κάποιο φανερό περιορισμό της θλίψης της, θα την κατηγορούσαν για έλλειψη θάρρους και αυτοελέγχου. Επομένως η “μάσκα της γενναιότητας” είναι ένα παράδειγμα ψευδογελάσματος, όπου ο ξεγελαστής χαίρεται όταν τον ανακαλύπτουν. Συνειδητά ή ασυνείδητα η μητέρα θέλει το βεβιασμένο χαμόγελο της να αναγνωριστεί σαν βεβιασμένο.
Advertisment
Τι συμβαίνει όμως όταν η πίεση για το ξεγέλασμα είναι μεγαλύτερη; Ο κατηγορούμενος σε μια δίκη δολοφονίας, που ξέρει ότι είναι ένοχος ενώ διαλαλεί απεγνωσμένα την αθωότητα του βρίσκεται κάτω από μεγάλη πίεση να υποκριθεί πειστικά. Ψεύδεται στις λεκτικές του δηλώσεις και είναι υποχρεωμένος να συνοδέψει τα λόγια του με εξίσου πειστικές σωματικές δράσεις. Πώς τα καταφέρνει;
Τα λόγια του μπορεί να τα ελεγξει, το σώμα του όμως;
(Παρατήρηση δική μου: το σώμα λέει πάντα την αλήθεια, η γλώσσα δημιουργήθηκε για να λέμε ψέματα.) Η απάντηση είναι ότι ορισμένα μέρη του σώματος του μπορεί να τα ελέγξει καλύτερα από άλλα. Τα μέρη που εύκολα πειθαρχούνται είναι αυτά που συνειδητοποιεί τις δράσεις τους στις συνηθισμένες, καθημερινές νευματικές ανταλλαγές. Ξέρει πολλά πράγματα για το χαμόγελο και τις γκριμάτσες του προσώπου του – τις βλέπει συχνά στον καθρέφτη – έτσι οι εκφράσεις του προσώπου βρίσκονται στην πρώτη θέση των ενσυνείδητων κινήσεών του. Επομένως θα πει πιο εύκολα ψέματα με το πρόσωπο του.
Advertisment
Οι γενικές σωματικές του στάσεις μπορούν να δώσουν μερικές πολύτιμες ενδείξεις γιατί δεν έχει πάντα συναίσθηση σε τι βαθμό ακαμψίας, χαλάρωσης ή ετοιμότητας βρίσκεται η στάση του. Η αξία όμως αυτών των σωματικών στάσεων μειώνεται πολύ από τους κοινωνικούς κανόνες που απαιτούν μερικές μάλλον στερεότυπες πόζες σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Έτσι ο κατηγορούμενος σε μια δίκη για φόνο υποχρεώνεται κατά παράδοση να στέκεται ή να κάθεται μάλλον άκαμπτος, ανεξάρτητα από το αν είναι ένοχος ή αθώος κι αυτό μπορεί εύκολα να λειτουργήσει σαν “άμβλυνση του σήματος”. Οι κινήσεις και οι στάσεις των χεριών θα μας πληροφορήσουν καλύτερα για τις προσπάθειες ξεγελάσματος, γιατί ξεφεύγουν περισσότερο από τον αυτοέλεγχο του δολοφόνου μας και γιατί δεν υπάρχουν συνήθως καθιερωμένοι κανόνες που να αμβλύνουν την εκφραστικότητα των χεριών. Βέβαια αν ο κατηγορούμενος υπόκειται σε στρατιωτική ανάκριση, τα σήματα των χεριών του θα ήταν αμβλυμένα εξαιτίας του αυστηρού στρατιωτικού κώδικα: η στάση προσοχής διευκολύνει το στρατιώτη να πει ψέματα πιο πολύ από τον πολίτη. Φυσιολογικά όμως θα υπάρξουν οπωσδήποτε χειρονομίες που μπορούν να μελετηθούν για ενδείξεις ξεγελάσματος.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πόδια του, γιατί είναι το μέρος του σώματος του που συνειδητοποιεί ελάχιστα τις κινήσεις του. Συχνά όμως οι κινήσεις του κάτω μέρους του σώματος δεν είναι ορατές κι αυτό περιορίζει τη χρησιμότητά τους. Όμως όταν η επίπλωση το επιτρέπει, αποτελούν μια πολύ ζωτική περιοχή αποκάλυψης, γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν στις συνεντεύξεις και τις επιχειρηματικές διαπραγματεύσεις να κάθονται πίσω από ένα τραπέζι ή ένα γραφείο που κρύβει το κάτω μέρος του σώματος. Το γεγονός αυτό το εκμεταλλεύονται συχνά σε ανταγωνιστικές συνεντεύξεις τοποθετώντας το κάθισμα του υποψήφιου μόνο του στη μέση του δωματίου έτσι που το σώμα του κάθε “θύματος” να είναι εκτεθειμένο σε κοινή θέα.
Για να συνοψίσουμε λοιπόν, ο καλύτερος τρόπος να ξεγελάσει κανείς τους άλλους είναι να περιορίσει τα σήματά του στα λόγια και τις εκφράσεις του προσώπου. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος γι’ αυτό είναι είτε να κρύψει κανείς το υπόλοιπο σώμα του είτε να το απασχολήσει τόσο πολύ με μια περίπλοκη μηχανική διαδικασία έτσι, που όλες οι οπτικές ενδείξεις εξαπάτησης να καλύπτονται από την ανάγκη σωματικής αυτοσυγκέντρωσης. Με άλλα λόγια αν θέλετε να πείτε ψέματα, πείτε τα τηλεφωνικά ή βγάζοντας το κεφάλι πάνω από ένα φράχτη. Αλλιώς πέστε τα καθώς περνάτε κλωστή σε μια βελόνα ή καθώς προσπαθείτε να παρκάρετε. Αν είναι μεγάλο μέρος του σώματος σας είναι ορατό και δεν απασχολείται με κάποιο μηχανικό έργο, τότε για να είναι το ψέμα σας πειστικό θα πρέπει να κινητοποιήσετε όλο το σώμα σας μέσα στη διαδικασία εξαπάτησης, όχι μόνο τη φωνή και το πρόσωπο σας. Το ψέμα με ολόκληρο το σώμα είναι δύσκολο για τους περισσότερους από μας επειδή μας λείπει η πρακτική. Στην καθημερινή μας ζωή σπάνια χρειάζεται να προχωρήσουμε σε πράξεις συνολικής σκόπιμης εξαπάτησης. Μπορεί να ξεγελάμε τον εαυτό μας, μα αυτό είναι άλλο πράγμα. Και βέβαια όλοι μας παίζουμε ασυνείδητα ρόλους αλλά κι αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την οργανωμένη συμπεριφορά εξαπάτησης. Όταν αποφασίζουμε να πούμε ένα ψέμα, συχνά είμαστε αδέξιοι στην παρουσίαση του και μόνο η έλλειψη παρατηρητικότητας των συντρόφων μας μας σώζει από την αποκάλυιψη. Συχνά είναι πιο ικανοί απ’ όσο νομίζουμε και καταλαβαίνουν το ψέμα μας αλλά δεν το αποκαλύπτουν. Ξέρουν ότι τους ξεγελάμε αλλά δεν μας κατηγορούν γι’ αυτό. Δυο πιθανοί λόγοι γι’ αυτό είναι ότι είτε οι σύντροφοι μας βρίσκονται σε δύσκολη θέση να αποκαλύψουν την υποκρισία μας ή έχουν τόσο μπερδευτεί από τις πράξεις μας που δεν καταφέρνουν να καταλάβουν την ακριβή φύση του ψέματος. Στην πρώτη περίπτωση καταλαβαίνουν πολύ καλά τι συμβαίνει αλλά το βρίσκουν πιο βολικό κοινωνικά να κάνουν πως δεν κατάλαβαν παρά να γκρεμίσουν την πρόσοψη που στήσαμε. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις περιπτώσεις των μικροψεμάτων που ανταλλάσσονται σε φιλικές κοινωνικές συναντήσεις. Αν σ’ ένα δείπνο η οικοδέσποινα μας προσφέρει άλλη μια μερίδα από ένα κακοφτιαγμένο και απαίσιο φαγητό, αρνιόμαστε μ’ ένα ευγενικό ψέμα. Αντί να πούμε την αλήθεια προτιμάμε να πούμε ότι δεν πεινάμε άλλο ή ότι κάνουμε δίαιτα. Αν καταλάβει το ψέμα και το λόγο που το είπαμε, θα προτιμήσει να το αφήσει να περάσει παρά να διακινδυνεύσει να βάλει μια δυσάρεστη νότα μέσα στη βραδιά. Αντί λοιπόν να αποκαλύψει το ψέμα, το ακολουθεί και γυρίζει τη συζήτηση προς το θέμα της δίαιτας, προσπαθώντας να ταιριάσει τις εκφραζόμενες απόψεις της με αυτές της ευγενικής καλεσμένης. Τώρα και οι δύο ψεύδονται ξέροντας το και οι δύο, συνεχίζουν όμως το παιχνίδι γιατί η κάθε πλευρά θελει να ευχαριστήσει την άλλη. Αυτό είναι το Συνεργατικό Ψέμα που παίζει βασικό ρόλο σε πολλές κοινωνικές επαφές.
Ο δεύτερος λόγος να μείνει καλυμμένο ένα ψέμα είναι όταν δεν μπορεί κανείς να το αναγνωρίσει σωστά. Οι πράξεις του ψεύτη δημιουργούν τέτοια σύγχυση που οι σύντροφοί του δεν ξέρουν πώς να τις αντιμετωπίσουν. Ξέρουν πως δεν λέει την αλήθεια γιατί οι σωματικές του δράσεις δεν ταιριάζουν μεταξύ τους ή με τα λεκτικά του σήματα, όσο όμως κι αν συλλαμβάνουν την ανακολουθία αυτή, δεν μπορούν να μαντέψουν ποια αλήθεια θέλει να συγκαλύψει. Όταν ένας τέτοιος άνθρωπος μπαίνει μέσα σ’ ένα δωμάτιο, η συμπεριφορά του κάνει τους άλλους να νιώθουν όλο και πιο δυσάρεστα. Αν μπορούσαν να ανακαλύψουν την αλήθεια πίσω από το αποτυχημένο ψέμα, θα αντιδρούσαν με κάποιο τρόπο, είτε αποκαλύπτοντάς το είτε αφήνοντάς το να περάσει, τώρα όμως δεν μπορούν να το εντοπίσουν και αισθάνονται παγιδευμένοι. Ένα καλό παράδειγμα μιας τέτοιας σύγχυσης είναι μια κοινωνική συγκέντρωση όπου ένας καλεσμένος, ενώ έχει υποστεί μια προσωπική κακοτυχία, προσπαθεί να φερθεί σαν να είναι μια χαρά και διασκεδάζει πολύ. Καθώς τα προσωπικά του αισθήματα αναβλύζουν κατά κύματα από μέσα του, η υποκριτική του παράσταση παρουσιάζει ανεβοκατεβάσματα και συχνά παραπαίει από το ένα άκρο στο άλλο. Αν στη διάρκεια της βραδιάς οι σύντροφοί του αποφύγουν τελικά να αποκαλύψουν την αλήθεια προκαλώντας μια κοινωνική κρίση, αναστενάζουν όλοι με ανακούφιση όταν φεύγει και μπορούν πια να χαλαρώσουν και να κάνουν υποθέσεις γύρω από το πρόβλημά του.
Το γεγονός ότι είμαστε τόσο απρόθυμοι να ξεσκεπάσουμε τα ψέματα των άλλων σημαίνει ότι η ποιότητα των συνηθισμένων κοινωνικών ψευδών δεν είναι πολύ υψηλή. Όχι μόνο δεν έχουμε αρκετή εξάσκηση, αλλά κι όταν τελικά έχουμε αυτή την ευκαιρία δεν περνάμε από αυστηρές εξετάσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι από μας μπορούμε να χαρακτηριστούμε σαν Διαφανείς και έχουμε να μάθουμε πολλά πράγματα από την παμπόνηρη μειοψηφική ομάδα των Επαγγελματιών Στεγανών. Επαγγελματίες Στεγανοί είναι εκείνοι που η δουλειά τους απαιτεί επαναλαμβανόμενες και παρατεταμένες εξαπατήσεις και μάλιστα εξαπατήσεις που ενέχουν κίνδυνο όταν ξεσκεπαστούν. Αν δεν είναι ικανοί να πούνε επιτυχημένα ψέματα και να τα υποστηρίξουν, είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν στο επάγγελμα που διάλεξαν. Γι’ αυτό το λόγο έχουν αναπτύξει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό των περιστάσεων (επιλογή της κατάλληλης στιγμής για το ψέμα) και στο ψέμα ολόκληρου του σώματος. Αυτό μπορεί να απαιτεί πολύχρονη εκπαίδευση, και συχνά βρίσκεται κανείς μπροστά σε εξαπατητές που έγουν αναγάγει την υποκρισία σε πραγματική τέχνη. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στα φανερά παραδείγματα – τους μεγάλους ηθοποιούς – αλλά και όλους τους άλλους σούπερ – ψεύτες, τους επαγγελματίες διπλωμάτες και πολιτικούς, τους δικηγόρους, τους ταχυδακτυλουργούς και τους μάγους, τους απατεώνες και τους πωλητές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους το ψέμα είναι ένας τρόπος ζωής, μια υψηλή δεξιότητα που τη γυαλίζουν ξανά και ξανά και την κάνουν να λάμπει τόσο ωραία ώστε οι περισσότεροι από μας χαιρόμαστε σχεδόν όταν μας ξεγελάνε.
(Παρατήρηση δική μου: ας πάρουμε για παράδειγμα δύο πωλητές αυτοκινήτων, τον Α και τον Ψ. Και οι δύο πρέπει να μας πείσουν, ότι το αυτοκίνητο, που προσφέρουν, είναι το καλύτερο. Ο Α ξέρει ότι το αυτό δεν ισχύει και προσπαθεί με ψέματα να μας πείσει. Αντίθετα, ο Ψ έχει πείσει τον εαυτό του, ότι αυτό ισχύει και προσπαθεί με την “δική του” αλήθεια να πείσει και εμάς. Ο Α λέει ψέμα, ο Ψ βιώνει το ψέμα. Στον Α υπάρχει διαφοροποίηση γλώσσας και σώματος, στον Ψ η γλώσσα και το σώμα λένε το ίδιο. Ποιος άνδρας θα κατακτήση την γυναίκα – αυτός που λέει ψέματα ή αυτός που βιώνει τα ψέματα;)
Το χάσμα ανάμεσα στους Διαφανείς και τους Επαγγελματίες Στεγανούς είναι τεράστιο – πολύ πιο μεγάλο απ’ ό,τι νομίζει ο μέσος Διαφανής. Μπορεί συχνά να ισχυρίζεται πως “θα μπορούσε οποιοσδήποτε να παίξει στον κινηματογράφο” και ότι “οι διπλωμάτες την περνάνε ζάχαρη, όλο σαμπάνια και δεξιώσεις”, κάντε του όμως ένα τεστ και θα φανεί αμέσως η ανεπάρκεια του. Ζητήστε του να περπατήσει – τι πιο εύκολο από το βάδισμα;- αργά και με άνετο, φυσικό τρόπο, από τη μιαν άκρη της σκηνής ως την άλλη, μπροστά σ’ ένα μεγάλο ακροατήριο και καθίστε να δείτε τι θα συμβεί. Μόλις συγκριθεί το σφιγμένο, άκαμπτο βάδισμά του, με τον άνετο τρόπο που κατηφορίζει το δρόμο παρέα μ’ ένα φίλο του, τότε φαίνεται αμέσως η ικανότητα του ηθοποιού. Μπροστά σ’ ένα πυκνό ακροατήριο, ο Διαφανής νιώθει φοβερά σφιγμένος και δεν μπορεί να πιέσει το σώμα του να στείλει σήματα χαλάρωσης όσο κι αν το προσπαθεί. Στην πραγματικότητα όσο πιο πολύ προσπαθεί τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα.
Περνώντας από τον επίδοξο υποκριτή στον επίδοξο ανιχνευτή του, ποιά είναι τα στοιχεία που τον προδίδουν; (Παρατήρηση δική μου: υποκριτής => σκέψη, ανιχνευτής => νόηση. Η γυναίκα καλείται να ανιχνεύσει εάν ο άνδρας λέει ή βιώνει το ψέμα!)
Μια σειρά πειραμάτων από Αμερικανούς ερευνητές έχουν προσφέρει μερικές από τις απαντήσεις. Ζήτησαν από εκπαιδευόμενες νοσοκόμες να πουν ψέματα και αλήθεια πάνω σε μερικά φιλμ που τους έδειχναν. Τα φιλμ παρουσίαζαν σκηνές από σκληρές εγχειρήσεις, όπως είναι ο ακρωτηριασμός του ποδιού και παράλληλα σκηνές με ανώδυνο και ευχάριστο περιεχόμενο. Σε ορισμένες προβολές τους ζητούσαν να περιγράψουν αυτό που είδαν, άλλοτε αληθινά κι άλλοτε ψεύτικα. Όση ώρα το έκαναν αυτό μια κρυμμένη κάμερα κατέγραφε κάθε κίνηση και έκφρασή τους. Μετά αναλύθηκαν λεπτομερώς όλες οι δράσεις που συνόδευαν τις αλήθειες, όπως κι αυτές που συνόδευαν τα ψέματα, για να μελετηθούν οι διαφορές τους. Οι νοσοκόμες έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να κρύψουν τα ψέματά τους, γιατί τους είχαν πει πως η υποκριτική τους ικανότητα είχε μεγάλη σημασία για τη μελλοντική τους καριέρα. Αυτό είναι απαραίτητο για να πειστεί ο ανήσυχος άρρωστος ότι πάει καλά, ότι μια επικίνδυνη εγχείρηση είναι εντελώς ασφαλής ή ότι ο μάλλον πελαγωμένος γιατρός ξέρει πολύ καλά να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το χειρότερο είναι ότι ο ασθενής ζητάει αυτό τον καθησυχασμό ενώ ταυτόχρονα έχει όλες τις αισθήσεις του τεταμένες να πιάσει το παραμικρό ίχνος κακοκρυμμένης απαισιοδοξίας. Για να είναι αποτελεσματική και πετυχημένη μια νοσοκόμα πρέπει να λέει καλά ψέματα. Έτσι το πείραμα αυτό ήταν παραπάνω από μια ακαδημαϊκή άσκηση και πράγματι αποδείχτηκε στην περαιτέρω εκπαίδευση πως οι νοσοκόμες που ήταν πρώτες στην επίδοσή τους ήταν αυτές ακριβώς που έλεγαν τα καλύτερα σωματικά ψέματα στα τεστ. Ωστόσο ακόμη κι εκείνες με τα καλύτερα σωματικά ψέματα δεν ήταν τέλειες και οι πειραματιστές μπόρεσαν να συγκεντρώσουν μια σειρά από κρίσιμες διαφορές στις σωματικές δράσεις, ανάμεσα στις στιγμές της αλήθειας και τις στιγμές της υποκρισίας. Οι διαφορές είναι οι εξής:
1. Όταν έλεγαν ψέματα οι νοσοκόμες μείωναν τη συχνότητα των απλών χειρονομιών τους. Οι δράσεις των χεριών που χρησιμοποιούμε συνήθως για να υπογραμμίσουμε λεκτικές δηλώσεις – για να τονίσουμε ένα σημείο ή να δώσουμε έμφαση σε μια σημαντική στιγμή – είχαν μειωθεί αισθητά. Αιτία γι’ αυτό είναι ότι οι δράσεις των χεριών που χρησιμοποιούνται για την “εικονογράφηση” των λόγων, δεν είναι σημασιοδοτημένα νεύματα. Ξέρουμε ότι “κουνάμε τα χέρια μας” όταν συζητάμε ζωηρά, δεν έχουμε όμως ακριβή ιδέα τι κάνουν τα χέρια μας. Η συνείδηση ότι τα χέρια μας κάνουν κάτι, χωρίς όμως να ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό, μας κάνει καχύποπτους απέναντι στην πιθανή διαφάνεια αυτών των χειρονομιών. Ασυνείδητα φοβόμαστε ότι ίσως κινδυνεύουν να μας προδώσουν χωρίς να το καταλάβουμε, γι’ αυτό τις καταργούμε. Η κατάργηση δεν είναι εύκολο πράγμα. Μπορούμε να κρύψουμε τα χέρια μας, να καθίσουμε πάνω τους, να τα χώσουμε βαθιά μέσα τις τσέπες μας (όπου και πάλι μπορούν να μας προδώσουν αν βρουν κάποια νομίσματα κι αρχίσουν να παίζουν μ’ αυτά) ή μπορεί να καταφύγουμε στο λιγότερο δραστικό μέτρο του δεσίματος των χεριών. Όλα αυτά δεν ξεγελούν βέβαια τον έμπειρο παρατηρητή – ξέρει πως αν αυτά τα μικρά χέρια έχουν ακινητοποιηθεί, κάτι τρέχει.
2. Όταν έλεγαν ψέματα, οι νοσοκόμες παρουσίαζαν αυξημένη συχνότητα στην αυτεπαφή χεριού – προσώπου. Όλοι αγγίζουμε το πρόσωπο μας κατά διαστήματα στην πορεία μιας συζήτησης, η συχνότητα όμως αυτών των μικρών κινήσεων αυξάνει δραματικά όταν θέλουμε να εξαπατήσουμε κάποιον. Ορισμένες κινήσεις χεριού – προσώπου είναι πιο διαδεδομένες σ’ αυτές τις περιπτώσεις και η φύση της κίνησης του χεριού αλλάζει ανάλογα με το μέρος του κεφαλιού που αγγίζει. Οι πιο συχνές υποκριτικές χειρονομίες είναι: το Χάιδεμα του Πηγουνιού, η Πίεση των Χειλιών, το Σκέπασμα του Στόματος, το Άγγιγμα της Μύτης, το Τρίψιμο του Μάγουλου, το Ξύσιμο του Φρυδιού, το Τράβηγμα του Αυτιού και το Στρώσιμο των Μαλλιών. Στη διάρκεια μιας προσπάθειας εξαπάτησης οποιαδήποτε απ’ αυτές τις κινήσεις μπορεί να παρουσιάσει έντονη αύξηση συχνότητας, αλλά δύο προτιμούνται ιδιαίτερα: το Άγγιγμα της Μύτης και το Σκέπασμα του Στόματος.
Το Σκέπασμα του Στόματος το καταλαβαίνουμε εύκολα. Από το στόμα του ομιλητή βγαίνουν λόγια ψεύτικα και το μέρος του μυαλού του που ενοχλείται απ’ αυτό, του στέλνει το σήμα να σκεπάσει το στόμα του. Ασυνείδητα ο ψεύτης σηκώνει το χέρι του σαν για να αυτοφιμωθεί, από την άλλη μεριά όμως ξέρει πως πρέπει να αφήσει τα λόγια να βγουν από το στόμα του. Το άλλο κομμάτι του μυαλού του δεν επιτρέπει την κάλυψη. Το λεκτικό ψέμα πρέπει να κυλήσει αβίαστο. Το αποτέλεσμα είναι ένα αποτυχημένο φίμωμα, με την κίνηση του χεριού προς το στόμα να καταλήγει σε μερική μόνον επαφή. Υπάρχουν πολλές τυπικές μορφές τέτοιας κίνησης. Ανάμεσά τους: τα δάχτυλα ανοιχτά σαν βεντάλια μπροστά στο στόμα, ο δείχτης που ακουμπάει στο πάνω χείλος, ή το χέρι στην άκρη του στόματος. Είναι σημαντικό να προσθέσουμε πως όταν βλέπουμε κάποιον να κάνει αυτό το μερικό σκέπασμα του στόματος, δεν πρέπει να συμπεραίνουμε απαραίτητα πως λέει ψέματα. Σημαίνει απλώς ότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να λέει ψέματα τότε, παρά στις περιπτώσεις που το χέρι του δεν ανεβαίνει προς το στόμα.
Το Σκέπασμα του Στόματος έχει ένα αδύνατο σημείο: παραείναι εμφανές το μήνυμα του. Καμιά φορά όταν γίνεται αδέξια από ένα παιδί μπορεί να προκαλέσει άμεσα σχόλια, του τύπου: “Πάψε να μουρμουράς μέσα από το χέρι σου. Τι προσπαθείς να κρύψεις;” Οι πιο εξελιγμένες κινήσεις του ενήλικου πάνω στο στόμα μπορεί να αποφύγουν αυτό το ανοιχτό ξεσκέπασμα, εξακολουθούν όμως να είναι υπέρ το δέον αποκαλυπτικές. Η λύση δίνεται από μιαν αύξηση της εκτροπής στην κίνηση, πράγμα που μας φέρνει στην άλλη χαρακτηριστική δράση- ένδειξη – το Άγγιγμα της Μύτης.
Πολλοί παρατηρητές έχουν επισημάνει ότι ψέμα και άγγιγμα της μύτης πάνε μαζί, κανείς όμως δεν δοκίμασε να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό. Η απάντηση φαίνεται να είναι διπλή. Καταρχήν το χέρι που ανεβαίνει να κρύψει το ψέμα, παρεκκλίνει υποχρεωτικά και βέβαια η μύτη είναι πολύ κοντά. Ίσως το χέρι θα μπορούσε να πάει στο σαγόνι αλλά δεν θα κάλυπτε το στόμα, ίσως θα μπορούσε να πάει στο μάγουλο αλλά έτσι θα χρειαζόταν να κινηθεί πολύ πλάγια. Η μύτη όμως που προεξέχει και βρίσκεται πάνω από το στόμα είναι ιδανικό σημείο, γιατί το χέρι δεν έχει παρά να κινηθεί μερικά εκατοστά πάνω από τα χείλη και να συνεχίσει να καλύπτει ενμέρει το στόμα, ενώ εμφανώς ασχολείται με τη μύτη.
Σαν μεταμφιεσμένο σκέπασμα του στόματος, το Άγγιγμα της Μύτης έχει γίνει η πιο διαδεδομένη χειρονομία απόκρυψης, υπάρχει όμως κι ένας δεύτερος λόγος που συγκεντρώνει την προτίμηση όλων. Όταν έρχεται η στιγμή ενός σκόπιμου ψέματος, υπάρχει, ακόμη και στον πιο έμπειρο ψεύτη, μια ελαφριά αύξηση της έντασης. Η αύξηση αυτή προκαλεί μικρές μεταβολές στη φυσιολογία, μερικές από τις οποίες επιδρούν πιθανώς πάνω στην ευαισθησία του εσωτερικού επιστρώματος της μύτης δημιουργώντας φαγούρα. Η αίσθηση αυτή μπορεί να είναι σχεδόν αδιόρατη, να μην την παίρνουμε καν είδηση, μας κάνει όμως τη μύτη πιο ελκυστικό μέρος για την εκτροπή του χεριού. Δεν προκαλεί απαραίτητα την κινητοποίηση του χεριού, αλλά το βοηθάει απλώς να κατευθυνθεί προς τη μύτη όταν έχει αρχίσει την κίνηση σκεπάσματος του στόματος και χρειάζεται κάποια εκτροπή.
3. Όταν έλεγαν ψέματα, οι νοσοκόμες παρουσίασαν μιαν αύξηση στις αλλαγές στάσης του σώματος. Ένα παιδί που δεν βρίσκει ησυχία στην καρέκλα του είναι φανερό πως λαχταρά να φύγει, και όλοι οι γονείς αναγνωρίζουν αμέσως αυτά τα συμπτώματα της ανυπομονησίας. Στους ενήλικους αυτά τα συμπτώματα είναι μειωμένα ή καταπιεσμένα – γιατί και πάλι είναι υπερβολικά φανερά σημάδια δυσφορίας – χωρίς όμως να εξαφανίζονται εντελώς. Αν παρακολουθήσουμε από κοντά έναν ενήλικο που λέει ψέματα, θα δούμε ότι κάνει μικρές, ανεπαίσθητες μετακινήσεις του σώματος και ότι τις κάνει πολύ πιο συχνά από όταν λέει αλήθεια. Δεν θα συστρέφει πια ολόκληρο το σώμα σαν τα παιδιά, αλλά κάνει μικρές αλλαγές στη στάση του κορμού καθώς περνάει από τη μια καθιστή στάση στην άλλη.
Αυτές οι ανεπαίσθητες σωματικές μεταθέσεις λένε: “Θα ήθελα να ήμουνα κάπου αλλού” και οι αλλαγές της στάσης είναι έντονα παρεμποδισμένες απόπειρες φυγής.
4. Όταν έλεγαν ψέματα, οι νοσοκόμες έκαναν μεγαλύτερη χρήση μιας ιδιαίτερης δράσης του χεριού, του Αδιάφορου Κουνήματος του Χεριού. Ενώ οι άλλες χειρονομίες μειώνονταν σε συχνότητα, αυτή αυξανόταν. Ήταν σαν τα χέρια να ήθελαν να αποσείσουν κάθε ευθύνη για τα λογία του στόματος.
Όταν έλεγαν ψέματα οι νοσοκόμες, οι εκφράσεις του προσώπου τους ήταν σχεδόν ίδιες μ’ αυτές που είχαν όταν έλεγαν αλήθεια. Σχεδόν ίδιες, όχι εντελώς, γιατί υπήρχαν ακόμη και στα πιο ελεγχόμενα πρόσωπα μικροεκφράσεις που άφηναν να διαρρέει η αλήθεια. Αυτές οι μικροεκφράσεις ήταν τόσο ανεπαίσθητες και γρήγορες – σε κλάσματα δευτερολέπτου – που ένας ανεκπαίδευτος παρατηρητής δεν θα τις καταλάβαινε. Ύστερα όμως από ειδική εξάσκηση και με τη βοήθεια του αργού γυρίσματος, οι παρατηρητές μπόρεσαν να τις εντοπίσουν και στην κινηματογράφηση με κανονική ταχύτητα. Έτσι, για τον ειδικευμένο παρατηρητή, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να πει ψέματα.
Αυτές οι μικροεκφράσεις είναι αποτέλεσμα της μεγάλης ταχύτητας και ικανότητας του προσώπου να αντανακλά τα εσωτερικά συναισθήματα. Όταν μια αλλαγή διάθεσης θέλει να εκφραστεί, είναι δυνατό να καταγραφεί μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο στη μετακίνηση των μυών του προσώπου. Το αντίθετο μήνυμα από τον εγκέφαλο που διατάζει το πρόσωπο να “κλείσει”, συχνά δεν προλαβαίνει να ακυρώσει την πρώτη εντολή έκφρασης. Το αποτέλεσμα είναι να αρχίζει μια έκφραση και μισό δευτερόλεπτο αργότερα να ακυρώνεται από ένα αντίθετο μήνυμα. Αυτό που συμβαίνει στο πρόσωπο μέσα σ’ αυτή την απειροελάχιστη καθυστέρηση είναι μια μικροσκοπική, φευγαλέα ένδειξη έκφρασης. Η κατάργησή της είναι τόσο γρήγορη που οι περισσότεροι δεν τη βλέπουν, αν όμως παρακολουθήσει κανείς προσεχτικά καταστάσεις ψέματος, η αλλαγή αυτή μπορεί να εντοπιστεί και αποτελεί μιαν από τις καλύτερες ενδείξεις ξεγελάσματος.
Υπάρχει μια σοβαρή κριτική όλων αυτών των πειραμάτων. Οι Αμερικανοί ερευνητές οργάνωσαν ένα εργαστηριακό πείραμα που, μέσα στα όρια του, λειτούργησε σωστά. Μας λέει αρκετά καθαρά τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να πουν ψέματα και μας δείχνει πώς αποτυγχάνουν οι ανθρώπινες δράσεις στην προσπάθειά τους να εξαπατήσουν εντελώς το θεατή τους. Μας επιτρέπει να εντοπίσουμε τις μικροσκοπικές κινήσεις που αποκαλύπτουν την απάτη. Αλλά επειδή το πείραμα αυτό ερευνά μόνο το ψέμα, δεν είναι σε θέση να μας πει αν αποτελεί και τη μόνη περίσταση που εμφανίζονται αυτές οι αλλαγές συμπεριφοράς. Αποδεικνύει ότι υπάρχει μια αύξηση στις δράσεις χεριού – προσώπου και μια μείωση στις χειρονομίες γενικότερα όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να λένε ψέματα, δεν μπορεί όμως να μας αποκλείσει την περίπτωση να υπάρχουν και άλλες περιστάσεις, εκτός από το ψέμα, που προκαλούν αυτά τα φαινόμενα. Με άλλα λόγια, είναι το ψέμα το κλειδί ή ένα μέρος μόνον του κλειδιού;
Οι επιτόπιες μελέτες τείνουν να αποδείξουν πως αποτελεί μόνον ένα μέρος του κλειδιού. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: δυο άνθρωποι κάθονται και μιλούν όταν ξαφνικά ένας απ’ αυτούς ξεσπάει σε μια έντονη βρισιά. Η βρισιά είναι τόσο απρόσμενη που ο προσβεβλημένος δεν αντιδρά αμέσως. Μένει μουδιασμένος για κάμποσα λεπτά ενώ οι βρισιές συνεχίζουν. Κάποια στιγμή απαντάει, με ψύχραιμο όμως και συγκρατημένο τρόπο. Στη διάρκεια αυτής της λεκτικής ανταλλαγής, υπάρχει μια στιγμή υψηλής έντασης – η στιγμή της αρχικής βρισιάς – και αυτήν ακριβώς τη στιγμή ο προσβεβλημένος σηκώνει το χέρι του και αγγίζει την πλευρά της μύτης του. Είναι το Αγγιγμα της Μύτης που έχουμε ήδη παρατηρήσει σε στιγμές ψέματος. Αυτός όμως που αγγίζει τώρα τη μύτη του δεν μπορεί να λέει ψέματα γιατί δεν μιλάει. Πολύ πριν ανοίξει το στόμα του, το χέρι έχει ήδη απομακρυνθεί από τη μύτη, έτσι που όταν βγαίνει η απάντηση του είναι ήρεμος και ψύχραιμος. Ένα δεύτερο παράδειγμα: ένας άνθρωπος υποβάλλει έναν άλλον σ’ ένα ερωτηματολόγιο. Οι ερωτήσεις είναι εύκολες και οι απαντήσεις δίνονται αμέσως. Κάποια στιγμή κάνει μια δύσκολη ερώτηση. Καθώς ο ερωτώμενος αρχίζει, μάλλον διστακτικά, την απάντησή του, το χέρι του ανεβαίνει προς τη μύτη του. Κι όμως δεν έχει σκοπό να πει ψέματα. Το ερώτημα δεν είναι τέτοιο που να προκαλεί μια ψευδή απάντηση αλλά μιαν απάντηση κάπως περίπλοκη που πρέπει να σκεφτεί καλά.
Στα δύο παραπάνω παραδείγματα δεν υπάρχει ψέμα, ωστόσο το άγγιγμα της μύτης θυμίζει πολύ τη δράση που γίνεται στις στιγμές του ψέματος. Τι το κοινό έχουν άραγε αυτές οι δύο καταστάσεις; Περιλαμβάνουν και οι δύο μιαν αρχική στιγμή έντασης. Ο προσβεβλημένος που αγγίζει τη μύτη του παραμένει σιωπηλός αλλά από μέσα του έχει αναστατωθεί από την απρόσμενη επίθεση. Από μέσα του βράζει, εξωτερικά όμως μένει ψύχραιμος. Η εσωτερική του συμπεριφορά (οι σκέψεις του) και η εξωτερική (η αδράνεια του) δεν συμβιβάζονται. Το ίδιο και το άτομο που ξαφνικά δέχεται μια δύσκολη ερώτηση, αισθάνεται ένα ρήγμα ανάμεσα στις σκέψεις και τις δράσεις του. Προσπαθεί να απαντήσει εύκολα και άνετα αλλά το μυαλό του εργάζεται έντονα για να αντιμετωπίσει το πολύπλοκο ερώτημα. Έτσι έχουμε κι εδώ διάσταση ανάμεσα στις εσωτερικές σκέψεις και τις εξωτερικές δράσεις.
(Παρατήρηση δική μου: η σκέψη ξεκινά από την γνώση και την φαντασία και μπορεί να καταλήξει στο ψέμα που λέγεται, στο ψέμα που βιώνεται ή στην αλήθεια.)
Αν συγκρίνουμε τώρα αυτές τις δύο καταστάσεις με τη στιγμή του ψέματος, θα δούμε καθαρά ότι έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία. Η ουσία της εσκεμμένης εξαπάτησης είναι ακριβώς ότι αυτό που συμβαίνει μέσα στο μυαλό δεν αντανακλάται από την εξωτερική λεκτική συμπεριφορά. Λέμε το ένα ενώ σκεφτόμαστε το άλλο. Ίσως λοιπόν να είναι μια υπεραπλούστευση αν πούμε πως το Άγγιγμα της Μύτης είναι μια ένδειξη ψέματος. Σωστότερο θα ήταν να λέγαμε ότι το Άγγιγμα της Μύτης κι άλλες παρόμοιες δράσεις αντανακλούν το γεγονός ότι δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσα στις εσωτερικές μας σκέψεις και τις εξωτερικές μας δράσεις. Αυτό μπορεί να περιγραφεί σαν υποκρισία με πολύ γενικότερο τρόπο και το ψέμα δεν αποτελεί παρά μια ειδική περίπτωση αυτής της γενικότερης κατηγορίας. Όταν αγωνιζόμαστε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας ενώ παλεύουμε εσωτερικά με μια προσβολή ή ένα δύσκολο ερώτημα, κατά κάποιο τρόπο υποκρινόμαστε, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς ότι λέμε ψέματα. Με άλλα λόγια δεν αρκεί η υποκρισία για να θεωρηθεί κανείς ανέντιμος. Έτσι αν στήσουμε ένα πείραμα για να ερευνήσουμε τη συμπεριφορά στο ψέμα, κινδυνεύουμε να μας διαφύγει η γενικότερη σημασία της συμπεριφοράς που διαπιστώνουμε.
Επομένως αυτό που δείχνει πραγματικά η Εξωλεκτική Διαρροή δεν είναι ακριβώς το ψέμα, αλλά η ύπαρξη μιας βασικής και οξύτατης διάστασης εσωτερικού – εξωτερικού, όπου οι σκέψεις και οι πράξεις έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους σε στιγμές έντασης. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι δεν μπορούμε γα είμαστε σίγουροι ότι λέει ψέματα εκείνος που αγγίζει με το χέρι τη μύτη του, μπορούμε όμως και είμαστε σίγουροι ότι κάτι συμβαίνει μέσα στο μυαλό του που δεν εξωτερικεύεται και δεν μας μεταδίδεται λεκτικά. Έτσι μπορεί να μη λέει ψέματα, με την ακριβή έννοια του όρου, αλλά οπωσδήποτε μας κρύβει κάτι και το άγγιγμα της μύτης του τον προδίδει.»
Πηγή: Κων/νος Δημ. Μαρίτσας, “Πολιτισμός και Φυσική επιλογή”