Το 1923 ο Γερμανός συνθέτης Χανς Λαπ, βετεράνος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, γράφει ένα τραγούδι που μιλά για τη μοναξιά των στρατιωτών στα λασπωμένα χαρακώματα, μακριά από τη γυναικεία συντροφιά. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι μακροσκελής. Λέγεται «Τραγούδι ενός νεαρού στρατιώτη στο φυλάκιο», αλλά στο ρεφρέν του περιέχει ένα μαγικό γυναικείο όνομα: «Λιλί Μαρλέν».
Advertisment
Το 1938 ο συνθέτης Νόρμπερτ Σούλτσε το μελοποιεί σε βαλς που έχει ρυθμό εμβατηρίου. Αρχίζει με ένα σάλπισμα και μια τυμπανοκρουσία και συνεχίζει ως το τέλος με ένα γρήγορο στρατιωτικό ρυθμό, ιδανικό για τους μιλιταριστικούς καιρούς που ζούσε τότε ο κόσμος. Όταν ο συνθέτης έδωσε το τραγούδι σε μια άσημη ξανθιά καλλονή που έβγαζε τα προς το ζην τραγουδώντας σε βερολινέζικα κλαμπ, τη Λάλε Άντερσεν, η Γερμανία ετοιμαζόταν να βυθίσει την υφήλιο στο χάος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Λάλε Άντερσεν το έκανε δίσκο εβδομήντα οκτώ στροφών, τραγουδώντας το με εκείνη τη βαθιά και κάπως βραχνή φωνή που αγαπούσε το γερμανικό κοινό, εθισμένο στο στιλ και στα τραγούδια της διάσημης Μάρλεν Ντίτριχ.
Το τραγούδι μένει στην αφάνεια έως τον Απρίλη του 1941, οπότε ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τη Γιουγκοσλαβία και μπαίνει στο Βελιγράδι. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Βελιγραδίου έχει τόσο δυνατό πομπό, που ακούγεται ως τη Βόρεια Αφρική. Η γερμανική διοίκηση τον μετατρέπει σε σταθμό προπαγάνδας και εμψύχωσης των χιλιάδων Γερμανών στρατιωτών του Άφρικα Κορπς, που πολεμούν στην Αφρική υπό την ηγεσία του Έρβιν Ρόμμελ. Στέλνουν ένα σήμα στο Βερολίνο και ζητούν δίσκους με τραγούδια, καθώς οι προπαγανδιστές ξέρουν καλά ότι μόνο οι ομιλίες και τα εμβατήρια διώχνουν τους ακροατές ενός σταθμού. Ανάμεσα στις σκονισμένες ντάνες των δίσκων είναι και αυτό το τραγούδι, που έως τότε είχε περάσει απαρατήρητο.
Advertisment
Για κάποιο άγνωστο λόγο, το τραγούδι κάνει πάταγο στα γερμανικά στρατεύματα της Αφρικής. Οι υπεύθυνοι του στρατού παίρνουν χιλιάδες γράμματα από φαντάρους που ζητούν επιτακτικά το «Λιλί Μαρλέν». Το τραγούδι καταλήγει να παίζεται στο σταθμό κάθε είκοσι λεπτά. Γίνεται το εμβατήριο πορείας του Άφρικα Κορπς και από τους Γερμανούς φαντάρους της Αφρικής μεταφέρεται σε όλη την Ευρώπη, που καίγεται από τις φλόγες του πολέμου. Ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς αντιλαμβάνεται αμέσως ότι έχει ένα θησαυρό στα χέρια του.
Δίνει στη Λάλε Άντερσεν ειδική εκπομπή στο ραδιόφωνο του Βερολίνου, όπου τραγουδά ζωντανά με την ορχήστρα της για τους στρατιώτες. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, το «Λιλί Μαρλέν» τραγουδιέται από εκατομμύρια φαντάρους που πολεμούν στο Ανατολικό μέτωπο, στο Δυτικό, στη Μεσόγειο. Τότε γίνεται και το απίστευτο. Το εμψυχωτικό τραγούδι του ενός εμπόλεμου περνά τα χαρακώματα και μετατρέπεται και σε τραγούδι του αντιπάλου. Το 1943 και το 1944, το «Λιλί Μαρλέν» γίνεται και τραγούδι των Βρετανών, των Γάλλων, των Αμερικανών στρατιωτών που πολεμούν τους Γερμανούς.
Οι δυο αντίπαλοι τραγουδούν τον ίδιο σκοπό ενώ αλληλοσκοτώνονται. Μόνο στη Ρωσία δεν έπιασε το τραγούδι, καθώς ο Στάλιν το απαγόρευσε. Ήταν τόση η επιτυχία του, που η γερμανική διοίκηση έφτιαξε ένα άγαλμα της τραγουδίστριας και το έστησε στο δρόμο για το Σμολένσκ στη Ρωσία, από όπου περνούσαν οι στρατιές για το ρωσικό μέτωπο. Το άγαλμα εμψύχωνε τους κουρασμένους φαντάρους. Η Λάλε Άντερσεν λατρεύτηκε από Γερμανούς και Αγγλο-αμερικανούς στρατιώτες, έγινε όργανο προπαγάνδας του Γ΄ Ράιχ, όμως δεν ήταν ένθερμη οπαδός του καθεστώτος.
Ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, ερωτεύτηκε έναν Εβραίο που ζούσε ελεύθερος στη γειτονική Ελβετία, το Ρολφ Λίμπερμαν. Το Γ΄ Ράιχ όλα θα μπορούσε να τα συγχωρήσει, όχι όμως αυτό. Η Γκεστάπο την ανακάλυψε, κι όταν πήγε να τη συλλάβει, αυτή αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Οι νικητές σύμμαχοι τη βρήκαν σ’ ένα μισογκρεμισμένο από τους βομβαρδισμούς νοσοκομείο. Η Λάλε Άντερσεν έζησε μέχρι το 1972 μαζί με τον Εβραίο σύζυγό της, πλούσια από τα δικαιώματα του τραγουδιού, που απαγορεύτηκε μεν στη μεταπολεμική Γερμανία ως χιτλερικό, συνέχισε όμως να τραγουδιέται και να πουλά εκατομμύρια δίσκους στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική.
Μάλιστα, η Μάρλεν Ντίτριχ το είχε υιοθετήσει σε τέτοιο βαθμό και το τραγούδησε τόσες φορές, που πολύς κόσμος έχει μείνει με την εντύπωση ότι ήταν δική της επιτυχία. Φαίνεται ότι ποτέ άλλοτε ένα τραγούδι δεν μίλησε τόσο πολύ στις καρδιές των κουρασμένων και μοναχικών στρατιωτών ανεξαρτήτως στρατοπέδου όσο το περίφημο ρεφρέν με τη βαθιά βραχνή φωνή, που έλεγε «Die eine Lili Marlen», δηλαδή «Η μοναδική Λιλί Μαρλέν».