ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ ΠΡΟΣ ΜΑΡΛΕΝ ΝΤΙΤΡΙΧ: «Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω, αλλά κάθε φορά που σε αγκαλιάζω αισθάνομαι σαν να έχω επιστρέψει σπίτι μου…».
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗΣ ΠΡΟΣ ΖΟΖΕΦΙΝΑ: «Από τότε που σε άφησα είμαι συνεχώς θλιμμένος. Η ευτυχία μου βρίσκεται κοντά σου. Συνεχώς σκέφτομαι και ζω ξανά και ξανά στη μνήμη μου τη φροντίδα σου, τα δάκρυά σου, την τρυφεράδα σου. Ζοζεφίνα, η γοητεία της συντροφικότητάς σου δίνει γέννηση σε μια φλεγόμενη και λαμπερή φωτιά στην καρδιά μου. Πότε, απελευθερωμένος από κάθε έγνοια, θα μπορέσω να περάσω δίπλα σου τον καιρό μου, να μπορώ να σε αγαπώ, να σκέφτομαι την ευτυχία μας και να σου την αποδεικνύω;».
Advertisment
ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ ΠΡΟΣ ΚΑΠΟΙΑ ΑΕΡΟΣΥΝΟΔΟ: «Αγαπητή κυρία, Υπάρχει κάτι απροσδιόριστο στο πρόσωπό σου, κάτι αξιαγάπητο, όχι όμορφο με τον συμβατικό τρόπο. Έχεις χάρη και θηλυκότητα. Μοιάζεις με γυναίκα που έχει αγαπηθεί στην παιδική της ηλικία, ή κατά κάποιο μυστήριο τρόπο σε είχαν επισκεφτεί χάρες της κομψότητας και της αξιοπρέπειας. Κάτι στην έκφρασή σου είναι ασυνήθιστο. Ήταν μια ευχάριστη συνάντηση και εύχομαι να ξανασυναντηθούν τα βλέμματά μας ξανά κάποια στιγμή».
ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ ΠΡΟΣ ΝΤΙΕΓΚΟ ΡΙΒΙΕΡΑ: «Τίποτα δεν συγκρίνεται με τα χέρια σου. Τίποτα με το χρυσοπράσινο των ματιών σου. Το σώμα μου γεμίζει με εσένα μέρες. Είσαι ο καθρέπτης της νύχτας. Η βιολετί λάμψη του φωτός. Η υγρασία της γης. Η φωλιά από τις μασχάλες σου είναι το καταφύγιό μου. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το αίμα σου. Όλη μου η χαρά βρίσκεται στο να νιώθω τη ζωή να αναβλύζει από εσένα και να γεμίζει όλα τα μονοπάτια των νεύρων μου που σου ανήκουν».
ΤΖΟΝΙ ΚΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΤΟΥ, ΤΖΟΥΝ: «Γεια σου Τζουν, έχεις τον τρόπο σου με τις λέξεις. Όπως έχεις και με μένα. Μπορεί η φωτιά και ο ενθουσιασμός να έχουν φύγει τώρα που δεν βγαίνουμε έξω στον κόσμο να τραγουδάμε. Όμως, το φλεγόμενο δαχτυλίδι ακόμα καίει γύρω μας, διατηρώντας την αγάπη μας πιο καυτή και από κόκκο πιπεριού».
Advertisment
ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΠΡΟΣ «ΑΘΑΝΑΤΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ»: «Παρόλο που είμαι ακόμα στο κρεβάτι, οι σκέψεις μου πάνε σε εσένα, αθάνατη αγαπημένη. Να είσαι ήρεμη-να με αγαπάς-σήμερα-χτες-πόσο συγκινητικά τα όσα επιθυμώ για εσένα-για εσένα-σε όλη μου τη ζωή και για πάντα. Ω, συνέχισε να με αγαπάς-μην παρερμηνεύσεις ποτέ την πιο πιστή καρδιά του αγαπημένου σου. Πάντα δική μου. Πάντα δικός σου. Πάντα εμείς».
ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ ΜΠΟΒΟΥΑΡ ΠΡΟΣ ΖΑΝ ΠΟΛ ΣΑΡΤΡ: «Αγάπη μου… μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη. Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ. Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου… είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα. Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ. Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».
ΤΖΙΜΙ ΧΕΝΤΡΙΞ ΠΡΟΣ «ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ»: «Μικρό κορίτσι, Η ευτυχία είναι μέσα σου. Ξεκλείδωσε τις αλυσίδες της καρδιάς σου και άσε τον εαυτό σου να μεγαλώσει, μιας που είσαι ένα γλυκό λουλουδάκι. Γνωρίζω την απάντηση. Απλά άπλωσε τα φτερά σου και απελευθέρωσε τον εαυτό σου. Σ’ αγαπώ για πάντα».
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ ΠΡΟΣ ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΟΥΡΟΥΤΙΑ: «Αγαπημένη μου γυναίκα, υπέφερα όσο έγραφα αυτά τα σονέτα, μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη, η ευτυχία όμως που νιώθω τώρα που σ’ τα προσφέρω είναι τεράστια σαν μια σαβάνα. Εγώ, όμως, με μεγάλη ταπεινοφροσύνη έφτιαξα τούτα εδώ τα σονέτα από ξύλο: τους έδωσα τον ήχο αυτής της στέρεης, αγνής ύλης και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να φθάσουν στα αφτιά σου. Περπατώντας μέσα από δάση ή σε παραλίες, δίπλα σε κρυμμένες λίμνες, εσύ κι εγώ έχουμε κατά καιρούς μαζέψει κομμάτια από φλοιούς δένδρων, κομμάτια ξύλου που έχουν υποστεί τις μεταβολές του νερού και του καιρού. Πήρα αυτά τα μαλακά λείψανα και χρησιμοποίησα το τσεκούρι, τη ματσέτα και τον σουγιά και έκοψα δεκατέσσερις σανίδες για το καθένα, για να χτίσω μικρά ξύλινα σπιτάκια, ώστε τα μάτια σου που λατρεύω και τους τραγουδάω να μπορέσουν να κατοικήσουν μέσα τους».
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΠΡΟΣ ΣΑΛΒΑΝΤΟΡ ΝΤΑΛΙ: «Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα) είναι το καλύτερο “ποίημα” με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς. Όλα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική της φλόγας, όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα… Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε».
ΝΤΙΛΑΝ ΤΟΜΑΣ ΠΡΟΣ ΕΜΙΛΙ ΧΟΛΜΣ ΚΟΟΥΛΜΑΝΣ: «Καλή μου Έμιλι, είναι καλό το ότι μου γράφεις. Μ’ αρέσουν τα γράμματά σου όσο το ουίσκι και τα κεράσια και ο καπνός και το μέλι, και πάντα καταλαβαίνω τουλάχιστον τα μισά από όσα έχουν γραφτεί με το χέρι. Τούτο εδώ δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό σημείωμα για να σου πει πράγματα. Είμαι από τον κορφή μέχρι τα νύχια στις διαλέξεις, και ούτως ή άλλως όλα τα πράγματα που θα ήθελα να σου γράψω θα σου τα πω σε λίγο από κοντά. Έχω να δώσω δύο διαλέξεις στο Κέμπριτζ το Σάββατο και την Κυριακή και μετά θα επιστρέψω κάποια στιγμή τη Δευτέρα. Θα σου τηλεφωνήσω αμέσως. Θα πιούμε ένα εκατομμύριο ποτά και θα σκεπάσουμε την εγγλέζικη νύχτα με μιαν ουαλική και αμερικανική δόξα. Και ναι: απαλλάχτηκα από τα μαυράδια μου για δύο μέρες και μετά επανήλθαν σε μένα φωνάζοντας: “Μπαμπά, μπαμπά!”. Κι έτσι, θα πρέπει ν’ αρχίσω πάλι απ’ το μηδέν, (μαζί σου), αν και τα χέρια μου είναι σαν κρίνοι τώρα. Τη Δευτέρα λοιπόν. Μου λείπεις τρομερά. Φιλιά, φιλιά, φιλιά».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ, ΜΑΡΙΑ: «Ξαναδιάβασα τα γράμματά σου από την αρχή. Σου γράφω “δύο λόγια αγάπης”. Ένα πράγμα αισθάνομαι πως είναι το δυσκολότερο να σου δώσω να καταλάβεις: πόσο σε νιώθω, πόσο σε παρακολουθώ κι από μια σου λέξη ακόμη, όπως άλλοτε από ένα παίξιμο του χεριού σου. Τώρα που ξανακοίταξα όλα αυτά τα χαρτιά, βρίσκω πάντα ένα φόβο μήπως δεν λες καλά ό,τι ήθελες να πεις, ένα δισταγμό μην τύχει και πεις πολλά, και προς το τέλος αρχίζεις κιόλας να γράφεις και να σκίζεις. Άφησε, χρυσή μου, τον εαυτό σου, είναι τόσο χαριτωμένος έτσι όπως είναι, άφησέ τον να μη μιλήσει όπως ξέρει αυτός. Θα μου πεις: “Εσύ μήπως δεν κάνεις το ίδιο;” Κι αν το κάνω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να με μιμηθείς. Το κάνω, άλλωστε, τόσο άσχημα. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ό,τι έχεις κι ό,τι μπορείς. Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως δεν γυρεύω τίποτε άλλο. Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ’ αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ’ αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει. Ξέρεις, συλλογίζομαι ακόμη πως έτσι θα μπορούσαμε, όταν μας δοθεί να ιδωθούμε, να μην πούμε ούτε μια λέξη παρά να χαζεύει ο ένας τον άλλον. Και θα είναι τόσο ξεκουραστικό. Καληνύχτα, αγάπη. Όλη τη μέρα σήμερα γύρευα τη στοργή σου».