Ερευνητές πραγματοποίησαν συστηματική ανάλυση τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών συγκρίνοντας την μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα διατροφικών παρεμβάσεων χαμηλής και υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά όσον αφορά την απώλεια βάρους.
Η αποτελεσματικότητα μιας δίαιτας με χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά στην απώλεια βάρους έχει υπάρξει επίκεντρο του ενδιαφέροντος εδώ και δεκαετίες, ενώ έχουν διεξαχθεί εκατοντάδες τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με σκοπό την αξιολόγηση αυτού του ζητήματος οδηγώντας σε διαφορετικά αποτελέσματα. Ερευνητές από το νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital και από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ πραγματοποίησαν μια περιεκτική ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με θέμα την αποτελεσματικότητα της δίαιτας χαμηλής σε λιπαρά και βρήκαν ότι δεν ήταν πιο ωφέλιμη από τις διατροφικές παρεμβάσεις με υψηλότερο ποσοστό λιπαρών στην απώλεια και τη διατήρηση του βάρους για χρονικές περιόδους μεγαλύτερες του 1 έτους.
Advertisment
Τα αποτελέσματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «The Lancet Diabetes & Endocrinology» στις 30 Οκτωβρίου 2015.
Η Deirdre Tobias, ερευνήτρια στο Τμήμα Προληπτικής Ιατρικής στο νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital, ισχυρίζεται τα εξής: «Παρά την αντίληψη που επικρατεί ότι προκειμένου να χάσουμε βάρος πρέπει να μειώσουμε το λίπος από τη διατροφή μας, τα επιστημονικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν περισσότερο τις δίαιτες χαμηλών λιπαρών σε σχέση με άλλες διατροφικές παρεμβάσεις για τη μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους. Στην πραγματικότητα, δεν βρήκαμε στοιχεία που να υποστηρίζουν συγκεκριμένο ποσοστό θερμίδων που προέρχονται από το λίπος για την ουσιαστική και μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους. Πρέπει να κοιτάξουμε πέρα από τις αναλογίες των θερμίδων που προέρχονται από το λίπος, τους υδατάνθρακες και τις πρωτεΐνες και να συζητήσουμε για υγιεινές διατροφικές συνήθειες, ολοκληρωμένες τροφές καθώς και για το μέγεθος της κάθε μερίδας. Η εύρεση νέων τρόπων για τη βελτίωση της διατροφής και την αποφυγή της παχυσαρκίας μακροπρόθεσμα αποτελούν σημαντικές στρατηγικές για τη διατήρηση του φυσιολογικού βάρους».
Σε αυτή τη μετα-ανάλυση τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών όπου έγινε σύγκριση της μακροπρόθεσμης επίδρασης (πέραν του 1 έτους) της διατροφής με χαμηλά και υψηλά λιπαρά οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από 53 μελέτες με συνολικά 68.128 συμμετέχοντες, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί για τη μέτρηση της διαφοράς του σωματικού βάρους ανάμεσα σε 2 ομάδες στις οποίες έγινε διαιτητική παρέμβαση (διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά ή οποιαδήποτε άλλη). Οι δοκιμές που περιλάμβαναν συμπληρώματα διατροφής ή ροφήματα αντικατάστασης γεύματος εξαιρέθηκαν από την ανάλυση. Κατά μέσο όρο, οι συμμετέχοντες από όλες τις ομάδες παρέμβασης κατάφεραν να χάσουν μόνο περίπου 3 κιλά μέσα σε 1 έτος ή περισσότερο. Σε σύγκριση με όσους ακολούθησαν δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, οι συμμετέχοντες που ακολούθησαν δίαιτες με λίγους υδατάνθρακες έχασαν περίπου 1 κιλό παραπάνω μετά από τουλάχιστον 1 έτος. Οι ερευνητές αναφέρουν επίσης ότι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά οδήγησαν σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους μόνο σε σύγκριση με τα «συνηθισμένα είδη διατροφής», στα οποία οι συμμετέχοντες δεν άλλαξαν τις διατροφικές τους συνήθειες.
Advertisment
Ο Frank Hu, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης και καθηγητής Διατροφής και Επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ αναφέρει: «Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι κλινικά σημαντική απώλεια βάρους μπορεί να επιτευχθεί με διάφορες διατροφικές προσεγγίσεις. Το κλειδί είναι να βελτιωθεί η προσαρμοστικότητα μακροπρόθεσμα καθώς και η καρδιομεταβολική υγεία. Συνεπώς, οι δίαιτες απώλειας βάρους θα πρέπει να προσαρμόζονται στην πολιτισμική κατάσταση, τις προτιμήσεις και την κατάσταση υγείας του ατόμου όπως επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία».