Απόσπασμα από το βιβλίο των Dr Irvine Oyle και Susan Jelan “Το Μαγικό Θέατρο” Εκδόσεις Έσοπτρον
Η Μάγια ήταν μια δικηγόρος από μια μικρή αφρικανική χώρα. Στην Αμερική είχε έρθει πριν από ένα περίπου χρόνο για μεταπτυχιακές σπουδές σε θέματα δικαστικής επιμέλειας και επιτροπείας. Ήθελε να μας συμβουλευτεί για τους πόνους σ’ όλο της το σώμα και το κεφάλι, καθώς και για τη μόνιμη κούραση και έλλειψη συγκέντρωσης που ένιωθε. Οι γιατροί στην πατρίδα της και στο πανεπιστήμιο, της είχαν κάνει κάθε είδους εξετάσεις αλλά δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο παθολογικό αίτιο για όλ’ αυτά και όλοι της έλεγαν ότι τα συμπτώματα της πρέπει να είχαν προκληθεί από το στρες, κάτι που την άγχωνε ακόμα περισσότερο.
Advertisment
«Η κυβέρνηση της χώρας μου πληρώνει για μένα και τον σύζυγο μου για να έρθουμε εδώ και να πάρουμε γνώσεις που θα βοηθήσουν το λαό μας», είπε η Μάγια. «Μας πληρώνουν την υποτροφία, τα βιβλία και τα έξοδα διαβίωσης. Η χώρα μου δεν είναι πλούσια. Παρακολουθώ μια πολύ εντατική σειρά μαθημάτων, γιατί θέλω να τελειώσω όσο πιο γρήγορα γίνεται και να μην επιβαρύνω πολύ αυτούς που μ’ εμπιστεύτηκαν. Τα αγγλικά δεν είναι η μητρική μου γλώσσα και έτσι πρέπει να δουλεύω πολύ σκληρά για ν’ αντέξω τον συναγωνισμό. Κι όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, όσο πιο σκληρά δουλεύω τόσο πιο πίσω μένω και αυτοί οι πόνοι κάνουν ακόμα χειρότερη την κατάσταση. Οι γιατροί μου έδωσαν μερικά χάπια που σταματούν τους πόνους, αλλά με κάνουν τόσο νωθρή που δεν μπορώ να συγκεντρωθώ καθόλου. Αν μείνω κι άλλο πίσω στα μαθήματα μου θα αποτύχω και θ’ αναγκαστώ να γυρίσω ντροπιασμένη στην πατρίδα μου -κάτι που δεν τολμώ ούτε να το σκέφτομαι».
Η Μάγια είχε φθάσει στα όρια της υπομονής της. Όπως αποδείχτηκε, αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να χαλαρώσει λίγο και όλα θα πήγαιναν καλά. Τη ρωτήσαμε τι έκανε αυτό τον καιρό για να διασκεδάσει. Μας είπε ότι η διασκέδαση δεν ήταν από τις προτεραιότητες της, ουσιαστικά δεν υπήρχε καν στο πρόγραμμα της.
«Δεν έχω καιρό για επιπολαιότητες», ήταν ακριβώς τα λόγια της. «Δεν έχω καλά-καλά καιρό ούτε για φαγητό. ‘Οταν τρώω, διαβάζω. Ακόμα και όταν πηγαίνω στην τουαλέτα παίρνω ένα βιβλίο μαζί μου. Μερικές φορές τα κάνω και όλα μαζί. Αν δεν είχα τόσο κακή διάθεση μπορεί και να το έβρισκα κωμικό».
Advertisment
Η Μάγια ήξερε καλά τι την ταλαιπωρούσε – του είχε κιόλας βγάλει και όνομα: αγχωτική αρθρίτιδα των μεταναστών – αλλά αυτό δεν τη βοηθούσε καθόλου. ‘Οταν λοιπόν η αναγνώριση της αιτίας δεν οδηγεί σε θεραπεία, πρέπει να δοκιμάσουμε μια άλλη προσέγγιση. Αποφασίσαμε να δούμε τη δεύτερη ερώτηση του Πάρσιφαλ: “Τι σκοπό εξυπηρετεί;”
Εφαρμόζοντας τη θεωρία ότι οι εμπειρίες είναι ολογράμματα που προβάλλονται από τον εγκέφαλο και προγραμματίζονται από την πίστη, υποθέσαμε ότι ο σκοπός της ασθένειας της Μάγια ήταν να την απαλλάξει από κάποιες πεποιθήσεις της που δεν “λειτουργούσαν”. Μια φανερά άχρηστη πεποίθηση ήταν η ιδέα της ότι μέσα από την αυταπάρνηση και τη σκληρή δουλειά θα μπορούσε να κερδίσει περισσότερα. Η απομυθοποίηση αυτής της πεποίθησης δεν ήταν και πολύ δύσκολη. Μετά από ένα λεπτομερή έλεγχο στα βιβλία της, άθροισε τα χρήματα που είχε πληρώσει σε αμοιβές γιατρών^ φάρμακα, εργαστηριακές εξετάσεις και μεταφορά από και προς τα ιατρεία και τα νοσοκομεία. Αυτό που προέκυψε ήταν ότι θα της είχε κοστίσει φθηνότερα, αν είχε διαλέξει έναν λιγότερο εντατικό κύκλο σπουδών!
Μια άλλη λανθασμένη αντίληψη που είχε η Μάγια, ήταν η πίστη της ότι κανένας δεν πέθανε από τη σκληρή δουλειά. Αυτός ο μύθος καταρρίφθηκε όταν διάβασε ένα άρθρο σχετικά μ’ αυτό που οι Ιάπωνες αποκαλούν carioshi, δηλ. θάνατο από υπερεργασία. Το 1989, ανέφερε το άρθρο, οι περιπτώσεις θανάτου από υπερβολική εργασία έφθασαν τους τριάντα πέντε χιλιάδες. Οι εργασιακές συνήθειες των θυμάτων έμοιαζαν πολύ με αυτές της Μάγια: γύρω στις δεκαπέντε ώρες εργασίας χωρίς ρεπό και άδειες διακοπών, ενώ κάποιοι άλλοι δεν έφευγαν από το γραφείο τους για εβδομάδες, ακόμα και μήνες. Η Μάγια είχε να δει τους γονείς της πάνω από ένα χρόνο. Όλ’ αυτά μας έκαναν να της μιλήσουμε για το “σύνδρομο ανεπάρκειας απόλαυσης” και για τις βασικές αιτίες της ασθένειας της.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Μάγια ήταν σ’ ένα γυμνάσιο Καθολικής Ιεραποστολής. Οι καλόγριες της δίδαξαν Γαλλικά και πως η άμετρη ικανοποίηση των επιθυμιών είναι αμαρτία. Αυτή ήταν η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη ήταν η πίστη πως το υψηλότερο αγαθό είναι να βοηθάς τους άλλους. Χρησιμοποιήσαμε αυτή τη δεύτερη πλευρά για να την κάνουμε ν’ απαλλαγεί από την πρώτη. Για να της αποδείξουμε ότι η ακραία αυτοθυσία είναι αντιπαραγωγική, της κάναμε μια υποθετική ερώτηση.
«Ας υποθέσουμε ότι είσαι σε μια πολύ σοβαρή κατάσταση από πλευράς υγείας και πρέπει να κάνεις μια πολύ δύσκολη εγχείρηση. Στην αίθουσα επεμβάσεων είναι δύο χειρούργοι. Ο ένας έχει δουλέψει δεκαπέντε ώρες την ημέρα και εφτά μέρες την εβδομάδα, ενώ ο άλλος έχει μόλις επιστρέψει από διακοπές στη Χαβάη και σήμερα είναι η μέρα που θα αντικαταστήσει τον πρώτο. Και οι δυο τους έχουν ακριβώς την ίδια πείρα και εκπαίδευση. Αν μπορούσες να διαλέξεις, ποιος από τους δύο θα ήθελες να σε χειρουργήσει;»
Η Μάγια αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι για να εξυπηρετήσει τους άλλους ανθρώπους τέλεια, θα έπρεπε ν’ αρχίσει από τον εαυτό της. Δέχτηκε επίσης ότι η αυταπάρνηση και η αφιέρωση της ζωής στην ευημερία των άλλων για να “υπηρετήσει τον Θεό”, ήταν μια διεστραμμένη μορφή αυτοπροβολής. Ο “δικηγόρος” μέσα της συμπέρανε ότι αυτά τα επιχειρήματα ευσταθούν και συμφώνησε.
Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάστηκε όμως, ήταν το μικρό παιδί μέσα της. Τα μάτια της έλαμψαν και συνειδητοποίησε ότι οι αρθρώσεις της δεν την πονούσαν πια.