Του Γιώργου Κολέμπα
Ένα σωρό αγροτικά προϊόντα της ελληνικής γης βγαίνουν από την αφάνεια, καλλιεργούνται, προωθούνται και αρχίζουν να αποφέρουν αποτελέσματα.
Advertisment
Κρόκος Κοζάνης
Το χρυσάφι της ελληνικής γης όπως αποκαλείται, συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές του ιδιότητες. Ο Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών Κοζάνης ιδρύθηκε το 1971, απαρτίζεται από 1.500 μέλη και έχει το αποκλειστικό δικαίωμα συλλογής, συσκευασίας και διακίνησης του κρόκου. Η ίδρυση του Συνεταιρισμού δημιούργησε ένα φορέα που έχει τη συνολική ευθύνη της συγκέντρωσης, επεξεργασίας, τυποποίησης και διάθεσης του προϊόντος, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητά του και να αποφεύγεται η νοθεία που γινόταν στο παρελθόν, από τους εμπορομεσίτες, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση και την αρνητική εικόνα του προϊόντος.
Καταναλώτριες χώρες θεωρούνται οι Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ελβετία, Αγγλία, Γερμανία, Σκανδιναβικές και Κάτω Χώρες, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Βραζιλία, Αργεντινή, Ιαπωνία.
Advertisment
Σπαράγγι
Είναι μια από τις πλέον δυναμικές καλλιέργειες για τη χώρα μας. Είναι ένα καθαρά εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν, αφού το 95% της ελληνικής παραγωγής αποστέλλεται στο εξωτερικό. Τα κυριότερα κέντρα παραγωγής στη χώρα μας βρίσκονται στα Γιαννιτσά, την Καβάλα, την Ημαθία, την Έδεσσα, την Ορεστιάδα, την Αιτωλοακαρνανία και την Ξάνθη.
Μαστίχα Χίου
Η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών είναι αναγκαστικός συνεταιρισμός που ιδρύθηκε το 1938 με τον ιδρυτικό νόμο 1390 και είναι φορέας αποκλειστικής διαχείρισης της φυσικής μαστίχας στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αποτελεί τη συλλογική έκφραση 20 πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών των 24 Μαστιχοχωρίων που βρίσκονται στη νότια Χίο. Σήμερα η Ενωση Μαστιχοπαραγωγών αριθμεί περίπου 5.000 μέλη και είναι ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος οργανισμούς της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Αν και στην τελευταία μεγάλη πυρκαγιά στη Χίο καταστράφηκαν πάρα πολλά μαστιχόδενδρα, η εμπορική δραστηριότητα της Ένωσης είναι κυρίως εξαγωγική, αφού το 60% της ετήσιας παραγωγής της μαστίχας Χίου προωθείται στις αγορές του εξωτερικού -Ευρώπη, Μ. Ανατολή, Αμερική, Αφρική, Αυστραλία, Ασία- ενώ τα σημαντικότερα προϊόντα (μαστίχα, μαστιχέλαιο, τσίκλα Elma) της ΕΜΧ είναι προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ).
Ροδιά
Στην καλλιέργεια ροδιάς στρέφονται οι αγρότες στην Κεντρική Μακεδονία και όχι μόνο, αναζητώντας εναλλακτική λύση μετά την αναγκαστική εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών -και λόγω ΚΑΠ- όπως αυτή του καπνού. Στη Γουμένισσα Κιλκίς π.χ. , πρώην καπνοπαραγωγοί συνέστησαν την ομάδα παραγωγών ροδιού «Το Ρόδι» και καλλιεργούν σε περισσότερα από 500 στρέμματα ροδιές, που αναμένεται να αυξηθούν.
Η καλλιέργεια ροδιών έχει εξαπλωθεί σε νομούς της Β. Ελλάδας, όπως ο νομός Πέλλας. Αναμένεται όμως αύξηση της καλλιέργειας στο μέλλον γιατί το ενδιαφέρον του κόσμου είναι μεγαλύτερο (θεωρείται ότι κάνει καλό στο καρδιαγγειακό σύστημα), εφόσον αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που παρατηρούνται στη διάθεση ασφαλούς πολλαπλασιαστικού υλικού.
Στέβια
Μεταξύ των τριών μόνο χωρών που χορηγήθηκε επίσημη άδεια για την καλλιέργεια της στέβιας, που εκτιμάται ότι μπορεί να αντικαταστήσει την καπνοκαλλιέργεια, συγκαταλέγεται η Ελλάδα. Η στέβια είναι ένα μικρό βότανο που φυτρώνει στη βορειοδυτική Παραγουάη και αποτελεί παραδοσιακό γλυκαντικό των αυτοχθόνων Γουαρανών. Είναι 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, χωρίς καθόλου θερμίδες, ενώ μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις για ανεπιθύμητες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό.
Αντιθέτως, έρευνες του Πανεπιστημίου της Ασουνσιόν στην Παραγουάη έχουν δείξει ότι η στέβια διαθέτει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Ενα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι η κρυσταλλική γλυκιά ουσία της στέβια είναι σταθερή σε θερμοκρασία έως και 200 βαθμών Κελσίου, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με τη συνθετική ασπαρτάμη.
Κοινή μηδική (Medicago sativa)
Είναι πολυετές ψυχανθές φυτό (5-6 έτη) που κατάγεται από τη νοτιοδυτική Ασία και συγκεκριμένα από την περιοχή Ιράν, Ιράκ και Τουρκμενιστάν. Στην Ελλάδα και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο εισήχθη κατά τους Ελληνοπερσικούς πολέμους, τον 5ο αιώνα π.Χ. Η μηδική είναι το σπουδαιότερο χορτοδοτικό φυτό σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που οφείλεται στην υψηλή θρεπτική του αξία. Το χόρτο της μηδικής είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ανόργανα άλατα και βιταμίνες.
Χρησιμοποιείται ως χονδροειδής ζωοτροφή στα σιτηρέσια βοοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και πουλερικών, με τον περιορισμό ότι μπορεί να προκαλέσει τυμπανισμό στα μηρυκαστικά εφόσον καταναλωθεί χλωρή. Τα τελευταία χρόνια, εξαπλώνεται διαρκώς η βιολογική καλλιέργεια της μηδικής, προς κάλυψη των αναγκών των βιολογικά εκτρεφόμενων ζώων, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξάνεται.
Τρούφα
Μια εναλλακτική επιλογή καλλιέργειας, με μικρές απαιτήσεις στις δαπάνες έναρξης και φροντίδας αλλά με υποσχέσεις για μεγάλες αποδόσεις. Πρόκειται για το σπάνιο μανιτάρι με το όνομα «τρούφα», το οποίο αναπτύσσεται υπόγεια (7-15 εκ. από την επιφάνεια), στο ριζικό σύστημα ορισμένων δέντρων ή θάμνων, όπως: φουντουκιά, φλαμουριά, πεύκο, καστανιά, ελιά, πλατύφυλλη ή χνουδωτή βελανιδιά, αμυγδαλιά κ.ά. Στα δέντρα αυτά γίνεται μπόλιασμα της ρίζας με τον μύκητα. Σήμερα, το κόστος εγκατάστασης φυτείας ανά στρέμμα κυμαίνεται από 1.000 έως 1.500 ευρώ (προβλέπεται και επιδότηση από τα σχέδια βελτίωσης), ενώ οι αποδόσεις -ύστερα από μια 5ετία- μπορούν να φτάσουν τα 1.500 ευρώ το στρέμμα.
Φασκόμηλο
Στη Θεσσαλία, στη Ροδόπη αλλά και στο Άγιο Όρος αρχίζει να καλλιεργείται με πολύ καλές αποδόσεις το αρωματικό φυτό με τις ευεργετικές ιδιότητες. Η Salvia officinalis και η Salvia triloba, όπως είναι μερικές από τις επιστημονικές ονομασίες του φασκόμηλου, ήταν γνωστές από την αρχαιότητα, και ο Ιπποκράτης τις χρησιμοποιούσε για θεραπευτικούς σκοπούς. Σήμερα, πάντως, η χρήση της διευρύνθηκε κι εκτός από αφέψημα συναντάται στη φαρμακολογία και στην αρωματοθεραπεία, ενώ ευρεία είναι η χρήση της στην οδοντιατρική, καθώς έχει αποδειχτεί ότι καταπολεμά την οδοντική πλάκα.
Αγριοαγκινάρες
Προτείνεται για λόγους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και ενεργειακούς. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε άγονες και ξηρές περιοχές που είναι ακατάλληλες για άλλες καλλιέργειες, γιατί δεν χρειάζεται νερό και λιπάσματα και καθόλου φυτοφάρμακα. Με την καλλιέργεια αυτή έχουμε και αποκατάσταση των εδαφών διότι δεν χρησιμοποιούμε χημικά πρόσθετα. Η αγριοαγκινάρα, μπορεί να εξελιχθεί στο «ελληνικό ντίζελ», δίνοντας τη δυνατότητα στους αγρότες να βρουν μια αποδοτική καλλιέργεια και στους καταναλωτές ένα φθηνό καύσιμο.
Κτηνοτροφικό ρεβίθι
«Το κουκί και το ρεβίθι» από το δημοφιλές παραμύθι έρχονται στην επικαιρότητα – αυτή τη φορά μέσω της εκστρατείας της Greenpeace για τα κτηνοτροφικά ψυχανθή (κουκί, ρεβίθι, μπιζέλι και λούπινο). Στόχος της καμπάνιας είναι η προώθηση της καλλιέργειας των εν λόγω οσπρίων στη χώρα μας και η αξιοποίησή τους ως πρώτη ύλη για ζωοτροφές. Μέχρι σήμερα τα ζώα της ελληνικής επικράτειας τρέφονται βασικά με εισαγόμενη σόγια.
“…Με λίγα λόγια, τα ελληνικά ζωικά προϊόντα, γάλα, γιαούρτι, κρέας και αυγά, αποδεικνύεται ότι μόνο… «ελληνικά και αγνά» δεν είναι, αφού στην παραγωγική διαδικασία μεσολαβεί η εισαγόμενη ζωοτροφή, που πρόκειται ως επί το πλείστον (90%) για μεταλλαγμένη σόγια. Μόνο το 2011 εισαγάγαμε 400.000 τόνους μεταλλαγμένης σόγια, κυρίως από τις ΗΠΑ.” Τα κτηνοτροφικά ψυχανθή και ιδίως το κτηνοτροφικό ρεβίθι, μπορούν άριστα να αντικαταστήσουν τη σόγια, καθώς η θρεπτική τους αξία είναι παρόμοια τόσο ως προς το ενεργειακό τους περιεχόμενο όσο και ως προς το προφίλ των αμινοξέων τους.
Κρητικό ραδίκι
Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των άγριων ραδικιών. Στην επιστημονική του ονομασία, το σταμναγκάθι λέγεται Cichorium Spinosum και όσον αφορά τη λεκτική συνύπαρξη της στάμνας με το αγκάθι, λέγεται ότι ευθύνεται μια παλιά συνήθεια των Κρητικών να καλύπτουν με αυτά τα χόρτα τα στόμια των σταμνών με το νερό για να εμποδίζονται τα μαμούνια και τα έντομα να μπαίνουν στο πόσιμο νερό τους. Το χόρτο έχει μια υπέροχη πικράδα μαζί με μια ελαφριά γλυκύτητα, που δεν μοιάζει με κανενός άλλου και είναι σήμα κατατεθέν της κρητικής κουζίνας.
Αγουρέλαιο
Η μονοκαλλιέργεια της ελιάς είναι γεγονός στη χώρα, παράγεται πολύ λάδι. Τελευταία μάλιστα λόγω και της οικονομικής ανέχειας στις πόλεις, οι οικογένειες που είχαν κάποια παρατημένα ελαιοπερίβολα στα χωριά, έχουν αρχίσει να ξαναμαζεύουν τις ελιές για το λάδι τους. Έτσι οι κατ επάγγελμα ελαιοπαραγωγοί πουλάνε πολύ φθηνά το λάδι τους στους συσκευαστές, οι οποίοι-όσοι το εξάγουν-καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος της χρηματικής αξίας αυτού του προϊόντος, που η διατροφική του αξία είναι ανεκτίμητη. Έχει αποδειχθεί από το φαρμακευτικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι ειδικά το αγουρέλαιο έχει πολύ σημαντικές αντιοξειδωτικές αντιφλεγμονώδεις ουσίες και είναι φάρμακο, ιδίως αν είναι άθερμο (αν εξάγεται στα ελαιοτριβεία σε χαμηλή θερμοκρασία μέχρι και 27 βαθμών Κελσίου) και χωρίς χημικά πρόσθετα.
Ο ελαιόκαρπος συλλέγεται άγουρος και νωρίς, από τα μέσα Οκτώβρη μέχρι τέλη Νοέμβρη συνήθως και ανάλογα με την περιοχή, πριν ωριμάσει πλήρως και ρυτιδωθεί, διατηρώντας το πράσινο χρώμα του. Καλύτερη ποιότητα εξασφαλίζεται αν οι άγουρες ελιές μαζεύονται με τα χέρια και όχι με ραβδισμό (ή «πεσιά»), για να μη πληγώνονται και οξειδώνονται. Το όφελος φυσικά έχει να κάνει και με τις τιμές, καθώς το «πρωτόλαδο» πωλείται σε τιμή καλύτερη από ό,τι και το έξτρα παρθένο.
Επίσης πέρα από την τιμή ο παραγωγός δεν χάνει εισόδημα από το να του πέσουν οι ελιές κάτω λόγω άσχημου καιρού και αέρα, καθώς τις μαζεύει αρκετά νωρίς το φθινόπωρο. Ακόμη μη ραβδίζοντας ή ραβδίζοντας νωρίς, το δέντρο επανέρχεται πιο γρήγορα, αφού έχει περίπου 6 μήνες ξεκούραση μέχρι την εποχή της καρπόδεσης τον Μάιο. Έτσι μπορεί να δώσει και πάλι μια καλή παραγωγή την επόμενη χρονιά.
Άλλα ξεχωριστά τοπικά προϊόντα που εξακολουθεί να παράγει η ελληνική γη, αλλά τείνουν να τα παρατήσουν οι αγρότες είναι: η κορινθιακή σταφίδα, ξερά σύκα Μεσσηνίας, Λακωνίας, Εύβοιας και Αττικής, τοματάκι της Σαντορίνης, κουμ-κουάτ της Κέρκυρας, πατάτες Νάξου, πεπόνι της Μυτιλήνης, καρπούζια της Μεσσηνίας, μανταρίνι Καλύμνου, νεροκρέμμυδο Ζακύνθου, η οινοποιήσιμη ποικιλία βαρτζαμί της Λευκάδας, φράουλες της Ηλείας, κάστανα της Λακωνίας και της Αρκαδίας, όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας και του Έβρου, πατάτες των Σερρών, της Δράμας του Αμυνταίου και της Πελοποννήσου, οπωροκηπευτικά των Μεγάρων, ακτινίδια της Πιερίας, φάβα της Σαντορίνης, αχλάδια της Λέσβου.
Αφήσαμε για το τέλος την Κλωστική Κάνναβη, που μπορεί να γίνει μέσο για την αναζωογόνηση της αγροτικής μας οικογεωργίας. Πέρα από το επίμαχο συνθετικό «κάνναβη», η κλωστική (βιομηχανική) δεν έχει κανένα άλλο κοινό με την Ινδική κάνναβη. Σύμφωνα με τον κανονισμό Ε.Ο.Κ. 619/71 (αρθρο 3, παράγραφος 1) κλωστική κάνναβη θεωρούνται οι ποικιλίες της Cannabis Sativa (Hemp) με περιεκτικότητα σε THC (Δ9 τετρανδροκανναβινόλη) κάτω από 0,2%. Πρόκειται για φυτό που καλλιεργείται παγκοσμίως, καθώς είναι ποικιλία με διεθνώς αναγνωρισμένες οικολογικές ιδιότητες και το σύνολο του υπέργειου μέρους του είναι πλήρως αξιοποιήσιμο και μπορεί να παράγει περισσότερα από 25.000 προϊόντα όπως ίνες για υφαντά, χαρτί, οικοδομικά υλικά, χρώματα – βερνίκια- βαφές, είδη κοσμητικής, φαγητό και συμπληρώματα διατροφής, ενέργεια, βελτιωτικά εδάφους, κα.
Μάλιστα, το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και το Εργαστήριο Γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε μελέτη με τίτλο «Σχέδιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης και κλωστικού λιναριού στην Ελλάδα» (2000) σημειώνει συμπερασματικά: «Η κλωστική κάνναβη είναι δυνατόν να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και η μεταποίηση της σημαντικό παράγοντα πράσινης ανάπτυξης».
Επομένως είναι προφανές ότι για να υπάρξει ουσιαστική δυνατότητα καλλιέργειας του φυτού, που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε εξαγωγές αλλά και στην δημιουργία ενός καινούριου παραγωγικού, εμπορικού και μεταποιητικού κλάδου, χρειάζεται να επιτραπούν όχι μόνο τα προϊόντα αλλά και το ίδιο το φυτό.
Τελειώνουμε με μια παρατήρηση, όσον αφορά στα ελληνικά προϊόντα που πρέπει να προωθηθούν σαν ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά, που είναι και η κύρια λογική σε σχέση με την «αναδιάρθρωση» των καλλιεργειών που προτείνει σχεδόν όλο το πολιτικό σύστημα προεκλογικά. Η λογική αυτή των ανταγωνιστικών προϊόντων οδήγησε την ελληνική γεωργία στο να γίνει αντιπαραγωγική και να εισάγουμε πια τα περισσότερα προϊόντα διατροφής-συνεισφέροντας και στη διόγκωση του χρέους, αφού το ετήσιο ισοζύγιο των γεωργικών προϊόντων είναι βαθιά αρνητικό όλα τα τελευταία χρόνια – και να χάσουμε την αυτάρκεια στα περισσότερα από αυτά.
Η αναδιάρθρωση που πρέπει να γίνει από τους Έλληνες αγρότες-στα πλαίσια και της επερχόμενης διατροφικής κρίσης-δεν είναι η στροφή σε εξεζητημένα ανταγωνιστικά προϊόντα, αλλά σε καλλιέργειες που θα εξασφαλίσουν την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού και την αυτάρκεια για τις τοπικές κοινωνίες.
Και λόγω αύξησης της ζήτησης των προϊόντων διατροφής στη Ν.Α.Ασία, και λόγω μειωμένης παραγωγής-βλέπε κλιματικές αλλαγές- αλλά και λόγω κερδοσκοπικών παιχνιδιών όσον αφορά στις τιμές τους, η κρίση διατροφής θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Σκεφτόμενοι παγκόσμια λοιπόν θα πρέπει να δράσουμε τοπικά, ώστε να αποκαταστήσουμε -τουλάχιστον τοπικά- τις παγκόσμιες ανισορροπίες, από τη στιγμή που δεν έχουμε δυνατότητες αρκετές για δράσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο.