Του Δημήτρη Μιχελουδάκη
Δε θυμάμαι τι φορούσε. Καθόταν ατσούμπαλα στη δερμάτινη Relax πολυθρόνα του με ένα ποτήρι ουίσκι. Μια κοιτούσε τα παγάκια να στροβιλίζονται και να συγκρούονται, μια το τζάκι. Μια του έκανε εντύπωση ο ήχος της πρόσκρουσης του πάγου στα τοιχώματα του ποτηριού, μια ο ήχος του κούτσουρου, που φλεγόταν στο τζάκι. Όταν θρυμματιζόταν το κούτσουρο, του έκανε εντύπωση.
Advertisment
Ήθελε παρέα. Τέτοιο γλυκό βράδυ απαιτεί γλυκιά παρέα. Τόση μοναξιά επί σειρά ημερών την άντεχε, αλλά εκείνο το βράδυ ήθελε κόσμο. Κάποιον δίπλα του να ανταλλάξει μια κουβέντα, μια παρέα για το ουίσκι, να ακούν μαζί τον πάγο να σπάει. Είχε μέρες να δει κάποιον ή να ακούσει το τηλέφωνο να χτυπάει. Ένιωθε στο επίκεντρο ενός τυφώνα μοναξιάς. Όλα διαλύονται γύρω του μα τίποτα δεν τον ακουμπά. Μια μοναξιά με νευρωτική σιλουέτα.
Οποία έκπληξις! Χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο. Η “μοτορόλα” του, που έλεγε. Τον κάλεσαν σε ένα πάρτι, που λάμβανε χώρα 2 – 3 τετράγωνα πιο κάτω. “Δε μπορώ, έχω άλλα σχέδια γι’ απόψε. Ευχαριστώ.”
Εμένα μου ακούστηκε απότομος και εκνευρισμένος, αν και η φωνή του ήταν ήρεμη και γαλήνια όπως πάντα. Θα ορκιζόμουν πως άκουσα τα γρανάζια του μυαλού του να στριγκλίζουν από τις σκέψεις. Αρκέστηκε σε μια γκριμάτσα, αφήνοντας τη μοτορόλα του στο τραπεζάκι. Θα περιμένει τη Δευτέρα το καινούργιο. Αυτό μπορεί να τον προδώσει. Τραβέρσο Ανάποδο.
Advertisment
Όταν ξημέρωσε αισθανόταν πολύ πιασμένος αλλά πήγε προς το ψυγείο. Το μπουκάλι με το γάλα ήταν άδειο. Γκρίνιαξε, ίσως φταίει η αναμονή του καινούργιου, σκέφτηκε. Μονολογώντας κάτι περίεργα Λευκαδίτικα, κινήθηκε προς την πολυθρόνα, όπου κάθισε πάλι με δυσκολία. Πάλι ατσούμπαλα. Τον είχε κουράσει η αναμονή. Είδε από το παράθυρο το φορτηγό της ΕΒΓΑ έξω από το ψιλικατζίδικο και το μυαλό του κοντοστάθηκε… Έπαιζε με την ιδέα να πεταχτεί απέναντι να πάρει γάλα. Ρίσκο μεγάλο. Δεν πήγε. “Αυτό τρίζει ολοένα και παραπάνω, φθίνει” σκέφτηκε παραλληλίζοντάς το με την υπομονή του.
Συνεχίστηκε αυτό για πολλές μέρες. Η Δευτέρα άργησε, αλλά τελικά ήρθε και απόμεινε να το κοιτάει απαστράπτον, γερό και στιβαρό. Είχε καινούργιο αναπηρικό αμαξίδιο. Αισθάνθηκε γερός.
- Είν’ εύκολο το μίσος – μην πας εκεί… - 17 Μαρτίου 2020
- Κρισναμούρτι: Ο μέγας ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής (Μια ανάγνωση) - 8 Μαρτίου 2019
- Σκέψεις περί σχιζοφρένειας - 24 Οκτωβρίου 2016