Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης, της πρόληψης ασθενειών και της θεραπείας αποτελεί σημαντικό παράγοντα που επέτρεψε στους ανθρώπους να ζουν περισσότερο και ειδικά από τη στιγμή που οι χρόνιες παθήσεις και οι ανθυγιεινές συνήθειες είναι γνωστό ότι αυξάνουν τον κίνδυνο για πρόωρο θάνατο.
Ωστόσο, τα ευρήματα μιας διαχρονικής μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε περισσότερους από 6.000 ενήλικες δείχνουν ότι ορισμένοι ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να αποτελέσουν τους ισχυρότερους προγνωστικούς δείκτες για το πόσο θα ζήσουμε. Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο «Psychological Science», ένα περιοδικό της Ένωσης των Επιστημών Ψυχολογίας.
Advertisment
Η άποψη που έχετε για τον θάνατο επηρεάζει τον τρόπο που συμπεριφέρεστε στη ζωή. Ο ψυχολόγος Stephen Aichele από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης αναφέρει τα εξής: «Η μελέτη μας δείχνει ότι 2 ψυχολογικές μεταβλητές, δηλαδή ο χαμηλός δείκτης αξιολόγησης της υγείας και οι μειώσεις στην ταχύτητα επεξεργασίας που σχετίζονται με την ηλικία, φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικές στον αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας σε άτομα μέσης ηλικίας και ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Η πληροφορία αυτή μπορεί να διευκολύνει τη διαγνωστική ακρίβεια καθώς και τις έγκαιρες επεμβάσεις».
Ερευνητές από όλο τον κόσμο ενσωματώνουν σιγά σιγά έρευνες σχετικά με τον τρόπο που η ενεργειακή και η συναισθηματική κατάσταση επηρεάζουν την υγεία ή / και την ασθένεια. Ο τρόπος που συνδεόμαστε συναισθηματικά με τη γενική κατάσταση της υγείας μας μπορεί πράγματι να είναι σημαντικότερη από οποιοδήποτε συμπλήρωμα, τρόφιμο, άσκηση, ιατρική επέμβαση ή θεραπεία.
Advertisment
Το σώμα σας αντιδρά στον τρόπο που σκέφτεστε, αισθάνεστε και ενεργείτε. Αυτό ονομάζεται σύνδεση νου και σώματος. Όταν είστε αγχωμένοι, ανήσυχοι ή αναστατωμένοι, το σώμα σας προσπαθεί να σας πει ότι κάτι δεν πάει καλά. Για παράδειγμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση ή το έλκος στομάχου μπορεί να εμφανιστούν μετά από ένα ιδιαίτερα αγχωτικό γεγονός, όπως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου.
Ο Aichele και οι συνεργάτες του Patrick Rabbitt (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και Paolo Ghisletta (Πανεπιστήμιο της Γενεύης) θέλησαν να διερευνήσουν την επιρροή των γνωστικών και δημογραφικών μεταβλητών καθώς και όσων αφορούν την υγεία και τον τρόπο ζωής στην πρόβλεψη του κινδύνου θνησιμότητας. Παρ’ όλο που προηγούμενες έρευνες είχαν δώσει κάποιες ενδείξεις ως προς τον ρόλο που διαδραματίζουν αυτές οι μεταβλητές, οι ολοκληρωμένες διαχρονικές μελέτες ήταν λίγες και μεσολάβησε μεγάλο διάστημα μεταξύ τους.
«Εδώ και καιρό είναι γνωστό ότι συγκεκριμένοι παράγοντες, όπως οι ασθένειες, τα κοινωνικο-οικονομικό προβλήματα, η γνωστική εξασθένηση και η κοινωνική στήριξη, καθορίζουν το πόσο θα ζήσουμε», εξηγεί ο Aichele. «Το πρόβλημα είναι ότι οι εν λόγω δείκτες που αφορούν τη θνησιμότητα έχουν ελεγχθεί χωριστά κι όχι μαζί. Δεδομένου ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους, είναι δύσκολο να καθοριστεί ποιές μεταβλητές κινδύνου θνησιμότητας έχουν μεγαλύτερη επιρροή».
Για την αντιμετώπιση αυτού του κενού στην έρευνα, ο Aichele και οι συνεργάτες του στράφηκαν προς τη Διαχρονική Μελέτη της Γνώσης στο Μάντσεστερ εξετάζοντας δεδομένα 29 ετών τα οποία συλλέχθηκαν από 6.203 ενήλικες ηλικίας από 41 ως 96 ετών όταν ξεκίνησε η μελέτη.
Συγκεντρώνοντας στοιχεία από 15 διαφορετικές διαδικασίες, οι ερευνητές εξέτασαν τις γνωστικές επιδόσεις των συμμετεχόντων σε 5 τομείς δεξιοτήτων: την κρυσταλλωμένη ευφυΐα, τη ρέουσα ευφυΐα, τη λεκτική μνήμη, την οπτική μνήμη και την ταχύτητα επεξεργασίας. Οι διαδικασίες – οι οποίες αποτελούν όλες καλά εδραιωμένες μεθόδους μέτρησης της γνωστικής ικανότητας – εφαρμόζονταν ως και 4 φορές κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 12 ετών επιτρέποντας στους ερευνητές να αξιολογήσουν την αρχική επίδοση των συμμετεχόντων καθώς και την αλλαγή στην απόδοση με την πάροδο του χρόνου σε κάθε τομέα.
Προκειμένου να υπολογίσουν την υγεία των συμμετεχόντων, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τον δείκτη Cornell, μια μέθοδο που περιλαμβάνει λεπτομερή ερωτηματολόγια από συνολικά 195 παθολογικά συμπτώματα που σχετίζονται με τις σωματικές και ψυχολογικές διαταραχές.
Τέλος, οι ερευνητές εξέτασαν τις προσωπικές αναφορές των συμμετεχόντων σχετικά με διαφόρους παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως την αντίληψη που είχαν για την υγεία τους, τον αριθμό των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, τις συνήθειες του ύπνου, τα χόμπι, τις δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο, καθώς και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Οι άνθρωποι που θεωρούν ότι διαθέτουν αυτοπειθαρχία και οργανωτικότητα ζουν περισσότερο και έχουν μέχρι και 89% χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου του Αλτσχάιμερ σε σύγκριση με τους λιγότερο επιμελείς. Όταν καταφέρνετε να εστιάζετε την προσοχή σας, χρησιμοποιείτε περισσότερο τις νοητικές σας ικανότητες, λέει ο επικεφαλής ερευνητής σε αμφότερες τις μελέτες Robert S. Wilson, καθηγητής Νευρολογίας και Ψυχολογίας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Ρας στο Σικάγο.
Περίπου το 17% των Αμερικανών είναι αισιόδοξοι. Έχουν θετική αντίληψη για τη ζωή, αίσθηση ενός σκοπού στη ζωή και αίσθηση ότι ανήκουν σε μια κοινότητα και είναι πιο υγιείς από τους απαισιόδοξους, δηλαδή περίπου το 10% των ενηλίκων που δεν νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Οι περισσότεροι από εμάς βρισκόμαστε κάπου στο ενδιάμεσο. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο αισιόδοξοι και να βρούμε νόημα στη ζωή μας», λέει ο Corey Keyes, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Έμορυ. «Στη Σαρδηνία και την Οκινάουα, όπου οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, η σκληρή δουλειά είναι σημαντική, αλλά όχι πιο πολύ από τον χρόνο που περνούν οι άνθρωποι με την οικογένεια, την καλλιέργεια του πνεύματος και την προσφορά στους άλλους».
Χρησιμοποιώντας 2 τύπους στατιστικής ανάλυσης, οι ερευνητές κατάφεραν να υπολογίσουν τη σχετική σημασία συνολικά 65 διαφορετικών μεταβλητών στην πρόβλεψη του κινδύνου θνησιμότητας των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η υποκειμενική υγεία και η ταχύτητα νοητικής επεξεργασίας αποτελούν 2 από τους ισχυρότερους προγνωστικούς παράγοντες. Αυτό σημαίνει ότι η καλύτερη αντίληψη για την υγεία και οι μικρότερες μειώσεις στην ταχύτητα επεξεργασίας με την πάροδο του χρόνου συσχετίστηκαν με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας.
Επίσης, οι γυναίκες διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας, ενώ το χρόνιο κάπνισμα συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου. Η επιρροή των 2 ψυχολογικών παραγόντων σε σχέση με γνωστούς παράγοντες ιατρικού κινδύνου, όπως τα καρδιαγγειακά συμπτώματα, προκάλεσε έκπληξη: «Το γεγονός ότι οι ψυχολογικές μεταβλητές είναι τόσο στενά συνδεδεμένες με τον κίνδυνο θνησιμότητας είναι πολύ περίεργο, διότι πολλά ήδη υπάρχοντα στοιχεία υποστηρίζουν την υπόθεση ότι οι ισχυρότεροι παράγοντες πρόβλεψης της επιβίωσης στις μεγάλες ηλικίες είναι ιατρικής ή οργανικής φύσης», εξηγεί ο Aichele.
Τα ευρήματα αυτά μπορούν να προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες στους επαγγελματίες υγείας, οι οποίοι χρειάζονται καλύτερες μεθόδους για τον εντοπισμό των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο πρόωρου θανάτου. «Η αντιμετώπιση των αναγκών ενός παγκόσμιου πληθυσμού που γερνά απαιτεί την εξήγηση πολλών παραγόντων νοσηρότητας και θνητότητας, όπως οι δημογραφικές μεταβλητές, οι συνθήκες υγείας, οι λειτουργικές ικανότητες, οι νοητικές ικανότητες και η κοινωνική στήριξη», συμπεραίνουν οι ερευνητές.