Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια βασιλοπούλα. Τη λέγανε Ψυχή. Στα μάτια της έλαμπε όλη η καλοσύνη του κόσμου κι ωστόσο μέσα τους χανόσουν όπως σε μιαν ατέλειωτη νύχτα. Είχε μιαν ελίτσα στη μέση του μετώπου της. Ήτανε ντροπαλή και ήρεμη. Δεκαοχτώ χρονών ήταν όταν τη βρήκε το κακό.
Η εύθραυστη τελειότητα της μορφής της τάραξε μια μέρα το θεό Έρωτα. Την είδε τυχαία κάτω από μια βελανιδιά. Μια ηλιαχτίδα τής χάιδευε τα μαλλιά, εκεί μες στη γαλήνη του κήπου όπου πήγαινε καμιά φορά να συναντήσει κρυφά τα όνειρά της. Ένιωσε κεραυνοβολημένος από έρωτα. Η καρδιά του ήτανε κάστρο εφτασφράγιστο. Εκείνη τη μέρα, όμως, άνοιξε για πρώτη φορά. Κοίταξε την Ψυχή για ώρα κάτω από τη φυλλωσιά κι έπειτα γύρισε στην ουράνια χώρα του, σαν ένα μεγάλο μεθυσμένο πουλί. Μπήκε στο παλάτι της μητέρας του, της Αφροδίτης, προχώρησε προς το μέρος της και είπε:
Advertisment
— Μια θνητή μου πήρε την καρδιά.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Και συνέχισε:
— Η ομορφιά της είναι πιο μεγάλη από τη δικιά σου.
Advertisment
Η Αφροδίτη χλόμιασε. Μια αδιόρατη έκφραση μίσους έλαμψε στα μάτια της.
— Ποια είναι αυτή, γιε μου; Ο Έρως της αποκρίθηκε:
— Είναι η Ψυχή.
Την ίδια στιγμή, μαύρη ομίχλη έπεσε στο βασίλειο όπου ζούσε η κοπέλα. Τυφλωμένοι οι άνθρωποι αναζητούσαν τον ήλιο. Ο βασιλιάς, έντρομος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και ρώτησε τους θεούς ποιο έγκλημα είχε διαπράξει ο λαός του για να πάθει τέτοια συμφορά. Εμπρός του πρόβαλε τότε η Αφροδίτη και του είπε:
— Οδήγησε μαυροντυμένη την Ψυχή στο πιο ψηλό βουνό της Ελλάδας. Κάτω από τον τελευταίο βράχο, εκεί, ανάμεσα σε γη κι ουρανό, θα την αφήσεις μοναχή. Ένα τέρας θα ’ρθει και θα την πάρει γυναίκα του. Όταν πια θα το χουν δει ετούτο τα μάτια μου, τότε και η χώρα σου θα ξαναζωντανέψει.
Ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι, έκλαψε μέσα στις χούφτες του κι αρνήθηκε με ουρλιαχτά να θυσιάσει την κόρη του. Στο τέλος, όμως, υπάκουσε. Το βράδυ, με μεγάλη συνοδεία, την οδήγησε στο βουνό. Όταν πια οι άλλοι την άφησαν, εκείνη ακούμπησε πάνω στο βράχο και το πνεύμα της βυθίστηκε σ’ ένα σκοτάδι δίχως μνήμη.
Σαν επέστρεψε στον κόσμο, το πρώτο που είδε θολά ήταν ένα χρυσαφένιο ταβάνι διακοσμημένο με ζωγραφιστές φιγούρες που έμοιαζαν να την κοιτάζουν. Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι γεμάτο γούνες. Σηκώθηκε. Από το ανοιχτό παράθυρο είδε μια στάλα πράσινο και λίγο ουρανό. Άκουσε βήματα. Δίπλα της στεκόταν ένα πλάσμα χαμογελαστό και λεπτό σαν καλάμι. Τα μαλλιά του μοιάζανε να ναι από ομίχλη καμωμένα.Της είπε:
— Καλωσόρισες στο παλάτι του άρχοντα μου.
— Ποιος είσαι; ρώτησε η Ψυχή.
— Με λένε Ζέφυρο. Πριν από λίγο, σε σήκωσα με ένα φτεροκόπημα από το βουνό όπου θα πέθαινες.
Γέλασε κι εξαφανίστηκε.
Η Ψυχή αναπαύτηκε ανάμεσα στα πουλιά που έρχονταν πού και πού και φτερούγιζαν μέσα στην κάμαρή της. Σαν νύχτωσε, μια σκιά την πλησίασε, μια φωνή τής ψιθύρισε στ’ αυτί:
— Μη γυρέψεις να δεις το πρόσωπό μου, Ψυχή, αλλιώς θα με χάσεις για πάντα.
Ένας άντρας πλάγιασε στο κρεβάτι. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, η παρουσία του προκαλούσε ρίγος. Και μετά της είπε:
— Μια μέρα θα ζήσουμε στον ήλιο.
Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησε η Ψυχή, έψαξε τη σκιά του εραστή πάνω στο μαξιλάρι. Τα δάχτυλά της όμως συνάντησαν μόνο τα σημάδια της ζεστής απουσίας του. Ήρθαν υπηρέτες να την αρωματίσουν, να της σερβίρουν φρούτα, γάλα κι αμύγδαλα. Βγήκε στον κήπο και περπάτησε ώρα. Σαν έφυγε η μέρα, ο εραστής ξανάρθε, μόλις πιο σκοτεινός από το πέπλο της νύχτας. Αυτή τη φορά του χάιδεψε το πρόσωπο μες στο σκοτάδι. Της έδινε χαρά να αναζητά με τη φαντασία της τα χαρακτηριστικά του. Άγγιξε το μέτωπό του, την άκρη της μύτης του, φίλησε το στόμα του. Τούτο το στόμα τής είπε:
— Κλείσε, Ψυχή, τα μάτια σου, δεν πρέπει να με δεις.
Το πρωί ξύπνησε πάλι μόνη. Δε θέλησε ν’ αγγίξει το πρόγευμα που της έφεραν, έδιωξε τους υπηρέτες και κατέβηκε στον κήπο. Η μέρα τής φάνηκε μεγάλη και το φως υπερβολικά έντονο. Ήρθε η νύχτα, μα πλάι στο δίχως πρόσωπο άντρα της ύπνος δεν της κολλούσε. Μια ώρα πριν το χάραμα κι ενώ αυτός κοιμόταν, σηκώθηκε, άναψε ένα κερί κι έσκυψε με λαχτάρα αβάσταχτη πάνω από το σώμα του αγαπημένου της. Στην άκρη του χεριού της η φλόγα ξάφνου άρχισε να τρέμει. Το πρόσωπο που φωτίστηκε ήτανε του Έρωτα. Έπεσε λίγο ζεστό κερί πάνω στο στήθος του και τα βλέφαρά του τρεμόπαιξαν. Γύρισε και την κοίταξε. Η Ψυχή στέναξε κι έσβησε τη φλόγα. Ξαναβρέθηκαν στο σκοτάδι κι ο θεός τής είπε:
— Με έχασες.
Ένας ανεμοστρόβιλος την πήρε. Άκουσε τα ουρλιαχτά της μακριά μέσα στη θύελλα, τέλος άνοιξε τα μάτια της. Είχε ξαναβρεθεί πάλι στο βουνό, εγκαταλειμμένη πια απ’ όλους, κουβαριασμένη πάνω στο βράχο της κορφής. Στην πεδιάδα, πυρσοί σε παράταξη έσβηναν ό ένας μετά τον άλλον. Μακριά σύννεφα στον ουρανό έκοβαν στη μέση το φεγγάρι. Παγωμένη στην ψυχή και στο σώμα, άκουγε τον άνεμο. Το σφύριγμά του γινόταν ένα με τον πάταγο ενός καταρράκτη. Ανασηκώθηκε, έτρεξε κατά τη μεριά που ακουγόταν θόρυβος από μανιασμένα νερά κι έφτασε στην άκρη ενός γκρεμού. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της κι αφέθηκε να πέσει εμπρός.
Της φάνηκε σαν ένα χέρι, μεγάλο σαν φτερό αϊτού, να την κρατά στον αέρα και να την πηγαίνει πάνω από τ’ αφρισμένα κύματα. Κατά το χάραμα ξύπνησε στην όχθη ενός ποταμιού. Το χέρι βοήθειας την είχε αφήσει εκεί, στους πρόποδες ενός βουνού, πάνω στη χλόη της όχθης. Μέσα στο πρωινό φως, είδε ένα βοσκό να έρχεται προς το μέρος της, ντυμένο μ’ένα μακρύ χιτώνα. Της χαμογέλασε, δεν της μίλησε, της έδωσε όμως να φάει κι από τις χούφτες του να πιει. Έπειτα της έδειξε ένα ναό στην άκρη του αγρού.
Τη συνόδεψε ως την είσοδό του και γύρισε πίσω δίχως να πει μια λέξη αποχαιρετισμού. Η Ψυχή μπήκε μόνη της στο κρύο σκοτάδι. Ο χώρος ήταν έρημος. Στο βάθος έκαιγαν δυο δάδες. Ανάμεσα τους βρισκόταν ένα άγαλμα της Αφροδίτης. Η Ψυχή πλησίασε, γονάτισε, έσκυψε σε στάση μετάνοιας και ζήτησε έλεος. Και τότε, το πέτρινο στόμα μίλησε. Και είπε:
Μου έκλεψες το γιο μου και τη δόξα μου. Στο βουνό επάνω είναι ένα χρυσό πρόβατο. Φέρε μου μια μπούκλα από το μαλί του και θα σε συγχωρήσω για το κακό που μου κάνες.
Η Ψυχή σηκώθηκε κι έφυγε, όμοια με άξεστη ζητιάνα. Περπατούσε ώρες ανάμεσα στα βράχια κι ίσα ίσα που γευόταν το νερό των πηγών και τους άγριους καρπούς. Ένα βράδυ, απελπισμένη, αποκοιμήθηκε πάνω σε μια πλατιά πέτρα. Το πρωί ένα κοράκι καθόταν στον ώμο της. Άφησε να πέσει πλάι της μια μπούκλα χρυσό μαλλί. Ψηλά στη ράχη του βουνού, μια αστραφτερή κατσίκα χοροπηδούσε στον ήλιο που ανέτελλε.
Η Ψυχή γύρισε στο ναό κι άπλωσε τα χέρια στο άγαλμα. Η Αφροδίτη μίλησε πάλι δίχως να σαλεύουν τα χείλη της. Της είπε:
- Ακόμα πονάω. Θέλω να μου δώσεις να πιω ένα κανάτι νερό από την πηγή που τη φυλάει ένας δράκος στην καρδιά του δάσους.
Έφυγε πάλι η Ψυχή και τράβηξε ίσια μπροστά. Σαν έπεφτε η νύχτα, πότε κοιμόταν στη ζεστασιά των ζώων, πότε στην κρύα πέτρα, μέχρι που έφτασε στις παρυφές ενός ξέφωτου, στην καρδιά του δάσους. Είδε ένα βράχο απ’ όπου ανάβλυζε μια πηγή. Γύρω από το βράχο ήταν τυλιγμένος ένας πρασινοκόκκινος δράκος. Το κεφάλι του ανασηκωνόταν ψηλά ίσαμε το φύλλωμα των βελανιδιών τριγύρω. Δίχως καμιά ελπίδα, η Ψυχή πήγε προς το μέρος του, έτσι όπως βαδίζει περήφανα κανείς προς το θάνατο. Ο δράκος έσκυψε, υποκλίθηκε στην ομορφιά της κι έκλεισε, τέλος, τα μάτια του. Εκείνη γέμισε το κανάτι κι επέστρεψε στο ναό της Αφροδίτης.
Καθώς πλησίαζε το άγαλμα, που δεν έδειχνε να συγκινείται, άκουσε τη θεά να μουρμουρίζει:
— Μου ’χει μείνει ακόμα μια στάλα μίσος στην καρδιά. Κόρη, πήγαινε στον Άδη. Ζήτησε από την Περσεφόνη, τη θεά του κάτω κόσμου, ένα μπουκαλάκι με άρωμα αθανασίας. Φέρε το εδώ και θα λυτρωθείς.
Η Ψυχή έφυγε πάλι. Στα βάθη μιας σπηλιάς, μια πέτρινη πόρτα άνοιξε μόνη της μόλις στάθηκε μπροστά της. Για ώρα πολλή κατέβαινε ένα μακρύ, σκοτεινό λαγούμι περνώντας ανάμεσα από τα ακίνητα σώματα των νεκρών. Σαν έφτασε στην άκρη του, βρέθηκε σε μια κατάλευκη αίθουσα. Εκεί ήταν η Περσεφόνη, καθισμένη στο θρόνο της. Η βασίλισσα του κάτω κόσμου τής έδωσε ένα μπουκαλάκι. Το πήρε κι έφυγε. Καθώς, όμως, έβγαινε από τη σκοτεινή σπηλιά, ο ήλιος τη θάμπωσε. Παραπάτησε σ’ ένα πεσμένο κλαδί. Το μπουκαλάκι έπεσε κι έσπασε. Και τότε ένα πυκνό σύννεφο τύλιξε το σώμα της. Έχασε τις αισθήσεις της.
Ένας κόκκος αιωνιότητας έπεσε μες στην κλεψύδρα των θεών. Η Ψυχή ξύπνησε. Το μόνο που αντίκρισε ήταν ένα βλέμμα. Ήταν του Έρωτα που στεκόταν από πάνω της.
— Τα βάσανά σου τελείωσαν, της είπε.
Της χαμογέλασε. Ο ήλιος ανέτελλε πάνω από το ουράνιο παλάτι.