Οι άνθρωποι του βασιλείου του Σαδίκ ζώσανε το παλάτι του βασιλιά τους, φωνάζοντας εναντίον του. Κι αυτός κατέβηκε τα σκαλοπάτια του παλατιού, βαστώντας στο ένα χέρι την κορώνα του και στ’ άλλο χέρι του το σκήπτρο.
Η μεγαλοσύνη της εμφάνισής του σίγασε το πλήθος. Στάθηκε μπροστά τους και είπε: “Φίλοι μου, που υπήκοοί μου πια δεν είστε, να, εδώ, σας δίνω το σκήπτρο και την κορώνα μου. Θα γίνω ένας σαν εσάς. Είμαι απλά ένας άνθρωπος, μα σαν απλός άνθρωπος μαζί σας θα εργαστώ κι ίσως να γίνουν τα χωράφια μας καλύτερα. Δεν υπάρχει ανάγκη για βασιλιά.
Advertisment
Λοιπόν, ας πάμε στα χωράφια και στ’ αμπέλια κι ας δουλέψουμε χέρι με χέρι. Μόνο που πρέπει να μου πείτε σε ποιο χωράφι ή σε ποιο αμπέλι να πάω. Τώρα, όλοι σας είστε ο βασιλιάς”.
Κι οι άνθρωποι τον θαύμασαν κι η ησυχία ήταν πάνω τους, γιατί ο βασιλιάς που τον είχαν θεωρήσει πηγή της δυσαρέσκειάς τους, τους έδωσε τώρα την κορώνα και το σκήπτρο του κι έγινε ένας απ’ αυτούς.
Μετά, ένας-ένας πήραν το δρόμο τους κι ο βασιλιάς πήγε με κάποιον σε χωράφι.
Advertisment
Μα και χωρίς βασιλιά, το βασίλειο του Σαδίκ δεν τα πήγε καλύτερα και η ομίχλη της δυσαρέσκειας ήταν ακόμα πάνω από τη χώρα. Οι άνθρωποι φώναζαν στα μέρη των συγκεντρώσεών τους, λέγοντας πως θέλουν να κυβερνηθούν και να’ χουν βασιλιά να τους εξουσιάζει.
Κι οι γεροντότεροι και οι νέοι λέγαν με μια φωνή: “Να ‘χουμε το βασιλιά μας”.
Αναζήτησαν το βασιλιά και τον βρήκαν να δουλεύει σκληρά στο χωράφι, τον φέρανε στη θέση του και του έδωσαν πίσω το σκήπτρο του και την κορώνα. Και είπαν: ” Τώρα, κυβέρνησέ μας με δύναμη και με δικαιοσύνη”.
Κι αυτός είπε: “Πραγματικά, με δύναμη θα σας κυβερνήσω κι είθε οι θεοί τ’ ουρανού και της γης να με βοηθήσουν, για να μπορώ να κυβερνήσω και με δικαιοσύνη”.
Ήρθαν, λοιπόν, μπροστά του άντρες και γυναίκες και του μίλησαν για ένα βαρόνο που τους κακομεταχειριζόταν και που γι’ αυτόν δεν ήταν παρά δούλοι.
Κι ευθύς ο βασιλιάς έφερε το βαρόνο μπροστά του και είπε: ” Η ζωή ενός ανθρώπου είναι τόσο βαριά στη ζυγαριά του Θεού όσο κι η ζωή ενός άλλου. Κι επειδή δεν ξέρεις πώς να ζυγίσεις τις ζωές κείνων που εργάζονται στα χωράφια σου και στ’ αμπέλια σου, σ’ εξορίζω και να φύγεις για πάντα απ’ αυτό το βασίλειο”.
Την επόμενη μέρα, ήρθε μια άλλη ομάδα στο βασιλιά και μίλησε για τη σκληρότητα μιας κοντέσας πέρα από τους λόφους και για το πόσο τους καθήλωνε στη δυστυχία.
Ευθύς φέρανε την κοντέσα σε δίκη κι ο βασιλιάς την καταδίκασε κι αυτήν σε εξορία, λέγοντας: “Εκείνοι που καλλιεργούν τα χωράφια μας και φροντίζουν για τ’ αμπέλια μας, είναι ευγενέστεροι από μας που τρώμε το ψωμί, που αυτοί ετοιμάζουν και που πίνουμε το κρασί που βγαίνει από το ποτήρι τους. Κι επειδή εσύ τ’ αγνοείς, να εγκαταλείψεις αυτή τη χώρα και να είσαι μακριά απ’ αυτό το βασίλειο”.
Κατόπιν, ήρθαν άντρες και γυναίκες που είπαν πως ο δεσπότης τους έβαζε να φέρνουν πέτρες και να πελεκάν τις πέτρες για την εκκλησία κι όμως, δεν τους έδινε τίποτα – παρ’ όλο που, όπως ξέρανε, ήταν γεμάτο το χρηματοκιβώτιο του δεσπότη με χρυσάφι και με ασήμι, ενώ το στομάχι τους ήταν άδειο από την πείνα.
Κι ο βασιλιάς έστειλε να καλέσουν το δεσπότη κι όταν ήρθε ο δεσπότης, ο βασιλιάς μίλησε και του είπε: “Εκείνος ο σταυρός που φοράς πάνω στο στήθος σου, θα έπρεπε να σημαίνει πως δίνεις ζωή στη ζωή. Μα εσύ πήρες ζωή και δεν έδωσες τίποτα. Γι’ αυτό, να φύγεις απ’ αυτό το βασίλειο και να μην ξαναφανείς ποτέ”.
Έτσι, κάθε μέρα, για ένα ολόκληρο φεγγάρι, άντρες και γυναίκες έρχονταν στο βασιλιά να του μιλήσουν για τα βάρη που τους είχαν βάλει απάνω τους. Και καθεμιά μέρα, για ένα ολόκληρο φεγγάρι, κάποιος καταπιεστής θα εξοριζόταν από τη χώρα.
Κι οι άνθρωποι του Σαδίκ ήταν εντυπωσιασμένοι και υπήρχε χαρά μες στην καρδιά τους.
Κάποια μέρα, οι γεροντότεροι και οι νέοι ήρθαν και ζώσανε τον πύργο του βασιλιά και τον καλέσανε. Κι αυτός κατέβηκε, βαστώντας στο ένα χέρι την κορώνα του και στ’ άλλο χέρι του το σκήπτρο.
Και αυτός μίλησε και είπε: ” Τώρα, τι θέλετε από μένα; Να, σας δίνω πίσω αυτά εδώ, που εσείς μου ζητήσατε να έχω”.
Μα εκείνοι κράξανε: ” Όχι, όχι, συ είσαι ο δίκαιος βασιλιάς μας. Έχεις καθαρίσει τη χώρα απ’ τις οχιές κι αχρήστεψες τους λύκους κι ερχόμαστε να τραγουδήσουμε το ευχαριστώ μας σε σένα. Η κορώνα είναι δικιά σου σε μεγαλείο και το σκήπτρο είναι δικό σου σε δόξα”.
Τότε, ο βασιλιάς είπε: ” Εγώ, όχι, εγώ όχι! Εσείς οι ίδιοι είστε ο βασιλιάς.
Όταν με θεωρούσατε αδύναμο και κακό κυβερνήτη, εσείς οι ίδιοι ήσασταν αδύναμοι και κακοί στο να κυβερνάτε. Τώρα, η χώρα πάει καλά, γιατί αυτό είναι στη θέλησή σας.
Δεν είμαι παρά μια σκέψη στο νου όλων σας και δεν υπάρχω παρά στις πράξεις σας. Δεν υπάρχει κυβερνήτης. Μόνο αυτοί που κυβερνιούνται, υπάρχουν, για να κυβερνάν τους εαυτούς τους”.
Κι ο βασιλιάς ξαναμπήκε στον πύργο του με την κορώνα και το σκήπτρο του. Κι οι γεροντότεροι με τους νέους πήραν τους διάφορους δρόμους τους κι ήταν ευχαριστημένοι.
Κι ο καθένας απ’ αυτούς σκεφτόταν τον εαυτό του βασιλιά, με μια κορώνα στο ένα χέρι και μ’ ένα σκήπτρο στο άλλο.
“Ο Περιπλανώμενος” Χαλίλ Γκιμπράν εκδόσεις Μπουκουμάνης – Photo: Author/Depositphotos