Σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «British Journal of Social Psychology», η υποψήφια διδάκτωρ στο Εθνικό Κέντρο Απόδοσης της Έρευνας (NCCR LIVES) στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης Mouna Bakouri απέδειξε πως τα άτομα από κοινωνικά μειονεκτούντες πληθυσμούς τα οποία ανήκουν σε μια ομάδα είναι καλύτερα προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια που παρουσιάζονται στη ζωή τους. Η αυτοεκτίμησή τους πράγματι ζημιώνεται λιγότερο ως αποτέλεσμα μιας ισχυρότερης αίσθησης της επάρκειας κι αποτελεσματικότητας. Τα συμπεράσματά της έγιναν αφορμή για μια νέα πολιτική κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Η Κοινωνική Ψυχολογία έχει ήδη αποδείξει τη δύναμη της αναγνώρισης της ομάδας στη μείωση του αισθήματος της κοινωνικής υποτίμησης. Στην εργασία της, που δημοσιεύτηκε online στις 12 Φεβρουαρίου του 2015, η Mouna Bakouri προχωρά το ζήτημα περαιτέρω και υποστηρίζει την «ενδυνάμωση του ρόλου της ταυτότητας δεσμού» όταν υπάρχουν εμπόδια στη ζωή ενός ατόμου. Θεωρεί ότι αυτοί οι δεσμοί δεν απορρέουν μόνο από τις συλλογικές ταυτότητες που συνδέονται με την εθνοτική καταγωγή ή την επαγγελματική κατάσταση, αλλά επίσης και από σχεσιακές ταυτότητες που βασίζονται στην οικογένεια και τους φίλους.
Advertisment
Συγκρίνοντας τα άτομα που θεωρούσαν ότι αυτά τα είδη των ταυτοτήτων είναι πιο σημαντικά στον αυτοπροσδιορισμό τους με τα άτομα που επέλεξαν έναν πιο προσωπικό αυτοπροσδιορισμό (για παράδειγμα ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας ή μια δραστηριότητα), η Mouna Bakouri παρατήρησε ότι η συναισθηματική σύνδεση έχει ρυθμιστική επίδραση στην πεποίθηση επάρκειας ενώ μειώνει και τους στρεσογόνους παράγοντες.
Οι μεταβατικές περίοδοι συχνά εντείνουν τους διαρθρωτικούς περιορισμούς. Αυτό αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση και κατά την ένταξη στην αγορά εργασίας. Η μελέτη της Mouna Bakouri περιελάμβανε 365 άτομα στην Ελβετία ηλικίας 15 έως 30 ετών. Το δείγμα αποτελούνταν από νέους εργαζόμενους, μαθητευόμενους και προ-μαθητευόμενους, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ψάχνουν για πρακτική άσκηση στο τέλος της υποχρεωτικής σχολικής φοίτησής τους. Η πλειοψηφία των προ-μαθητευόμενων ήταν μετανάστες έναντι μόνο του ποσοστού 11% των εργαζομένων, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις διαρθρωτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αλλοδαποί στη μετάβαση στον τομέα της εργασίας.
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο που αφορούσε τους οικονομικούς προβληματισμούς τους, το επίπεδο της αυτοεκτίμησης, την αντιμετώπιση της επάρκειας κι αποτελεσματικότητας, τα εμπόδια και την αξιολόγηση του ερευνητικού έργου. Χρησιμοποιώντας μια προσαρμοσμένη έκδοση ενός ερωτηματολογίου προσωπικότητας, η έρευνα συγκέντρωσε επίσης δεδομένα για έναν πιο ουσιαστικό ορισμό της ταυτότητας των συμμετεχόντων, τα οποία στη συνέχεια κωδικοποιήθηκαν με σκοπό να γίνει διάκριση μεταξύ των ατόμων που ήταν συνδεδεμένα με τον εαυτό τους και των άλλων που δεν ήταν.
Advertisment
Η πρώτη εισήγηση ήταν ότι οι συμμετέχοντες που προέρχονταν από κοινωνικά μειονεκτικές ομάδες αντιμετώπιζαν μεγαλύτερα εμπόδια. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τα άτομα με οικονομικούς προβληματισμούς, τους προ-μαθητευόμενους και τους αλλοδαπούς. Η ηλικία και το φύλο δεν είχε καμία επίδραση. Η δεύτερη εισήγηση ήταν ότι τα εμπόδια επηρεάζουν αρνητικά την αυτοεκτίμηση. Το μοντέλο αυτό ήταν σημαντικό, ανεξαρτήτως από την επαγγελματική ιδιότητα, την εθνικότητα ή τους οικονομικούς προβληματισμούς. Η τρίτη εισήγηση αποτελεί τον πυρήνα της έρευνας της Mouna Bakouri: όταν τα εμπόδια ήταν υψηλά, οι άνθρωποι που ήταν συνδεδεμένοι με τον εαυτό τους αποδείχθηκε ότι διατήρησαν σε σημαντικό βαθμό την αυτοεκτίμησή τους από όσους όριζαν τον εαυτό τους σε προσωπικό επίπεδο.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την τέταρτη και τελευταία εισήγηση, της οποίας το μοντέλο εξετάστηκε επίσης με επιτυχία: ο θετικός ρόλος της ταυτότητας δεσμού στην προστασία της αυτοεκτίμησης συνδέεται με μια ενισχυμένη πίστη στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των εμποδίων.
Η Mouna Bakouri καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η ύπαρξη κοινωνικών δεσμών, ανεξαρτήτως από πού προέρχονται, φαίνεται ότι αποτελεί βασικό παράγοντα όταν η ικανότητα δράσης ενός ατόμου είναι διαρθρωτικά περιορισμένη». Προσθέτει επίσης ότι τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης «έχουν καθοριστικές επιπτώσεις όσον αφορά τις παρεμβάσεις σε νέους ανθρώπους με στόχο την ενίσχυση του αισθήματος της επάρκειας κι αποτελεσματικότητας προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κρίσιμες μεταβάσεις στη ζωή». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη «φιλελεύθερη ιδεολογία» του ατομικισμού, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι παρεμβάσεις θα πρέπει να επικεντρώνονται στις ταυτότητες της ομάδας και όχι να δρουν εναντίον τους».