Πολλοί άνθρωποι νιώθουμε φόβο στη θέαση ενός κλόουν, μιας κούκλας που μιλά ή ενός ανδρείκελου, ακόμα κι ενός ανθρωπόμορφου ρομπότ. Μάλιστα πολλά από τα θρίλερ που επιλέγουμε να δούμε έχουν ως θέμα τέτοιους «χαρακτήρες». Οι κλόουν, οι ζωντανές κούκλες και τα ρομπότ είναι σχεδόν πάντα οι κακοί χαρακτήρες που καταδιώκουν εμάς τους ανθρώπους.
Αν σκεφτούμε λίγο καλύτερα για το πώς νιώθουμε όταν τα αντικρύζουμε, θα αντιληφθούμε πως το συναίσθημα του φόβου είναι περίεργο. Εξάλλου, είναι πιο λογικό να τρομάξουμε με ένα φοβερό τέρας ή με έναν επιθετικό άνθρωπο – δολοφόνο.
Advertisment
Είναι εύκολο να προσδιορίσουμε πώς νιώθουν οι άνθρωποι όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον άμεσο κίνδυνο, όπως με ένα άγριο ζώο, αλλά είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε γιατί φοβόμαστε έναν κλόουν για παράδειγμα, που δεν αποτελεί αυτόματα κίνδυνο για τη σωματική μας ακεραιότητα. Ίσως το συναίσθημα να μην είναι ακριβώς φόβος, αλλά αποστροφή, αηδία, κάτι άβολο που μας μουδιάζει.
Η ψυχολογία, κυρίως η ψυχανάλυση, έχει και γι’ αυτό το αλλόκοτο φαινόμενο μια απάντηση. Και όλα ξεκινούν από ένα δοκίμιο του Freud, το οποίο έγραψε το 1919 και ονόμασε «το ανοίκειο». Το ανοίκειο επιχειρεί να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, αλλά εκτείνεται και σε άλλες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού.
Σημαίνει κυρίως εκείνο που μας είναι άγνωστο και γι’ αυτό τρομακτικό (αβέβαιο), αλλά ταυτόχρονα αλλόκοτα οικείο. Στα παραπάνω παραδείγματα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που βλέπουμε ενώ θα έπρεπε να είναι νεκρό και άψυχο (ρομπότ/κούκλα), είναι ζωντανό και αυτό μας φοβίζει, μας κάνει να νιώθουμε άβολα.
Advertisment
Το ανοίκειο είναι μια πολύπλοκη έννοια, την οποία έχουν δανειστεί κι άλλοι ειδικοί, αλλά μπορούμε να ξεχωρίσουμε τη βαθιά αντίθεση που περιλαμβάνει: ότι κάτι μας είναι και οικείο, αλλά και ξένο ταυτόχρονα. Δηλαδή ο κλόουν ή ο κόμης Δράκουλας μας προκαλούν τρόμο όχι επειδή μοιάζουν με τέρατα ή άγρια ζώα, αλλά επειδή μοιάζουν με άνθρωπο που έχει όμως αλλόκοτα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και η βιομηχανία του κινηματογράφου παράγει τόσες παρόμοιες ταινίες που ενώ μας φοβίζουν, μας δημιουργούν μια αίσθηση περιέργειας και έλξης και έτσι επιλέγουμε να τις παρακολουθούμε.
Αλλά ο Freud δεν εννοούσε ότι κάτι απλά ξένο εισβάλει στη συνείδηση και στον κόσμο μας. Θεωρούσε πως ο φόβος και το άγχος στη ζωή μας πηγάζουν από στοιχεία του εαυτού μας, αλλά και εμπειρίες που έχουν απωθηθεί και θαφτεί στο ασυνείδητο. Για εκείνον, αυτό το είδος φόβου οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το «ξένο» που αντικρύζουμε μας είναι από τη μία γνωστό, αλλά από την άλλη κρυμμένο και απωθημένο. Με άλλα λόγια, θεωρούσε ότι το ασυνείδητο εδώ παίζει έναν κεντρικό ρόλο· κρύβει καλά κάτι απωθημένο, το οποίο όμως κάποτε μας ήταν οικείο.
Κατά τη δεκαετία του ’70, το ανοίκειο γίνεται αντικείμενο μελέτης από έναν άλλο επιστήμονα, τον Masahiro Mori, ο οποίος ειδικευόταν στο πεδίο της ρομποτικής. Ο Masahiro κατασκεύαζε ρομπότ, τα οποία μετά από προσπάθειες άρχισε να τους δίνει ορισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Όταν τα έδειχνε σε ανθρώπους, παρατηρούσε πως άρχιζαν να τα πλησιάζουν και τους ήταν αρεστά.
Όσο όμως τους έδινε ακόμα περισσότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συνειδητοποιούσε ότι οι ίδιοι άνθρωποι άρχισαν να αντιδρούν αρνητικά, να τα αποφεύγουν, να νιώθουν δυσφορία στην παρουσία τους. Μόνο όταν τελικά τα ρομπότ έμοιασαν σχεδόν απόλυτα με τον άνθρωπο, άρχισαν να προκαλούν και πάλι θετικά συναισθήματα. Αυτό το ενδιάμεσο σημείο, ο Mori το ονόμασε «ανοίκεια κοιλάδα».
Άλλοι επιστήμονες υποστηρίζουν πως αυτό το φαινόμενο δεν ισχύει και πως ο φόβος για το ξένο και απόκοσμο είναι ο ίδιος βιολογικός φόβος της μάχης-φυγής. Παρ’ όλα αυτά, το βέβαιο είναι πως αυτό το περίεργο συναίσθημα συνεχίζει να γοητεύει θεωρητικούς και μη.
Ο ξένος που φοβόμαστε σε όλες του τις διαστάσεις, ο διαφορετικός, ακόμα και ο αλλόκοτος είναι το «ξένο» κομμάτι που όλοι κρύβουμε μέσα μας, στο «υπόγειο» του ασυνειδήτου που το έχουμε κλειδώσει καλά και τώρα πια δεν θυμόμαστε καν τι περιέχει. Σε αυτή την περίπτωση, καλούμαστε να ξεκλειδώσουμε εκείνο το υπόγειο και να διαπραγματευτούμε με αυτό, να το γνωρίσουμε, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε διαπροσωπικό.
Στεφανία Βαρούχου, ψυχολόγος