Απόσπασμα από το Λεύκωμα του Ιωάννη Ζήση και Ιωάννας Μουτσοπούλου “Ψυχές της Φύσης“, Εκδόσεις Αειφορία
Το Όνειρο μιας Βροχής
Σ’ εκείνο το σπιτάκι το απόμερο
που στέγασε των παιδικών χρόνων τ’ αποθέματα
της ζωής που ευτυχισμένα έπαιζε
στου κόσμου τη μισοκρυμμένη θέα,
με καρδιοχτύπι προσμονής
για ένα σκοπό ανάμεικτο
από ψυχή και σώματα ξεστρατισμένα,
σ’ εκείνο το σπιτάκι το μοναχικό
είναι καιρός να ξαναμπώ,
κατάκοπος από επιλογές και πράξεις
που σε ανάκατους σωρούς μαζεύτηκαν
και κλείσαν της ζωής το δρόμο.
Advertisment
Να το σπιτάκι, όμορφο ακόμα στέκει
καταμεσής του κήπου,
μα τυλιγμένο από θάμνους, φύλλα και κλαδιά,
που πιο πολύ τ’ αγάπησαν από εμένα
που άσκοπα στον κόσμο περιπλανήθηκα.
Μέσα απ’ τα τζάμια βλέποντας των δέντρων τα φύλλα να πετούν σαν πεταλούδες κίτρινες και κόκκινες
στο φύσημα του αέρα,
το ξέχασμα του κόσμου έρχεται
σαν αεράκι δροσερό
στο φλογισμένο μ’ έγνοιες μέτωπο
από του άχρηστου τους δαιδαλώδεις κόσμους.
Φθινόπωρο φύσης και ζωής
όμορφα πολύ ταιριάζουν,
μα το άφθαρτο νόημα
ακόμη κρυμμένο είναι.
Advertisment
Κάποια δυσαρμονία τρύπωσε
δόλια και κρυφά απ’ της ζωής το βλέμμα
και σπίλωσε το ταίριασμα το απόλυτο.
Τ’ ανθρώπινο φθινόπωρο τη δόξα έχει χάσει.
Μα να η βροχή που άρχισε
τόσο ψιλή κι αόρατη,
στη διψασμένη για ελπίδα γη
ζωή απλόχερα σκορπίζει.
Της πρώτης γύμνιας το ξεμύτισμα
να ανδρωθεί δεν πρόλαβε,
το δάκρυ της φύσης ήταν χαρούμενο,
θρυμμάτισε τη θλίψη
με νέας ζωής ξεκίνημα.
Σ’ αυτή την άδολη χαρά
χαλάρωσαν του κόσμου τα πλοκάμια.
Κανένα μνήμα ταπεινωτικό δεν θα δεχθεί
της ζωής φθαρμένα υπολείμματα!
Το πύρινο ον καραδοκεί το μήνυμα να δώσει.
Βροχές δακρύων έπνιξαν ηρωικά τα λάθη
κι ορμητικά ωσάν το φως
ξεχύθηκαν στου χρόνου τις πλαγιές,
στις χαραγματιές που άφησε
το πνεύμα για οδοδείχτες
για τη νέα αρχή που αέναα χτιζόταν
απ’ την αόρατη ψυχή, που ανέμενε
με το χρυσοϋφασμένο ένδυμα χαράς
που τόσο ωραία ανάμειξε τον πόνο με το νέο,
σε ένα ξέσπασμα χαράς.
Οι ποταμοί δακρύων κιόλας γίναν
ποταμοί φωτιάς που χτίσαν
το νέο κόσμο της ψυχής
στο ίδιο σώμα το παλιό, που περίμενε
της μοίρας του το υφάδι να ξεδιαλύνει.
Και ποιος να το ‘λεγε πως η βροχή,
στης φύσης την απεραντοσύνη,
το δρόμο της ακούραστης χαράς έχει από παλιά χαράξει;
Πύρινες φλόγες αλλαγής χορεύουν μες στους κόσμους,
σαν τις σταγόνες της βροχής που κύλησαν στα τζάμια ή σαν τα μετανοούντα δάκρυα που στο ξεχασμένο σπίτι της ψυχής γυρέψανε απ’ την αρχή το πύρινο νήμα του σκοπού της ζωής που θέλησε ν’ ανθίσει.