Της Αγγελικής Μπολουδάκη
«Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά – θυμάσαι; – μου άπλωσες
τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
αγαπημένη μου»
Advertisment
– Τάσος Λειβαδίτης
Ο έρωτας απορρέει από την επιθυμία μας να αναζητήσουμε ένα συνοδοιπόρο στην καρδιά μας. Αποφασίζουμε να βγούμε από μια μοναχική κατάσταση, και στρεφόμαστε στον άνθρωπό που διακινεί μέσα μας συναισθήματα που απλώνονται στο ψυχικό μας σύστημα, γεμίζοντας μας με συναισθηματική πληρότητα που πηγάζει από τη γνήσια επιθυμία και την ουσιαστική αγάπη του ενός προς τον άλλον.
Η μέθεξη της ερωτικής αγάπης μοιάζει με την ικανοποίηση που αισθανόμαστε ως παιδιά στη συναισθηματική ένωση με τους γονείς μας, όπου αντλούσαμε τη ζωή από τα πρόσωπα, που ήταν εκεί σταθερά κοντά μας, για να αφουγκραστούν τα συναισθήματά μας, να αγκαλιάσουν τους φόβους μας, να θρέψουν τα φτερά της ελευθερίας μας, να εμπνεύσουν τον σεβασμό στην αγάπη του εαυτού μας.
Advertisment
Ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια συνεχή αναζήτηση αυτής της απόλαυσης, που του παρείχε την αίσθηση της αφοσίωσης, η οποία περιέβαλλε στοργικά την ύπαρξή του. Η φράση «ενωμένος με αυτόν-ήν μπορώ να κάνω τα πάντα» έχει τις ρίζες της σ’ αυτήν την αποκλειστική σχέση, που του πρόσφερε απλόχερα ζεστασιά, τρυφερότητα, αγάπη, μέσα από την αίσθηση ασφάλειας και εμπιστοσύνης που έπλεκε τον δεσμό ανάμεσά τους.
Όταν το ζευγάρι συναντιέται για πρώτη φορά, ελκύεται ο ένας από τον άλλον, γιατί βιώνουν μνήμες από την πρωταρχική σχέση του παρελθόντος -έρωτας, άλλωστε, είναι το βλέμμα που μας κοίταζε, όταν ήμασταν μικροί και μας προστάτευε στο σφάλισμα του- και πασχίζουν να ζωντανέψουν τις στιγμές, να διορθώσουν το τραύμα της αποκάλυψης ότι δεν μπορούν να μονοπωλήσουν τον πατέρα ή τη μητέρα, αλλά χρειάζεται να αναζητήσουν αυτήν την ικανοποίηση σε ένα άλλο πρόσωπο. Αυτό όμως προϋποθέτει να μεγαλώσουν!
Το μεγάλωμα βέβαια δεν είναι εύκολο για όλους. Για κάποιους εγκυμονεί κινδύνους, όπως για παράδειγμα, να χάσουν για πάντα την παιδικότητά τους και να πουν αντίο στον «Πήτερ Παν» μέσα τους. Ο Πήτερ Παν δεν είναι άραγε εκείνο το θλιμμένο παιδί που έδινε στους άλλους χαρά, για να ξεχνούν τη θλίψη τους και, έτσι, προσπερνούσε τη δική του; Που, επειδή αποχωρίστηκε τη μητέρα του νωρίς, χωρίς να προλάβει να τον θρέψει αρκετά η αγάπη της, ώστε να γεμίσει από αυτήν, παραμένει πάντα παιδί ψάχνοντας για το ανέφικτο;
Αιχμαλωτίζεται αδιέξοδα εκεί, παρότι δεν ικανοποιείται, πεταλουδίζοντας την ανάγκη του, η οποία αδυνατεί να γίνει επιθυμία, ενώ αποφεύγει κάθε ιδέα συναισθηματικής ένωσης, που του ξετυλίγει την οδύνη της εγκατάλειψης με την οποία έχει πλαστεί. Κάνει λοιπόν τη βόλτα του με τις νεραϊδούλες φίλες-ερωμένες του, παίρνοντας τη γύρη από τα λουλούδια-φίλες του, όπως και εκείνος πήρε τη γεύση της αγάπης, αλλά δεν την χόρτασε ποτέ και περιφέροντας αχόρταγα την αγορίστικη ή την κοριτσίστικη κομπορρημοσύνη του, στοχεύει στο αντίξοο, στο ανεκπλήρωτο, στο αφηρημένα μακρινό, το οποίο το εγκαταλείπει μετά το τσιμπολόγημά του.
Τα παιδιά διαπαιδαγωγούνται με τα παραμύθια, όπου, ταξιδεύοντας σε αυτά, ξεδιπλώνουν τον μαγικό κόσμο της φαντασίας τους. Εναποθέτουν στους ήρωες τους τα αρνητικά τους συναισθήματα, προφυλάσσοντας τον εαυτό τους από τη δίνη τους και τους γονείς τους από την πρόωρη απομυθοποίησή τους, αλλά και τα θετικά τους συναισθήματα αποκτώντας έτσι συμμάχους στη διαμόρφωση των ιδανικών τους.
Όταν οι γονείς αποδέχονται το δικαίωμα των παιδιών τους να έρχονται σε επαφή με τα συναισθήματά τους, ενώ περιβάλλουν προστατευτικά την ορμή τους για να μην ξεχειλίσει σαν χείμαρρος στην ψυχή τους, ο κόσμος τους μοιάζει ασφαλής. Δεν νιώθουν διχασμένοι, τοποθετώντας αυτό που αισθάνονται για τους γονείς τους και για τον εαυτό τους στον κόσμο που τους περιβάλλει και στα πλάσματα που προσωποποιούν.
Ο Μόγλης, ένας εγκαταλελειμμένος ήρωας που τον μεγαλώνει μια αγέλη λύκων, γίνεται ένα θετικό σύμβολο για το παιδί, γιατί μαθαίνει μέσα από αυτόν, να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής και να διεκδικεί εναλλακτικές λύσεις όταν βιώνει μια απώλεια. Εάν όμως οι γονείς του απουσιάζουν συναισθηματικά, και το αφήνουν τόσο πρόωρα να ξεδιπλώνει τη σκέψη του μόνο του, χωρίς το δικό τους φιλτράρισμα, τότε αδειάζει στον Μόγλη την εγκατάλειψη που νιώθει και λυπάται για εκείνον, όπως λυπάται και για τον εαυτό του, ενώ ο κόσμος μοιάζει είτε ανήμπορος να τον προστατέψει είτε επικίνδυνος.
Στην προσπάθεια του, δηλαδή, να κρατηθεί από κάτι, υιοθετεί ρόλους από αυτά, προσαρμοσμένους όμως στους φόβους του, που διαστρεβλώνουν τον τρόπο που βιώνει την πραγματικότητά του. Ο φόβος της μοναξιάς, που βίωσε στο παρελθόν, και τα επιθετικά συναισθήματα που τον συνόδευσαν, τον κάνουν να αισθάνεται ένοχο στην ιδέα ότι θα προκαλέσει ή θα πάθει κακό. Αναστέλλει τη δημιουργικότητά του, ταμπουρώνει τη σεξουαλικότητά του και δούλος της ανελευθερίας του ελέγχει σε ένα περιορισμένο πλαίσιο τις κινήσεις του, ενώ για να χορτάσει την πείνα του στρέφεται σε πρόσωπα, όπου απελπισμένος γραπώνεται από αυτά, ώσπου ανακαλύπτει ότι αυτή η εξάρτησή έχει γίνει η μέγγενη του.
Και βέβαια ο Χανς και η Γκρέτελ, τα αγαπημένα αδέλφια που, επειδή απομακρύνθηκαν νωρίς από την οικογένεια τους, ο φόβος του αποχωρισμού τούς κάνει να μένουν εξαρτημένα ενωμένοι για να αποφύγουν τον κίνδυνο του αγνώστου. Καθηλωμένοι, συντηρούν την μάταιη προσδοκία πως θα τους δοθεί κάποια στιγμή σαν ανταμοιβή ο θησαυρός της παιδικής ηλικίας που στερήθηκαν. Άραγε, είναι τυχαίο ότι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να αποχωριστούν με υγιή τρόπο είτε την πατρική τους οικογένεια είτε τα στερεότυπα που κληρονόμησαν από αυτήν;
Βάζουν στην άκρη τις δικές τους επιθυμίες, υποταγμένοι μιας αδήριτης μοίρας να μην απογαλακτιστούν ποτέ, αναζητώντας στα χαλίκια της επιστροφής την αξία τους που περιορίστηκε στις πρόωρα ερημικές τους αναζητήσεις. Κι όταν δραπετεύσουν από τις εξαρτήσεις τους, καταφεύγουν σε αντανακλάσεις που αποδεικνύονται τα καθρεφτίσματα των ανασφαλειών τους.
Η μικρή κοκκινοσκουφίτσα, που η μητέρα την προειδοποίησε αλλά δεν την προστάτεψε αρκετά, ώστε να μην πάει στο δάσος και παραπλανηθεί από το λύκο, θα πορεύεται απροστάτευτη στο διάβα της ζωής της και με αφέλεια θα υποκύπτει σε πλάνα βλέμματα επιβεβαίωσης, που θα την αποπροσανατολίζουν στις διαδρομές της. Θα αναζητά τον κακό λύκο – άνδρα που θα την εκθέτει σε κινδύνους ή θα απαιτεί από τον ασφυκτικό κυνηγό – πατέρα να της εξασφαλίζει την σωτηρία της, χωρίς η ίδια να έχει μια ώριμη εικόνα για τον εαυτό της, ώστε να διεκδικεί αυτό που θέλει από τη σχέση και να το επιζητά εκεί που το χρειάζεται.
Απροστάτευτη θα πορεύεται σε τολμηρές πορείες, όπου σε κάθε ξέφωτο θα παραφυλάει ένας ‘ λύκος’ να μασουλήσει τα όνειρά της, όσο εκείνη προστατεύει τους άλλους γύρω της, με το πάθος μιας θυσίας να ασχολείται με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της. Αδυνατώντας να οικοδομήσει με υγιή τρόπο το εγώ της και να παρέχει στον εαυτό της την ασφάλεια για να οχυρωθεί και την ελευθερία που θα τη βοηθήσει να διεκδικήσει με τόλμη τη ζωή της, κουβαλά χρέη άλλων, που πτωχαίνουν την αξία της.
Η Χιονάτη, της οποίας η μητέρα ένιωθε ως απειλή το μεγάλωμα της κόρης της, γιατί η ίδια θα έχανε τη γοητεία της, διαλέγει είτε συντρόφους ανταγωνιστικούς προς εκείνη που ψαλιδίζουν τα φτερά της, είτε ανθρώπους, νάνους των επιθυμιών τους, όπου ασχολείται με την εξύψωσή τους. Εγκαταλείπεται είτε στην εξουσία είτε στην υποτακτικότητα τους, και ναρκωμένη παίρνει ένα υποδεέστερο ρόλο πλάι τους, μπουσουλώντας στη σκιά τους.
Για να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του, χρειάζεται να απελευθερωθεί από τους ρόλους που εσωτερίκευσε, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην αληθινή του φύση, να διαφοροποιηθεί από οτιδήποτε τον επισκίασε στο παρελθόν και να προσπαθήσει στο παρόν να συμφιλιωθεί με την αξία του.
Μόνο ο αυτόνομος άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει και να δεσμευτεί αληθινά. Αποδέχεται την ενήλικη πλευρά του εαυτού του που διψά για σχέση και εκτιμά την αγάπη επιλέγοντας τον σύντροφό του από επιθυμία και όχι από ανάγκη.
Και βέβαια ο ώριμος εαυτός μπορεί εύκολα να καταλάβει, εάν ο άνθρωπος που προκαλεί έλξη είναι εκείνος που έρχεται, για να επισφραγίσει την επιθυμία για συντροφικότητα, σεβασμό, επικοινωνία, σεξουαλική επιθυμία, κατανόηση ή ανταποκρίνεται σε μια παιδική ανάγκη να γίνει γονιός ένας γονιός, που θα επανορθώσει αυτό που εισέπραξε είτε περίσσια είτε λιγοστά από τους γονείς του και θα προσφέρει την εξιδανικευμένη ένωση ή αλλιώς το πάθος, που όμως θα διαρκέσει λίγο και μετά θα χαθεί.
Σχετίζομαι με κάποιον σημαίνει ότι αποδέχομαι τη δέσμευση μαζί του. Η ιδέα της συναισθηματικής ένωσης προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις, γιατί όσο καταφεύγαμε μόνοι μας στα παραμύθια εξιδανικεύσαμε είτε τη μοναξιά των ηρώων είτε τους ‘από μηχανής Θεούς’ που πρότειναν επουράνιες λύσεις. Όμως αυτή η αποδοχή, αν την αντέξουμε, γίνεται το ριζικό σύστημα της σχέσης που θα τη βοηθήσει να ανθίσει, να μεγαλώσει και να κυοφορήσει τους καρπούς της.
Η σχέση που διαρκεί χρειάζεται ώριμους ανθρώπους για να τη στηρίξουν, να τη βοηθήσουν ν’ αντέξει τις ματαιώσεις και φυσικά δύναμη, για να μπορέσουν να προχωρήσουν μαζί στις αλλαγές και να αντιμετωπίσουν τις συγκρούσεις που, ενδεχομένως, θα προκύψουν από την καθημερινή επαφή. Δεν υπάρχουν ιδανικές σχέσεις, όπως δεν υπάρχουν και ιδανικοί άνθρωποι. Υπάρχουν απλά σχέσεις, που χωράνε τις εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και τη λύση τους και αντέχουν στο χρόνο. Είναι σαν το καλό κρασί που όσο ωριμάζει, τόσο καλύτερο γίνεται και μαζί του και εκείνοι που απολαμβάνουν τη σχέση.
*Ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από τον τίτλο του βιβλίου της Λιλής Ζωγράφου.
——
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι
- Αγάπη και Αυτονομία - 25 Μαΐου 2016
- Ξεφλουδίζοντας το παρελθόν - 24 Μαΐου 2016
- Ο πλανήτης της αγάπης - 18 Μαΐου 2016