Λένε πως ο ηλικιωμένος ωρολογοποιός γύρισε στο χωριό μετά από απουσία δύο χρόνων. Μέσα σ’ ένα βράδυ, ο πάγκος του μαγαζιού του γέμισε με όλα τα ρολόγια του χωριού που είχαν κάποια στιγμή σταματήσει κι έμεναν να τον περιμένουν στα συρτάρια των κατόχων τους.
Ο ρολογάς τα κοίταξε ένα ένα, εξάρτημα το εξάρτημα, γρανάζι το γρανάζι.
Advertisment
Ωστόσο, μονάχα ένα ρολόι επιδεχόταν διόρθωση: εκείνο που ανήκε στον γέρο δάσκαλο του δημοτικού σχολείου∙ όλα τα άλλα, ήταν πια άχρηστα.
Ο δάσκαλος είχε κληρονομήσει το ρολόι από τον πατέρα του, και ίσως γι’ αυτό έζησε μια πολύ θλιβερή στιγμή την ώρα που σταμάτησε. Όμως, αντί να το αφήσει ξεχασμένο στο κομοδίνο, ο δάσκαλος το έπαιρνε κάθε βράδυ στα χέρια του, το ζέσταινε στις παλάμες του, το γυάλιζε, έδινε μισή στροφή στο κουρδιστήρι του και το κουνούσε ελπίζοντας ότι θα ξαναρχίσει να δουλεύει. Το ρολόι έμοιαζε να θέλει να ευχαριστήσει τον κύριό του, και για μερικά λεπτά του χάριζε το γνώριμο τικ-τακ του μηχανισμού του. Αμέσως μετά, όμως, σταματούσε και πάλι.
Αυτή η μικρή τελετουργία, αυτή η ενασχόληση, αυτή η τρυφερή φροντίδα, αυτό το άθροισμα κινήτρου κι επιμονής, είχαν καταφέρει τελικά να σώσουν το ρολόι του δασκάλου από την οξείδωση και τον θάνατο.
Advertisment