Η ανθρώπινη δύναμη φαίνεται πως είναι αστείρευτη. Οι περισσότεροι από εμάς δεν το συνειδητοποιούμε μέχρι να υπάρξει πραγματική ανάγκη να την ενεργοποιήσουμε. Κάποιες φορές αυτό που μπορεί να συμβεί ξεπερνά κάθε φαντασία, μοιάζει περισσότερο με χολιγουντιανή ταινία, παρά με την πραγματικότητα.
Στις απίστευτες ιστορίες επιβίωσης που ακολουθούν οι πρωταγωνιστές ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Κλήθηκαν να επιβιώσουν σε ακραίες συνθήκες, μέσα στη θάλασσα, στη ζούγκλα του Αμαζονίου, απέναντι από άγρια ζώα. Και τα κατάφεραν κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Έδειξαν ότι η θέληση για ζωή μπορεί να νικήσει κάθε ακραία κατάσταση. Η εμπειρία τους σίγουρα τους έχει στιγματίσει για μια ζωή. Αλλά δείχνουν τη γενναιότητα να μιλήσουν γι’ αυτή, να τη μοιραστούν και να βροντοφωνάξουν ότι η ανθρώπινη πίστη πάντα νικά!
Advertisment
Alcides Moreno
Θαύμα θα χαρακτήριζε κανείς την επιβίωση του Alcides Moreno, του ανθρώπου που το 2007 έκανε «βουτιά» 47 ορόφων και δε σκοτώθηκε! Μαζί με τον αδερφό του, Edgar, ο Alcides είχε προσληφθεί ως καθαριστής παραθύρων στη Νέα Υόρκη όταν μια μέρα γλίστρησαν από την πλατφόρμα εργασίας και έπεσαν στο κενό. Ο Edgar έχασε τη ζωή του ακαριαία, αλλά ο Alcides, ως εκ θαύματος, έζησε. Έμεινε σε κώμα, έσπασε τα πλευρά του, το δεξί του χέρι, τα πόδια του και τραυμάτισε τη σπονδυλική του στήλη, όμως αποδείχτηκε μαχητής.
«Αν πιστεύεις στα θαύματα, αυτό είναι ένα από αυτά. Τα έχω δει όλα ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω, μέχρι τη στιγμή που είδα αυτό» είπε ο γιατρός του Alcides, Philip Barrie, στο Πρεσβυτεριανό Νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Ο Αμερικανός όχι μόνο ξύπνησε από το κώμα, αλλά κατάφερε να περπατήσει, μετά από εγχειρήσεις και εκτεταμένες φυσικοθεραπείες.
Advertisment
Το 2014 ο Alcides είπε στη New York Post: «Δεν ξέρω γιατί είμαι ακόμα εδώ, ζωντανός να περπατώ. Ίσως ο Θεός μου έκανε ένα δώρο. Τα παιδιά μου πιστεύουν ότι ζω γιατί ποτέ δεν κάνω κακές ευχές για κανέναν. Δεν παραπονιέμαι. Έχω τη γυναίκα και τα παιδιά μου μαζί. Είμαι χαρούμενος, χαρούμενος που είμαι εδώ. Πρέπει να προχωρώ μέρα με τη μέρα. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ανάρρωσης».
Aron Ralston
Η ιστορία του Aron Ralston έγινε παγκοσμίως γνωστή καθώς οι λάτρεις του σινεμά την παρακολούθησαν στην ταινία «127 ώρες» με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Φράνκο.
Το 2003 ο Ralston αποφάσισε να εξερευνήσει τα βουνά στο Canyonlands National Park στη Γιούτα, σε ένα ταξίδι που δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν. Σε μια προσπάθειά του να περάσει ένα φαράγγι γλιστράει και πέφτει μέσα. Και σαν να μην ήταν αρκετή η πτώση του, ένας βράχος πέφτει και τον ακινητοποιεί, καθώς καταλήγει πάνω στο χέρι του. Για 5,5 περίπου μέρες κάνει ό,τι μπορεί, ελπίζοντας ότι θα καταφέρει να απελευθερώσει το χέρι του, που σταδιακά νεκρώνει. Μάταια. Και τότε μια σκέψη του περνάει από το μυαλό, μια σκέψη που κάνει τελικά πράξη, προκαλώντας ανατριχίλα. Ακρωτηριάζει το άκρο του από τον ώμο παραλύοντας από τους φρικτούς πόνους.
«Είχα συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να το κόψω για να μπορέσω να βγω, αλλά αντιστεκόμουν. Δεν ήθελα να το κάνω« λέει χαρακτηριστικά. Περιγράφει τη στιγμή που κατάφερε να σκαρφαλώσει και να βγει από το φαράγγι ως τη μέρα που γεννήθηκε ξανά «μιας και είχα δεχτεί ότι θα πέθαινα εκεί μέσα». Μέσα στα αίματα εντοπίστηκε από μια οικογένεια πεζοπόρων. Οι διασώστες τον μετέφεραν αεροπορικώς στο νοσοκομείο και ίδιος συνέχιζε να τους εκπλήσσει καθώς δεν έχασε τις αισθήσεις του και κατέληξε να μπαίνει στα Επείγοντα χωρίς καμία βοήθεια!
Από τη μέρα του ατυχήματος ο Aron έχει επανέλθει στο φαράγγι περίπου 10 φορές, με φίλους, τηλεοπτικά συνεργεία και φυσικά με τους παραγωγούς της ταινίας. Μετά από αγώνα, πίστη και θέληση έχει καταφέρει να κάνει αυτά που θέλει με τη χρήση προσθετικού χεριού. «Αφού αυτό δεν με σκότωσε, τίποτα δεν μπορεί» υποστηρίζει.
Paul Templer
Καμία δυσκολία δεν μπορεί πια να φοβίσει τον Paul Templer, τον άνθρωπο που είδε τον κόσμο μέσα από το στόμα ενός ιπποπόταμου!
Το 1995 ο Paul σε ηλικία 27 ετών εργαζόταν ως ξεναγός στους καταρράκτες της Βικτόρια, στα σύνορα μεταξύ Ζάμπια και Ζιμπάμπουε. Σε μία από τις βόλτες, ένας ιπποπόταμος επιτέθηκε στο κανό του με αποτέλεσμα ο συνάδελφός του να πέσει στο νερό και εκείνος να τρέξει να τον σώσει. Ο ιπποπόταμος τον άρπαξε και ο μισός κατέληξε στο στόμα του, κάτω από το νερό, ενώ ο άλλος μισός πάλευε να σωθεί. «Όταν με δάγκωσε ένιωσα μια απαίσια μυρωδιά και μια πίεση στο στήθος μου. Ο λαιμός του μύριζε σαν θάνατος» είπε ο επιζών στην εφημερίδα Guardian.
Μετά από απεγνωσμένες προσπάθειες ο Paul δραπέτευσε από το στόμα του ιπποπόταμου και βγήκε στην επιφάνεια, αλλά η φρενήρης επίθεση δεν είχε τελειώσει εκεί για το κήτος. Ο ιπποπόταμος συνέχιζε να τον χτυπά με μανία, σκίζοντας το πόδι του, καταστρέφοντας το χέρι του, σπάζοντας τα πλευρά του και τρυπώντας την πλάτη και το στήθος του.
Μετά από εφτάωρη εγχείρηση, στην οποία οι γιατροί αναγκάστηκαν να του ακρωτηριάσουν το διαλυμένο χέρι του, ξεκίνησε ο δύσκολος δρόμος της ανάρρωσης. O Paul εγκατέλειψε τη δουλειά του και άρχισε να δουλεύει σε ένα γραφείο, ενώ πέρασε κατάθλιψη. Μερικούς μήνες μετά ένιωσε ότι είχε έρθει η στιγμή να σταματήσει να λυπάται τον εαυτό του. Έγινε ομιλητής, συγγραφέας και ιδρυτής ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος για ανάπηρα παιδιά στο Μίτσιγκαν και τη Νότια Αφρική. Δύο χρόνια μετά την επίθεση τόλμησε την επιστροφή του στον τόπο που άλλαξε τη ζωή του και έκανε ξανά μια βόλτα με ένα ειδικά διαμορφωμένο καγιάκ.
Steven Callahan
Εβδομήντα έξι μέρες. Αυτό τον αριθμό δεν πρόκειται ποτέ να τον ξεχάσει ο αμερικανός συγγραφέας και ιστιοπλόος Steven Callahan, που δεν πίστευε ποτέ ότι η θάλασσα που τόσο αγαπούσε παραλίγο να γίνει ο υγρός τάφος του.
Το 1982 αποφάσισε να σαλπάρει για τις Κανάριες νήσους με ένα μικρό ιστιοπλοϊκό που είχε φτιάξει μόνος του. Η εμπειρία συναρπαστική, όπως υποστήριξε το 1992 σε άρθρο του στον Guardian, μια εμπειρία που ονειρευόταν από την παιδική του ηλικία. Και ενώ αρχικά ο καιρός ήταν καλός, στο ταξίδι της επιστροφής τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Το χτύπημα ενός μεγάλου κήτους ήταν αυτό που δημιούργησε μια τεράστια τρύπα στο σκάφος, που άρχισε να μπάζει νερά και σταδιακά να βυθίζεται. Ο Callahan έμεινε τελικά πάνω σε ένα φουσκωτό, στη μέση του Ατλαντικού, με τα κύματα να το χτυπάνε αμείλικτα, ελάχιστο φαγητό και νερό.
«Πάνω στη σχεδία σκέφτηκα πολλά και μετάνιωσα κάθε λάθος που είχα κάνει. Είχα πάρει διαζύγιο και ένιωθα αποτυχημένος στο θέμα των ανθρώπινων σχέσεων, στη δουλειά μου και τώρα και στην ιστιοπλοΐα. Ήθελα οπωσδήποτε να επιβιώσω για να φτιάξω τη ζωή μου» είχε πει στον Guardian.
Κανένα από τα πλοία που πέρναγαν σε κοντινή απόσταση δεν τον έβλεπαν και την 50η μέρα ο Callahan πάλευε με μία τρόμπα να κρατήσει ζωντανό το φουσκωτό. «Έβλεπα το ρολόι μου και τα λεπτά να περνάνε. Το μυαλό και το σώμα μου κατέρρεαν. Σκεφτόμουν ότι σε λίγο θα ήμουν νεκρός. Ένιωθα ότι έβλεπα γύρω μου όλους εκείνους που είχαν πεθάνει στη θάλασσα» είχε πει.Τελικά εντοπίστηκε από κάτι ψαράδες που τον έσωσαν. Είχε χάσει το ένα τρίτο του βάρους του, ήταν αφυδατωμένος, καμμένος από τον ήλιο και χρειάστηκαν έξι περίπου εβδομάδες για να μπορέσει να περπατήσει ξανά.
Juliane Koepcke
Οι ιστορίες επιβίωσης από αεροπορικές τραγωδίες είναι πολλές. Αυτή της Juliane Koepcke, αξίζει σίγουρα της προσοχής μας καθώς η 17χρονη τότε κοπέλα ήταν η μόνη επιζήσασα, που πάλεψε να επιβιώσει για 10 μέρες ολομόναχη στη ζούγκλα του Αμαζονίου, επιβεβαιώνοντας τη θέλησή της για ζωή.
Την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1971 το αεροπλάνο της πτήσης 508 της εταιρείας Lansa, με προορισμό το Πουκάλπα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, δέχεται χτύπημα κεραυνού και πέφτει, παρασύροντας στο θάνατο και τους 99 επιβάτες, εκτός της Juliane. H ανήλικη κοπέλα, που έχασε τη μητέρα της η οποία βρισκόταν στην ίδια πτήση, βρίσκεται δεμένη στο κάθισμά της στο τμήμα της ατράκτου που κόπηκε και έπεσε πάνω σε δέντρα στο τροπικό δάσος. Φορώντας ένα λινό φόρεμα και ένα παπούτσι (το άλλο είχε χαθεί στη συντριβή), με σπασμένη κλείδα και τραύματα από την πτώση, χωρίς τρόφιμα παρά μόνο με μια σακούλα καραμέλες καλείται να επιβιώσει και να συγκατοικήσει με τζάγκουαρ, σκορπιούς και φίδια μέσα στη ζούγκλα.
Δέκα μέρες μετά τη συντριβή του αεροπλάνου, στις 3 Ιανουαρίου του 1972, η Koepcke βρέθηκε από τρεις δασοκόμους. Τα απομνημονεύματά της από τη συντριβή με τον τίτλο «When I Fell from the Sky» κυκλοφόρησαν στην πατρίδα της τη Γερμανία το 2011.
«Μερικές φορές νιώθω άτυχη που μεταφέρω αυτό το μεγάλο βάρος, γιατί είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο για την ψυχή. Είναι πάντα εκεί, σαν έναν επισκέπτη που μπήκε στη ζωή μου και παρόλο που τον απορρίπτω, συνεχίζει να υπάρχει. Δεν μπορώ να τον απομακρύνω. Αλλά είμαι υγιής και μπορώ να κάνω τη δουλειά που αγαπώ και ίσως έτσι έπρεπε να γίνει. Ναι, τελικά νιώθω ότι είμαι πάρα πολύ τυχερή» είχε πει η ζωολόγος στην Telegraph.