Γράφει η Κωτούλα Καλλιόπη Βίλλυ
Πολλές φορές περπατάω στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και ανακατεύομαι με το πλήθος. Προσπαθώ να τους παρατηρήσω, να εντοπίσω έστω ένα κοινό στοιχείο που να με συνδέει μαζί τους, που να μ’ αντιπροσωπεύει, για να καταλάβω επιτέλους που ανήκω. Είδα ανθρώπους βιαστικούς, να τρέχουν για να πάνε στις δουλειές τους και πραγματικά μου θύμισαν αθλητές σκυταλοδρομίας. Κρατούν την σκυτάλη στα χέρια τους και συνεχίζουν ιδρωμένοι και αγχωμένοι τον αγώνα κούρσας, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους και να παραδώσουν την σκυτάλη στον επόμενο αθλητή της δουλείας. Κατά την διάρκεια της κούρσας μπορεί να σκοντάψουν πάνω σε άλλους ανθρώπους, μα αδιαφορούν, ούτε καν γυρίζουν να κοιτάξουν, σαν να μην αντιλήφθηκαν τίποτα. Όχι! Σε αυτή την κατηγορία, δεν ανήκω, γιατί δεν μπορώ να είμαι αδιάφορη και δεν έχω μάθει να τρέχω για να ζήσω… προτιμώ να περπατήσω… και έτσι συνέχισα την βόλτα μου.
Advertisment
Παρακάτω συνάντησα ονειροπόλους, αυτή τη φορά, να μετρούν τα βήματα τους επάνω στο πεζοδρόμιο και να εμπνέονται. Εντυπωσιάστηκα με την σιγουριά τους, πως αυτό το μικρό βήμα που μετρούν, επάνω στον άψυχο πεζόδρομο, ο οποίος είναι στρωμένος μ’ ένα υποτυπώδες μάρμαρο, είναι ικανό να αλλάξει την ζωή τους. Πόσo αφελής σκέψη… Στην εφηβεία μου θυμάμαι, υποστήριζα με σθένος αυτή την άποψη. Το πως δηλαδή, ένα μικρό βήμα είναι ικανό ν’ αλλάξει την ζωή μας. Μα όταν ενηλικιώθηκα και βγήκα εκεί έξω, στην όμορφη και δήθεν υποσχόμενη πόλη, βρέθηκα αντιμέτωπη όχι μόνο με τους θηριανθρώπους, που έδειχναν έτοιμοι να με κατασπαράξουν, επιδεικνύοντας μου τα μυτερά και ετοιμοπόλεμα δόντια τους, για να με κατατάξουν στην λίστα της εύκολης λείας, αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό, ανήμπορο, και τρομαγμένο να αντιδράσει στα μεγαθήρια. Έτσι επέλεξα την λύση της φυγής, από την καθηλωτική υποταγή. Ίσως τελικά αυτοί οι ονειροπόλοι, είναι οι καλλιτέχνες αυτής της πόλης, μα δυστυχώς, εγώ δεν είμαι καλλιτέχνης.
Αντάμωσα, παιδιά, μαθητές, με βλέμματα «τεχνολογίας». Tα χέρια τους και τα μάτια τους, ήταν κολλημένα επάνω στην οθόνη του «έξυπνου» τηλεφώνου τους. Ανησύχησα και φοβήθηκα ταυτόχρονα, για την ενόραση της νέας γενιάς. Σκέφτηκα πως με όλο αυτόν τον βομβαρδισμό της τεχνολογίας που δέχονται, τυφλώνονται πνευματικά. Μόνο που αυτά τα βλήματα δεν παραλύουν το σώμα, αλλά αδρανοποιούν το μυαλό, βάζοντας το σε λειτουργία πτήσης και όλες οι αισθήσεις λειτουργούν αθόρυβα. Κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν άκουσε, δεν μύρισε και δεν γεύτηκε τίποτα, μέχρι που εξασθενούν και παύουν πια να υπάρχουν. Πραγματικά είναι έξυπνα τηλέφωνα, αφού καταφέρνουν να αφανίσουν τις αισθήσεις και να τις αντικαταστήσουν με τις «διαδικτυακές» ψευδαισθήσεις. Δεν τα εμπιστεύομαι τα έξυπνα τηλέφωνα, θα επιμείνω στα χαζά τηλέφωνα, τα οποία δεν έχουν εφαρμογές και είναι απλά στη χρήση τους!
Απογοητευμένη πια, κάθομαι στην έξοδο ενός πολυκαταστήματος, ανοίγω την τσάντα μου και βγάζω το τελευταίο κομμάτι σοκολάτας που μου είχε απομείνει. Τότε με πλησιάζει κουτσαίνοντας ένα σκυλί, αρκετά ευτραφή θα έλεγα, χρώματος κανελί. Στην αρχή μυρίζει τα παπούτσια μου και προσπαθεί να βάλει την μουσούδα του, μέσα στην παλάμη του χεριού μου, όχι όμως για να ζητήσει κάποιο απαλό χάδι, αλλά για να ζητιανέψει, αυτό ο κομμάτι σοκολάτας.
Advertisment
– Α… ρε κακομοίρα Αθήνα… ψιθύρισα και της έδωσα το κομμάτι. Εκείνη την στιγμή, αυθόρμητα βάφτισα τον σκύλο Αθήνα, ούτε καν κοίταξα αν είναι θηλυκό ή αρσενικό. Έκανα ένα συνειρμό… για μια στιγμή πίστεψα πως κάπως έτσι ψάχνει να βρει την έξοδο της από το τούνελ της κρίσης, αυτή η υποσχόμενη πόλη, ακολουθώντας όποιους έχουν κρυμμένα μέσα στα χέρια τους μικρά γλυκά κομμάτια εθιστικής γεύσης, όπως αυτή της σοκολάτας, που κάνουν τα πάντα για να την φάνε! Η Αθήνα καταβρόχθισε το κομμάτι και συνέχισε τον δρόμο της κουτσαίνοντας, πήγε ακριβώς στο απέναντι μαγαζί, το οποίο ήταν ένα σουβλατζίδικο και πάλι ζητιάνευε φαγητό… Είχε τον τρόπο της και κατάφερνε πάντα να κερδίζει ένα μεζέ σε κάθε τραπέζι που πλησίαζε. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα ματιά μου από πάνω της. Ήμουν σίγουρη πως αυτό το σκυλί έκρυβε ένα μεγάλο μυστικό, μέχρι και σήμερα δεν ξέρω τι ήταν αυτό που πυροδότησε την περιέργεια μου, αλλά το είχα πάρει απόφαση, να διαλευκάνω αυτό το μυστήριο! Έτσι πήρα στο κατόπι την Αθήνα. Διασχίσαμε την οδό Αθηνάς, αυτή περπατώντας, κουτσαίνοντας στο μπροστινό δεξί της πόδι και εγώ η πιστή ακόλουθος της λίγα μέτρα παραπίσω. Οι δυνατές φωνές, των ντελάληδων από την Βαρβάκειο Αγορά, γεμάτες πάθος και λύσσα, ηχούσαν με αηδία στα αυτιά μου…
«- Εδώ τα καλά κρέατα!… – Κοτόπουλο ντόπιο!… – Αρνάκι του γάλακτος… – Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μην δίνει!!!»… και άλλα τέτοια συνθήματα στοίχειωναν τους πάγκους των ωμών κρεάτων. Την Αθήνα όμως δεν την αηδίασαν αυτές οι φράσεις, αντιθέτως την προσέλκυσαν οι έντονες μυρωδιές του φρέσκου αίματος. Έστριψε δεξιά και μπλέχτηκε αμέσως με τον κόσμο της κρεαταγοράς. Πραγματικά, όλα ήταν ένα κουβάρι, άνθρωποι να πηγαινοέρχονται και να κοιτάζουν τους πάγκους, οι πιο τυχεροί, έβαζαν με ορμή τα γυμνά τους χέρια μέσα στα κρέατα, για να επιλέξουν το καλύτερο κομμάτι μπριζόλας λαιμού ή σπάλας. Οι πιο άτυχοι, θαύμαζαν τις κότες, τις γαλοπούλες, τα αρνιά και τα αγριογούρουνα, κρεμασμένα από το τσιγκέλι. Ήθελαν τόσο πολύ να τα αποκτήσουν, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσαν. Πρώτη φορά ο Θάνατος είχε τόσους πολλούς ανωνύμους θαυμαστές.
Κάπου εκεί σε ένα πάγκο, ήταν και η Αθήνα. Περίμενε υπομονετικά στηριζόμενη στα τρία της πόδια, να της δώσουν ένα κομμάτι κρέας ή ένα κόκκαλο. Οι υποψήφιοι πελάτες όμως την αγνοούσαν. Στεκόντουσαν δίπλα της και γέμιζαν τις σακούλες τους με σάρκες, ενώ κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να την διώξουν, μα αυτή εκεί ατάραχη περίμενε το δικό της κομμάτι. Όμως αυτό το κομμάτι δεν ερχόταν ποτέ. Πήγε στον επόμενο πάγκο, ο οποίος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο, διότι ο χασάπης που έκοβε εκείνη την στιγμή το κρέας, ξεχώριζε όλα τα κόκκαλα και τα έβαζε μέσα σε μια μεγάλη πράσινη σακούλα. Τα μάτια της έλαμψαν και ξερογλειφόταν συνέχεια. Για να τραβήξει την προσοχή του χασάπη γάβγισε τέσσερις φορές. Αν μπορούσε να μιλήσει θα έλεγε… «- Ρίξτε μου αυτό το μεγάλο κόκκαλο σας παρακαλώ!» Όμως ο χασάπης δε γύρισε να την κοιτάξει,. Ο ήχος του μπαλτά την ώρα που τσάκιζε το κρέας στα δυο, όταν πιο δυνατός από το γάβγισμα της. Όταν τελείωσε το τεμάχισμα, έβαλε όλα τα κόκκαλα μέσα στην σακούλα, την έδεσε και την πέταξε μέσα σ’ ένα μαύρο κάδο. « – Πόσο άτυχη είσαι Αθήνα… ούτε ένα κόκκαλο δεν σου δίνουν να γλύψεις», αναλογίστηκα… Παρόλα αυτά εκείνη δεν το έβαλε κάτω.
Πλησίασε τον μαύρο κάδο και άρχισε να τον μυρίζει, να κουνάει γρήγορα την ουρά της και να σιγοκλαίει. Ήξερε ότι μέσα βρισκόταν ο δικός της θησαυρός και με κάποιον τρόπο έπρεπε να τον πάρει. Άρχισε να σπρώχνει με το κεφάλι της τον κάδο, αλλά ήταν πολύ βαρύς και ο κάδος δεν κουνιόταν, ούτε ένα εκατοστό. Εκείνη όμως δεν το καταλάβαινε. Ο κόσμος είχε σταματήσει και την κοίταζε. Οι περισσότεροι σχολίαζαν, πως είναι δυνατόν ένα κουτσό σκυλί, να προσπαθεί να μετακινήσει τον κάδο. Ήταν τόσο εμφανές αυτό που ήθελε να κάνει. Έσπρωχνε επίμονα με το κεφάλι της τον κάδο. Τα μικρά παιδιά που παρακολουθούσαν το περιστατικό, πίστεψαν πως χτυπούσε το κεφάλι της στον κάδο και με κλάματα επαιτούσαν από τους γονείς τους, να τρέξουν για να την σώσουν. Η Αθήνα χωρίς να το γνωρίζει έδινε την πρώτη παράσταση της ζωής της. Ξαφνικά ακούστηκε μια επιβλητική και άγρια φωνή. Ήταν η φωνή του χασάπη. Βγήκε εξοργισμένος με την άσπρη του ποδιά γεμάτη αίματα, κρατώντας ένα κόκορα στο δεξί του χέρι και ένα επαγγελματικό μαχαίρι στο αριστερό. Σήκωσε το αριστερέ του χέρι, πλησίασε απειλητικά την Αθήνα και της είπε… «- Φύγε από εδώ βρωμόσκυλο… τρομάζεις τους πελάτες… Ουστ» και έστρεψε το μαχαίρι καταπάνω της.
Όλοι είχαμε παγώσει, κανείς δεν μιλούσε, φανήκαμε δειλοί, ίσως να μας φόβισε το μαχαίρι και ο ξεπουπουλιασμένος κόκορας. Απλά περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει. Η Αθήνα, τον κοίταξε, του γάβγισε μια φορά και εκείνος εκνευρίστηκε ακόμη περισσότερο… « Τώρα θα δεις τι θα πάθεις!»… της είπε και όρμηξε κατά πάνω της. Η Αθήνα έκανε ένα σάλτο, άρπαξε τον κόκορα μέσα από το χέρι του και άρχισε να τρέχει. Πάτησε και τα τέσσερα πόδια της στο έδαφος και άρχισε να τρέχει. Το κουτσό σκυλί έτρεξε και όλοι εμείς την χειροκροτούσαμε! Μέχρι και σήμερα αναρωτιέμαι αν ήταν κουτσή στ’ αλήθεια. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως, η Αθήνα ήταν γενναία!
ΤΕΛΟΣ
Κωτούλα Καλλιόπη Βίλλυ