Ένας σαμουράι, άγριος πολεμιστής, ψάρευε πλάι σ’ ένα ποτάμι. Έπιασε ένα ψάρι και ετοιμάζονταν να το ψήσει όταν ένας γάτος, που ήταν καταχωνιασμένος κάτω από έναν θάμνο, έδωσε ένα σάλτο και του έκλεψε τη λεία του. Οργισμένος ο σαμουράι έβγαλε το σπαθί του, ζύγωσε τον γάτο και τον έκοψε στα δύο. Ο πολεμιστής αυτός ήταν ένθερμος βουδιστής και άρχισε να κατατρύχεται από τύψεις επειδή είχε σκοτώσει ένα πλάσμα της φύσης.
Όταν γύρισε στο σπίτι του, το θρόισμα του ανέμου στα αυτιά του τραγουδούσε νιάου.
Advertisment
Ο θόρυβος των βημάτων του στη γη αντηχούσε νιάου.
Οι άνθρωποι που συναντούσε στο δρόμο του έμοιαζαν να του κάνουν νιάου.
Το βλέμμα των παιδιών του αντανακλούσε κάμποσα νιάου.
Advertisment
Οι φίλοι του επίσης νιαούριζαν αδιάκοπα σαν τους πλησίαζε.
Σ’ όλους τους τόπους, σε όλες τις περιστάσεις, ακούγονταν σπαραξικάρδια νιάου.
Την νύχτα ονειρευόταν μονάχα νιάου.
Την ημέρα, κάθε ήχος, κάθε σκέψη, κάθε πράξη της ζωής του μεταμορφωνόταν σε νιάου.
Η κατάστασή του ολοένα χειροτέρευε. Η ιδεοληψία του τον καταδίωκε και τον βασάνιζε δίχως ανάπαυλα, ακατάπαυστα. Επειδή δεν μπορούσε να βγάλει πέρα όλα αυτά τα νιάου, πήγε σ’ έναν ναό για να ζητήσει συμβουλή από ένα γέρο δάσκαλο του Ζεν.
«Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ, λυτρώστε με… βοηθείστε με…», τον ικέτεψε.
Ο δάσκαλος Ζεν του αποκρίθηκε:
«Εσείς, ένας πολεμιστής, πως μπορέσατε να πέσετε τόσο χαμηλά; Αν δεν είστε σε θέση να κατανικήσετε μόνος σας όλα αυτά τα νιάου, τότε σας αξίζει μονάχα ο θάνατος. Δεν έχετε άλλη λύση παρά να κάνετε χαρακίρι. Εδώ και τώρα».
Και πρόσθεσε:
«Παρόλα αυτά, είμαι ταγμένος στο Θεό και σας λυπάμαι. Μόλις αρχίσετε να ανοίγετε την κοιλιά σας, θα σας κόψω το κεφάλι με το σπαθί μου για να συντομεύσω το μαρτύριό σας».
Ο σαμουράι δέχτηκε και, παρόλο που φοβόταν το θάνατο, ετοιμάστηκε για την τελετή. Όταν όλα ήσαν έτοιμα, ανακάθισε στα γόνατά του, κράτησε το στιλέτο με τα δυο του χέρια και το έστρεψε προς την κοιλιά του.
Ορθός πίσω του, ο Δάσκαλος κράδαινε το σπαθί…
«Ήρθε η ώρα», του είπε. «Εμπρός!»
Αργά ο σαμουράι ακούμπησε τη μύτη του μαχαιριού πάνω στην κοιλιά του. Εκείνη τη στιγμή, ο Δάσκαλος πήρε ξανά το λόγο:
«Εξακολουθείτε να ακούτε τα νιάου σας;»
«Μπα, όχι τώρα πια! Στ’ αλήθεια, όχι».
«Τότε, αν δεν υπάρχουν πια νιάου, δε χρειάζεται να πεθάνετε».
—–
Στην πραγματικότητα, όλοι μας είμαστε ίδιοι με τούτον τον σαμουράι. Αγχώδεις, βασανισμένοι, φοβισμένοι και διστακτικοί. Τα πάντα μας ταράζουν, ακόμη και το πιο μικρό. Είναι γιατί προσπαθούμε να τοποθετήσουμε τον ψεύτικο εαυτό μας ψηλά, σε ένα δήθεν επίπεδο κι οτιδήποτε θεωρούμε πως δεν ταιριάζει με το επίπεδό αυτό, γίνεται ένα νιάου που μας βασανίζει. Όλα όμως τα αυτά τα φανταστικά προβλήματα που μας ταλαιπωρούν δεν έχουν τη σπουδαιότητα που τους αποδίδουμε.
Απέναντι στο θάνατο, τι είναι πραγματικά σημαντικό;