Φωτογραφία: commons.wikimedia.org
Σε κάθε εκλογές μας δίνεται η ευκαιρία να παρατηρήσουμε –στο βαθμό βέβαια που θέλουμε ειλικρινά να παρατηρήσουμε- τη χρήση των ιδεών για θεατρική κατανάλωση που μπορεί να βοηθήσει τη φιλοδοξία των ανθρώπων τόσο αυτών που εκλιπαρούν για μία ψήφο όσο και εκείνων που κατά βάθος επιθυμούν να αισθάνονται μέσα από την ανωνυμία τους ότι βρίσκονται υπεράνω των ιδεών και ότι τις ελέγχουν. Ίσως ο Πλάτωνας να γνώριζε από εκείνην, τη μακρινή σχετικά εποχή, τη σπουδαιότητα των ιδεών και να θέλησε με τη θεωρία του να προλάβει αυτή την κατάχρηση και υποβάθμισή τους σε εργαλεία εμφανούς και αφανούς εξουσίας.
Advertisment
Αλήθεια τι είναι μια ιδέα; Πώς υπάρχει; Μήπως υπάρχει επειδή απλώς και μόνον τη σκεφθήκαμε και επομένως με την ίδια ευκολία μπορούμε να την καταργήσουμε; Και ποια είναι η σχέση μας με αυτήν; Το ότι τη σκεφτόμαστε και τη «δεχόμαστε» διανοητικά σημαίνει αληθινή κατανόηση και αποδοχή;
Το φαινόμενο της αναφοράς ιδεών και της ακολουθούσας και θλιβερά επαναλαμβανόμενης από τους αποδέκτες τέτοιων μηνυμάτων επωδού «Καλά, αυτό όλοι το δεχόμαστε!» είναι δείγμα της έλλειψης αληθινής κατανόησης των ιδεών τόσο στη φύση τους όσο και στη λειτουργία τους. Είναι δείγμα μιας προσπάθειας τόσο να αποφύγουμε τη δύναμη των ιδεών όσο και να αισθανθούμε αγέρωχοι απέναντι στους άλλους υποτιμώντας και τις ιδέες και τους ίδιους.
Είναι μάλλον ώρα να αποδεχθούμε την ύπαρξη των πραγμάτων ανεξάρτητα από εμάς, όμως ούτε για να περιπέσουμε σε κατάθλιψη λόγω κάποιας αδυναμίας μας ούτε αντίθετα για να παραμείνουμε μοιρολατρικοί σε σχέση με τη ζωή μας. Ας αφήσουμε τις ιδέες ήσυχες από την υποτιθέμενη σχέση μας μαζί τους και ας κάνουμε με συνέπεια δύο πράγματα:
Advertisment
α) Να προσπαθήσουμε, στο βαθμό που μπορούμε, να κατανοήσουμε βαθύτερα τις έννοιες που μας παρουσιάζονται χωρίς να δεσμευόμαστε από το αυτονόητο. Για παράδειγμα αυτονόητο θεωρείται από την πλειονότητα το περιεχόμενο της έννοιας «πραγματικότητα» που τη συνδέουμε με την καθημερινότητά μας και αυτό που είναι εύκολα και άμεσα αντιληπτό. Όμως αυτό μπορεί να είναι απλώς το περιεχόμενο που εμείς της προσδίδουμε και όχι το περιεχόμενο που ενδεχομένως της προσδίδει ένας στοχαστής ή κάποιος άλλος άνθρωπος. Ακόμη χειρότερα: θα είναι σίγουρα διαφορετικό το περιεχόμενο της έννοιας αυτής στην αληθινότητά της, όποια και να είναι και ανεξάρτητα από τη δική μας κατανόηση.
Φυσικά χρέος μας θα είναι να προσαρμόζουμε την αντίληψή μας για τις ιδέες στην ανάγκη της εποχής μας τόσο, ώστε αυτές να μην είναι γενικολογίες (όπως π.χ. δημοκρατία, ελευθερία, κοινωνικό κράτος, πράσινη ανάπτυξη κ.ά.) και να είναι πραγματικά λειτουργικές, για να μην αποτελεί η αναφορά τους ούτε μία αναστολή αυτών που πρέπει να γίνουν ούτε όμως αναστολή της ελευθερίας μας προς το είναι. Επομένως, για να ξεπεράσουμε αυτήν τη φαινομενική αντίφαση, πρέπει να καταλαβαίνουμε ότι η δική μας «πραγματικότητα» υπολείπεται της αληθινής πραγματικότητας (την οποία συνεχώς ψάχνουμε) και ότι οφείλουμε να εναρμονίζουμε αέναα τις δύο αυτές πραγματικότητες μέσα μας και έξω μας.
Έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο σημείο:
β) Να ελέγχουμε την ειλικρίνεια των προθέσεων αυτών που χρησιμοποιούν εξαγγελτικά τις ιδέες και την ικανότητά τους να το πράξουν. Επομένως πρέπει να ελέγχουμε και το αν υπάρχουν αντικειμενικές δυνατότητες για την υλοποίηση των οραμάτων. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να ελέγχουμε και τη δική μας ειλικρίνεια σε σχέση με τις ιδέες και τα οράματα, γιατί είναι εύκολο να σκέπτεται κανείς κάτι, αλλά είναι δύσκολο να το εφαρμόζει. Όμως η εφαρμογή είναι μέρος της αληθινής κατανόησης και αποδοχής. Μάλιστα η απλή σκέψη μπορεί αντίθετα να αποτελεί τη μέγιστη αποξένωση από την ιδέα, γιατί αποτελεί θέατρο αν δεν συνδυάζεται και με την εφαρμογή στην ατομική ζωή. Ο άνθρωπος δεν είναι η σκέψη του αλλά ένα πολύ πιο σύνθετο φαινόμενο πέραν των εμφανώς φαινομένων.
Ας παρατηρήσουμε επιπρόσθετα ότι συνήθως την αντικειμενικότητα των συνθηκών ως περιορισμό των δυνατοτήτων του μέλλοντος επικαλείται η συντηρητική πλευρά των ανθρώπων και τα ιδεολογικά οράματα χωρίς κρίση για τη δυνατότητα υλοποίησής τους η ριζοσπαστική πλευρά. Η συντηρητικότητα λειτουργεί συνήθως όταν κάποιος είναι βολεμένος σε μία κατάσταση και ο ριζοσπαστισμός όταν το ίδιο το άτομο βρίσκεται σε ώρα μεγάλης ανάγκης ή όταν προσκολλάται σε έναν φρούδο ιδεαλισμό από φανατισμό, από αυταπάτη δυνάμεως και αυταπάτη ηθικής υπεροχής. Όμως από το άλλο μέρος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο στοχασμός καθαυτός δεν είναι ποτέ «ριζοσπαστικός» (με τη συνήθη του έννοια), εφόσον δεν επιχειρείται να επιβληθεί στους άλλους ανθρώπους. Πάντοτε η διατύπωση των οραμάτων γίνεται πολύ πιο πριν από την εποχή κατά την οποία μπορεί να επιδιωχθεί η υλοποίησή τους.
Οι σημερινοί άνθρωποι, σε μια τέτοια εποχή μεγάλης και εξελισσόμενης κρίσης, οφείλουμε να πάψουμε αυτό το θέατρο του ατομισμού και του κρυψίματος πίσω από ιδεολογήματα για να αποφύγουμε την ευθύνη μας να κάνουμε αυτό που έχουμε χρέος να κάνουμε απέναντι στο μέλλον του κόσμου. Το ότι αυτή η κατάργηση του θεάτρου και του ατομισμού θα μας βάλει στις μέγιστες δυσκολίες για να κατανοήσουμε, να διακρίνουμε και να επιλέξουμε δεν πρέπει να αποτελέσει δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα. Τώρα χρειάζεται κάτι παραπάνω από το να πολεμάει κανείς ενάντια στην πείνα και τη φυλάκιση του σώματος. Καθώς η υλική όψη των πραγμάτων δεν είναι αυτογενής αλλά συνάρτηση της ανθρώπινης συνείδησης, αν και αποτελεί το πεδίο κρίσης για αυτό που πραγματικά ο άνθρωπος είναι, χρειάζεται και κάτι άλλο. Χρειάζεται να πολεμάει παράλληλα για κάτι πιο άυλο: το είναι του. Και αυτό απαιτεί τις ανώτατες των δυνατοτήτων του.
Ιωάννα Μουτσοπούλου, δικηγόρος – Μέλος της ΜΚΟ Σόλων