Απόσπασμα απο το Γαλάζιο Βιβλίο της Επίγνωσης
Στο Μεγάλο Οίκο της Ζωής, μπορούμε να βγούμε από το υπόγειο και σκοτεινό δωμάτιο που ονομάζεται «Εσωτερική Σύγκρουση» μέσα από την πόρτα της «Απόλυτης Αποδοχής». Οι πνευματικά υγιείς άνθρωποι περνούν από αυτή την πόρτα και βγαίνουν στο φως σχεδόν κάθε λεπτό της μέρας. Το σημείο αναφοράς τους είναι η ζωή όταν δεν την αντιμάχεσαι και δεν την κρίνεις. Θυμούνται πως όλα είναι φυσιολογικά –ακόμα και όσα φαίνονται να μην είναι.
Advertisment
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να θυμηθούμε ένα παλιό παραμύθι για ένα μικρό σπουργίτι που ονομαζόταν Χένρι. Ο Χένρι ήταν ένα αξιοθαύμαστο πουλάκι, έξυπνος και χαρούμενος, γεννημένος ηγέτης από τη στιγμή που είχε σκάσει από το αυγό του. Θα μπορούσαμε να πούμε πως σε όλη του τη ζωή ήταν διαφορετικός από τα άλλα σπουργίτια.
Κάποιο φθινόπωρο, και ενώ ο βαρύς χειμώνας πλησίαζε και τα άλλα σπουργίτια ετοιμάζονταν να πετάξουν νότια, ο Χένρι δήλωσε πως δε θα πήγαινε μαζί τους εκείνη την χρονιά. Ήταν καιρός, τους είπε, κάποιο σπουργίτι να σπάσει αυτή την παράδοση και να αποκτήσει νέες εμπειρίες, γι’ αυτό θα έμενε ολόκληρο το χειμώνα στο βορρά.
Η δήλωση του Χένρι προκάλεσε φρίκη και πανικό στα άλλα σπουργίτια. Οι φίλοι και οι συγγενείς του τον ικέτευαν να αλλάξει γνώμη. Αρχικά, προσπάθησαν να τον κάνουν να αισθανθεί ανόητος. «Είσαι ηλίθιος, Χένρι». Όταν όμως απέτυχαν, προσπάθησαν να τον κάνουν να αισθανθεί ενοχές. «Πώς μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο σε μας που σε αγαπάμε τόσο πολύ;» Όμως εκείνος είχε πάρει την απόφασή του και έτσι προς το τέλος του Οκτώβρη αποχαιρέτησε όλους τους φίλους και τους συγγενείς του που έφευγαν για τα πιο ζεστά μέρη.
Advertisment
Οι επόμενες λίγες εβδομάδες ήταν υπέροχες. Ο Χένρι ήταν μαγεμένος απ’ όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Για πρώτη φορά –πρώτη στην ιστορία του γένους των σπουργιτιών-, είδε τα φθινοπωρινά φύλλα να πέφτουν από τα κλαδιά, παρακολουθώντας με απόλαυση τον χορό τους καθώς ο άνεμος τα στροβίλιζε πάνω από το έδαφος. Μερικές φορές πετούσε κάτω από τα αιωρούμενα φύλλα και προσπαθούσε να τα κρατήσει για λίγο στον αέρα πριν πέσουν στη γη. Περνούσε θαυμάσια.
Όμως, καθώς οι μέρες περνούσαν, το κρύο που δυνάμωνε άρχισε να ενοχλεί τον Χένρι. Το πρώτο χιόνι που έπεσε προς το τέλος του Νοέμβρη ήταν μια δύσκολη στιγμή. Τα φτερά του σκεπάστηκαν από ένα λεπτό στρώμα πάγου και δυσκολευόταν πολύ να πετάξει. Όταν η δεύτερη χιονοθύελλα παραλίγο να τον σκοτώσει, άρχισε να σκέφτεται σοβαρά μήπως θα έπρεπε να πετάξει κι αυτός νότια όπως τα άλλα σπουργίτια. Έτσι, ένα γκρίζο πρωινό του Γενάρη τράβηξε προς το νότο. Πριν καλύψει πέντε μίλια, τα φτερά του άρχισαν να καλύπτονται από πάγο. Μην μπορώντας να κρατηθεί πια στον αέρα, έπεσε αναίσθητος στο έδαφος.
Όταν το μυαλό του καθάρισε, συνειδητοποίησε πως είχε πέσει στη μέση ενός αχυρώνα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τον πλησίασε ένα πελώριο ζώο που κατάλαβε πως ήταν αγελάδα. Την είδε να προχωράει προς το μέρος του, αλλά ήταν πολύ μουδιασμένος και εξαντλημένος για να πετάξει μακριά από τις μεγάλες οπλές της. Ακριβώς τη στιγμή που η αγελάδα βρέθηκε από πάνω του –προς μεγάλη του έκπληξη και τρόμο- άδειασε το έντερό της πάνω του. Ενώ η κοπριά τον σκέπαζε, ο Χένρι σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα να πεθάνει. Δεν χρειάστηκαν όμως παρά λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβει πόσο υπέροχα ζεστή ήταν η γελαδίσια κοπριά. Ένιωσε τόσο καλά, ώστε έβγαλε το κεφάλι από το σωρό και άρχισε να τιτιβίζει.
Η μοίρα θέλησε μια γάτα, που εκείνη την ώρα τριγυρνούσε μέσα στον αχυρώνα, να ακούσει τα τιτιβίσματα του Χένρι. Βλέποντας το νεαρό σπουργίτι στο έδαφος, ξέθαψε τον Χένρι από την κοπριά και τον έφαγε.
Ο θάνατος του Χένρι δεν ήταν ασφαλώς μάταιος, επειδή η ιστορία του μας προσφέρει τρία μεγάλα ηθικά διδάγματα. Πρώτον, όσοι σε έχουν χεσμένο δεν είναι κατ’ ανάγκη εχθροί σου. Δεύτερον, όσοι σε βγάζουν από τα σκατά δεν είναι κατ’ ανάγκη φίλοι σου. Και τρίτον, αν νιώθεις όμορφα και ζεστά μέσα στα σκατά, κράτα το στόμα σου κλειστό και σκάσε!