Η σιωπή σε λα ματζόρε
– “Και τι ήχο κάνει η σιωπή;”, ρώτησε απορημένο το νυχτολούλουδο.
Advertisment
– “Εκκωφαντικό!”, του αποκρίθηκε η Ευανθία και συνέχισε…
“Υπάρχουν κάποια βλέμματα που δεν έχουν διάθεση αντιπαράθεσης. Αδικούνται, παραμελούνται, λυπούνται, αλλά στέκονται ορθάνοιχτα με κόρες σαν καλειδοσκόπιο να σε προκαλούν να υποκλιθείς στην ανωτερότητα της μεγαλοψυχίας τους.
Είναι βλέμματα που λες και μεγάλωσαν με την πλάνη ότι ομορφαίνουν όσο αδιόρατα δακρύζουν, γι’ αυτό συνηθίζουν να σε βλέπουν πάντα με μια υγρή, κρυστάλλινη ευθύτητα. Αυτή είναι η βιτρίνα τους. Η αλήθεια τους. Έχουν μια γενναιοδωρία αυτά τα βλέμματα, μία αριστοκρατία κι ας σε κοιτάζουν με ταπεινότητα. Ποτέ δε θέλουν να προκαλέσουν τον οίκτο ή την αμηχανία σου.
Advertisment
Γι’ αυτό, όταν μπλοκάρουν από αιφνίδιο συναισθηματισμό, προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις της υπερευαισθησίας χαμογελώντας. Και τα καταφέρνουν. Και σε συμπαρασύρουν στο γέλιο και την ευφορία που τόσο απόμακρη και άγνωστη έχει γίνει για σένα.
Τεστ με θεραπευτικές παραβολές: Ποια ιστορία σας ταιριάζει περισσότερο;
Είναι οι μαέστροι της χαράς σου κι ας έχουν συνθέσει πολλάκις το ρέκβιεμ της δικής τους χαράς. Όταν όμως γελούν αληθινά, το χαμόγελό τους φωταγωγεί το σύμπαν. Και φέρνουν την άνοιξη, γιατί φορούν την άνοιξη, γιατί είναι η Άνοιξη.
Τα βλέμματα αυτά είναι οι αοιδοί της ευτυχίας σου, αλλά είναι τόσο διακριτική η φωνή τους, που αν και μελωδική δε σε αφήνει η βοή της ζωής σου να την ακούσεις. Την διακρίνεις μόνο στην πλήρη ησυχία, τότε που όλες οι ανησυχίες σου ησυχάζουν και ζητούν το τραγούδι τους για να κοιμηθούν και να γαληνέψουν.
Είναι βλέμματα που από τη στιγμή που μπαίνουν στη ζωή σου, έστω και στιγμιαία, διεισδύουν ακαριαία στο υποσυνείδητό σου φωτίζοντας τα απύθμενα βάθη του νου σου. Σ’ αυτά ανατρέχεις, αυτά ψάχνεις στις μεγάλες άμπωτες και παλίρροιές σου, γιατί έχουν γίνει ασυναίσθητα το λιμάνι σου, το μεγάλο καράβι σου. Και όταν σε κοιτάζουν, νιώθεις μία συγχορδία αισθήσεων να σε διεγείρει σιωπηλά.
Αυτή η υπόκωφη ένταση, αυτή η σιωπή σε λα ματζόρε σε μαγεύει. Θέλεις να τα ξαναδείς, να μπεις μέσα τους, να χαρτογραφήσεις όλους τους αύλακες της σκέψης τους, να μάθεις το λεξιλόγιό τους, το τραγούδι τους, να τα κατακτήσεις, να τα κατοικήσεις..
Μην περιμένεις να σου λένε πολλά, να φωνασκούν άσκοπα, να φλυαρούν. Μόνο φυλλορροούν στους χειμώνες τους και τους παγετώνες τους, αλλά και αυτό το κάνουν αθόρυβα και μαζεύουν τις σκόνες και τις σκορπισμένες φυλλωσιές τους και ανθίζουν πάλι σιωπηλά και υπέροχα.”
Όταν ο Νους αγάπησε με την Ψυχή του
– “Και τι μπορώ να κάνω για να ξανακούσω το τραγούδι τους, Ευανθία; Βιάστηκα και άλλαξα συχνότητα.”, είπε μετανιωμένο το νυχτολούλουδο.
– “Μη νιώθεις άβολα να τους ζητήσεις μία δεύτερη ακρόαση”, του απάντησε. “Ίσως σου ζητήσουν τον λόγο. Αλλά και πάλι μη διστάσεις. Οι επιθυμίες μας όσο παραμένουν αναποφάσιστες, η ίδια η ζωή τις φυγαδεύει σε άλλα στόματα να τις εκφράσουν κι εσύ μένεις χωρίς φωνή, χωρίς ζωή..Ζήτα τους μια δεύτερη ευκαιρία έτσι αγέρωχα και ταπεινά.”
– “Κι αν δε μου τη δώσουν, αν δε μ’ακούσουν..;”, ρώτησε αγχωμένο το νυχτολούλουδο.
– “Ποια ταπείνωση δεν είναι αρετή..;”, του απάντησε η Ευανθία.
Και το νυχτολούλουδο χάθηκε μέσα στους μεγαλοπρεπείς στημόνές του..
Μόλις είχε ξημερώσει.
Xριστίνα Κυριακίδου – www.thessalonikiartsandculture.gr