“Όταν ο Βράχμα – το ανώτατο Ον – δημιούργησε τον κόσμο και τον εκάλλυνε με κάθε είδους ζώα, έθεσε κυβερνήτη του τον Πόνο, έπλασε δε απέναντί τούτου και μια άλλη διαμονήν, όπου ούτος δεν ίσχυε και όπου ήτο γαλανόν μόνον φως και αρμονία. Εκεί όμως ο Θεός δεν επέτρεψε την διαμονήν.
Αλλ’ ο αψίχκορος και ερευνητικός άνθρωπος παρά την διαταγήν επεισήλθεν εις τον απηγορευμένον κόσμον και ευρίσκων εκεί την τελείαν ευτυχίαν, δεν επέστρεψε πλέον εις την καθορισθείσαν κατοικία του. Τότε ο Βράχμα εκάλεσεν τον Πόνον και ηρώτησε την αιτίαν.
Advertisment
– Μεγάλε Βράχμα, απάντησε ο Πόνος, οι άνθρωποι δεν ευχαριστιούνται να ζουν στον κόσμο μου, διότι βρίσκουν ασύγκριτα καλύτερο τον άλλον.
– Πήγαινε, είπε ο Βράχμα, και θα λείψει το κακό. Και για να απασχολήσει τον άνθρωπο και να τον προσηλώσει στη Γη, του έδωσε τη γυναίκα. Ο έρως γεννήθηκε στη Γη, οι δε άνθρωποι βρίσκοντας σε αυτό τις γοητευτικότερες απολαύσεις , δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς και ελκυόμενοι, όχι μόνο από τη νέα σύντροφο αλλά και από τα τέκνα τους, έπαψαν να φεύγουν από τη ζωή.
Μετά τινά όμως καιρόν παράπονα υψώθηκαν εκ του κόσμου των προς τον Βράχμα και ο Πόνος μετεκλήθη πάλι εις αυτόν.
Advertisment
– Τι έχουν πάλι οι άνθρωποι; είπε
– Ο έρως έπαψε τον πόνο της μετανάστευσης, απάντησε εκείνος, οι άνθρωποι όμως πολλαπλασιάσθηκαν και άρχισαν να διαπληκτίζονται, να μάχονται, να κάνουν δυσάρεστη τη ζωή τους…
– Πήγαινε και το κακό θα θεραπευτεί, είπε ο Βράχμα και έδωσε στον άνθρωπο την εργασία. Όντως για πολύ καιρό, οι άνθρωποι απασχολούμενοι με αυτήν, γνώρισαν την πρόοδο και επικράτησε ειρήνη μεταξύ τους. Πριν περάσει πολύ καιρός όμως, νέες επικλήσεις και νέα παράπονα υψώθηκαν προς τον Ουρανό. Οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν οτι η ζωή τους είναι πολύμοχθος και σκληρή, οτι ούτε η πρόοδος, ούτε τα αγαθά του ανακουφίζουν, και επικαλούντο το έλεος.
Ο Βράχμα ανεγνώρισεν το δίκαιον. Του λοιπού οι άνθρωποι θα διήρχοντο το μισό της υλικής ζωής τους σε ένα είδος ναρκώσεως που πλησίαζε την ουράνια Νιρβάνα. Και έδωσε τον Ύπνο. Το νέο δώρο προκάλεσε ενθουσιασμό στη Γη. Γρήγορα όμως η απόλαυση αυτή, η οποία έπαυε μόνο προσωρινά τον αγώνα και την αίσθηση του πόνου, έκανε τον άνθρωπο να αισθανθεί ακόμα βαθύτερη την κατάστασή του και να ποθήσει την τέλεια μακαριότητα. Οι στεναγμοί του έφταναν βαθιά εις το άπειρον. Ο Πόνος τότε ήρθε στον Βράχμα.
– Μεγάλε Θεέ, είπε εγώ ο ίδιος αισθάνομαι βαθύτατα την απόγνωση του ανθρώπου, πράγματι ο αγώνας είναι τραχύς, η ζωή σκληρή, ο πόνος αμίληκτος…
– Γνωρίζω τα πάντα Πόνε, είπε ο Βράχμα. Οι άνθρωποι στο εξής δεν θα είναι αιώνιοι. Θα ζουν μόνο, για να μπορώ, να γνωρίζω κατόπιν το πως έζησαν.
Έπειτα θα επιστρέφουν σε μένα, την Πηγή τους.
Και τους χάρισε το Θάνατο…”
Από το τεκτονικό Δελτίο