Μου οφείλω μια συγνώμη
Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Στο στρογγυλό ξύλινο τραπεζάκι της κουζίνας εσύ κι εγώ κι ανάμεσα μας ένα μπουκάλι κατακόκκινο κρασί. Γύρω στα μέσα Δεκέμβρη θα ‘ταν… δε θα ‘ταν; Δεν έβγαλες άχνα όλο το βράδυ. Άκουγες με τόση κατανόηση. Σε ένιωθα. Ήσουν τόσο απόλυτα εκεί. Για μια στιγμή μάλιστα ένιωσα το δάκρυ σου να με καίει, όταν σκούπισες τα μάτια σου και μου έσφιξες τα χέρια δυνατά. Σε μπούχτισα με ένα σωρό ανησυχίες για ένα παρόν μη βιώσιμο και ένα μέλλον τραγικά αβέβαιο και κάπου στα κρυφά μου χαμογέλασες και έμοιαζε να γνέφεις «Ηρέμησε, έχε μάτια ανοιχτά. Η ζωή είναι εδώ. Όλα θα πάνε καλά»… Και εγώ συνέχιζα σε ένα παραλήρημα πνιχτών ουρλιαχτών και βασάνων και το παράπονό μου σα μελωδία σε ντο ύφεση έβγαινε σχεδόν τόσο φυσικά από μέσα μου, τόσο απελπισμένα.
Advertisment
Διαβάστε επίσης από τη Μάρη Γαργαλιάνου
Μέσα στη ζάλη μου παραπάτησα δυο τρεις φορές, πήγα να πέσω. Η κατάστασή μου, ήταν ανυπόφορη. Έτσι έμοιαζα τότε. Το «έπιασα» στο γεμάτο αγάπη βλέμμα σου. Παρατημένη. Νωθρή. Αποκομμένη. Δε ξέρω αν ήμουν κιόλας… Ίσως και να ‘μουν. Όμως μου στάθηκες πολύ και σου οφείλω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και ένα ακόμα πιο μεγάλο «συγνώμη». Αισθάνομαι υπόλογη απέναντί σου. Μικρή και λίγη. Επιστρέφω σε σένα στα δύσκολα. Στα ζόρια. Στα προβλήματα. Είμαι αδύναμη μπροστά σε αυτούς τους πελώριους τοίχους που άλλοι έχτισαν για μένα. Λυπάμαι. Λυπάμαι, μα και φταίω. Δε σε φροντίζω. Όλο επιστρέφω, επιστρέφω και ζητιανεύω λιγάκι παρηγοριά. Έναν άνθρωπο δικό μου. Ένα παιδί αγνό, έναν αδερφό σπαθί, μια μάνα βράχο, μια ψυχή γροθιά.
Και πάντα ήσουν όλα αυτά και πάντα θα’ σαι. Μα εκεί που σε βρίσκω κάθε φορά, σε αυτήν τη γεμάτη ροδοπέταλα στρωμένη σπηλιά, υπάρχει πολύ σκοτάδι. Υπάρχουν μνήμες φαντάσματα, υπάρχουν εμμονές τέρατα κι έχει πιάσει λίγο κρύο τώρα τελευταία. Σίγουρα θα το αισθάνεσαι κι εσύ. Αυτό το κρύο που μια σε μαστιγώνει και μια σε διαπερνά τόσο βαθιά, που νιώθεις πως σου κόβεται η ανάσα. Χαθήκαμε… Και θέλω να σε βοηθήσω και λιγάκι να σε ζεστάνω, να βάλω φωτιά στο μέσα σου. Να κρατήσω υπομονετικά ένα κερί βράδια ατελείωτα παγωμένα και με τη συντροφιά μου να γλυκαθείς. Μα τρέμω και μόνο στην ιδέα να σε ζήσω λίγο παραπάνω και νιώθω πως θα τρελαθώ.
Πώς είναι δυνατόν να απαιτώ διαρκώς από εσένα λίγη στοργή και ένα χάδι τρυφερό στα δύσκολα, ένα βλέμμα σταθερό να σχηματίζει στα χείλη πεισματικά, γεμάτο θάρρος «Προχώρα», μιαν ώθηση και μια πηγαία αισιοδοξία, όταν εγώ αδιαφορώ; Όταν εγώ αδιαφορώ γιατί φοβάμαι να σε ψάξω πιο βαθιά. Γιατί τρέμω να σε δω αληθινά. Γιατί ζήσαμε πολλά μαζί και εσύ σα φύλακας άγγελος μια με συμβούλευες ηθικά και μια σα διάολος με έστελνες σε δοκιμασίες παίζοντας με τις αντοχές μου. Καταλαβαίνεις τώρα; Υπάρχει πρόβλημα. Σε αγαπάω και σε φοβάμαι. Δε μπορώ να αποκοπώ από εσένα και την ώρα που το θέλω, σε ζητάω. Το μεγάλο «συγνώμη» εαυτέ μου, έχει να κάνει με τη δειλία μου ως προς εσένα και με το ότι εγώ αρνούμαι να σε δω ειλικρινά. Εσύ ήσουν πάντα εκεί. Το αν εγώ σε «εκμεταλλεύτηκα», βάρος και λάθος μου και δε θα κάνω καμιά δήλωση βαρύγδουπη για το «από εδώ και πέρα», παρά μόνο θα ανοίξω ένα ακόμα μπουκάλι κρασί. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε ουσιαστικά…
- Όταν εκτιμάς αυτό που έχεις, εκτιμάς αυτό που έχω χάσει εγώ - 8 Ιανουαρίου 2021
- Τουλάχιστον έχεις την υγειά σου! - 13 Νοεμβρίου 2020
- Καμιά φορά η σιωπή είναι η πιο δυνατή ερώτηση - 27 Αυγούστου 2020