Σε ποιο από τα παιδιά σας έχετε μεγαλύτερη αδυναμία; Η αυθόρμητη απάντηση είναι προφανώς «όλα τα αγαπώ το ίδιο». Τι είδους γονέας θα επέλεγε ένα παιδί ως το αγαπημένο του; Η αλήθεια όμως είναι: πολλοί.
Χρόνια ερευνών υποστηρίζουν αυτό που πολλοί είχαμε υποπτευθεί – οι περισσότεροι γονείς έχουν ένα αγαπημένο παιδί. Οι μελέτες έχουν ερευνήσει παράγοντες από τη σειρά γέννησης μέχρι το φύλο και τα κοινά ενδιαφέροντα. Ακόμα και μετά από χρόνια ερευνών, το συμπέρασμα μένει το ίδιο και οι γονείς ακόμα νιώθουν ενοχές και ζουν στην άρνηση. Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει διακριτή προτίμηση από τους γονείς, οι μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά συχνά λαμβάνουν διαφορετική μεταχείριση από τους γονείς τους. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι οι οικογενειακές συγκρούσεις και τα συναισθήματα θλίψης και κατάθλιψης προκαλούνται και από αυτή την προτίμηση, είτε όντως ισχύει, είτε όχι.
Advertisment
Το ερώτημα δεν είναι αν έχετε ή όχι ένα αγαπημένο παιδί, αν και είναι ξεκάθαρο πως πολλοί γονείς έχουν. Τυπικά, η μεροληψία δεν έχει να κάνει με το αν αγαπάμε πιο πολύ ένα παιδί. Σχετίζεται περισσότερο με το πώς η προσωπικότητά σας σχετίζεται με την προσωπικότητα του παιδιού σε σύγκριση με των άλλων. Είναι δηλαδή περισσότερο θέμα αρεσκείας.
Γιατί λοιπόν μας είναι τόσο δύσκολο να παραδεχτούμε ότι έχουμε μια ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιο από τα παιδιά μας; Κάποιοι γονείς μπορεί να ανησυχούν ότι βλάπτουν το παιδί τους συναισθηματικά ή ψυχολογικά. Κάποιοι μπερδεύουν το γεγονός ότι συμπαθούν περισσότερο την προσωπικότητα κάποιου παιδιού με το πόση αγάπη δείχνουν τελικά σε όλα.
Διαβάστε επίσης: Τα παιδιά δεν οφείλουν στους γονείς περισσότερα από αυτά που οφείλουν οι γονείς στα παιδιά
Advertisment
Οι γονείς επίσης ανησυχούν για τις γονικές τους πρακτικές και το πόσο η συμπάθειά τους μπορεί να διαφαίνεται σε αυτές. Όμως, αν αναγνωρίσουμε και μόνο ότι έχουμε μια προτίμηση προς ένα παιδί, κάνουμε αυτόματα ένα σημαντικό βήμα στο να δημιουργήσουμε μια καλύτερη σχέση με όλα μας τα παιδιά. Όταν συνδεόμαστε με τα υποσυνείδητα κίνητρα και τις επιθυμίες μας μπορούμε να βελτιώσουμε το οικογενειακό περιβάλλον.
Αντί να κρυβόμαστε πίσω από άρνηση και ενοχές, μπορούμε (και χρειάζεται) να σκεφτούμε πώς θα σχετιστούμε με κάθε ένα από τα παιδιά μας και να κάνουμε μια προσπάθεια να καταλάβουμε πώς τα συναισθήματά μας προς κάθε παιδί μπορούν να επηρεάσουν τις γονικές μας πρακτικές και τη σχέση γονέα – παιδιού. Και παρακάτω αναφέρουμε ορισμένες από τις θέσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να εξετάσουμε το ζήτημα.
1. Οι σχέσεις με τα παιδιά μας έχουν βαθιές ρίζες
Υπάρχουν λόγοι που εξηγούν γιατί συνδεόμαστε με το κάθε παιδί μας με διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι από αυτούς τους λόγους προέρχονται από παρελθοντικές μας εμπειρίες. Οι σχέσεις που είχαμε εμείς ως παιδιά με τους γονείς μας και άλλα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή μας έχουν σημαντική επίδραση στις τωρινές ενήλικες σχέσεις μας.
Ένα παιδί μπορεί να μας θυμίζει έναν αγαπημένο παππού ή γιαγιά και οι αλληλεπιδράσεις μαζί του μπορεί να διέπονται από παρόμοια συναισθήματα τρυφερότητας. Η συμπεριφορά ενός άλλου παιδιού μπορεί να μοιάζει με ενός γονέα με τον οποίο να συγκρουόσασταν και αυτό μπορεί να ξυπνά αρνητικά συναισθήματα. Αυτό που λοιπόν χρειάζεται να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε πώς οι παλιές σχέσεις μπορεί να επηρεάζουν τη σχέση με τα παιδιά μας. Και αυτή η γνώση θα μας επιτρέψει να εξετάσουμε πώς τα συναισθήματά μας στρέφονται προς ένα συγκεκριμένο παιδί και αναλόγως να κάνετε τις αντίστοιχες προσαρμογές και αλλαγές.
Διαβάστε επίσης – Απεμπλοκή: Πώς μπορούν οι γονείς να συμβάλουν σε μια καλύτερη ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι
2. Τα παιδιά μπορούν να αντανακλάσουν την προσωπικότητά μας πίσω σε εμάς
Ορισμένες φορές, ανταποκρινόμαστε σε χαρακτηριστικά των παιδιών μας που βλέπουμε επίσης στον εαυτό μας. Όταν ο καθρέφτης αποκαλύπτει ένα μειονέκτημα, συχνά ανταποκρινόμαστε αρνητικά, όπως με θυμό, αποφυγή ή απόρριψη.
3. Τα συναισθήματα προς τα παιδιά μας μπορεί να είναι προσωρινά
Να θυμάστε ότι οι σχέσεις με τα παιδιά μας δεν είναι σταθερές. Αλλάζουν και εξελίσσονται διαρκώς, καθώς βιώνουμε διάφορα στάδια και συναντάμε προκλήσεις. Ενώ τον ένα χρόνο μπορεί να νιώθετε πιο συνδεδεμένοι με το μεγαλύτερο σε ηλικία παιδί σας, έναν χρόνο αργότερα, το χάσμα μπορεί να μεγαλώσει μεταξύ σας και η αδυναμία σας να στραφεί προς το μικρότερο για διάφορους λόγους. Αναγνωρίζοντας αυτές τις αλλαγές και παίρνοντας χρόνο να εξετάσετε τους παράγοντες που συνεισφέρουν στις αλλαγές, μπορείτε να κατανοήσετε καλύτερα τις σχέσεις με τα παιδιά σας.
Tracy Asamoah, ψυχίατρων παιδιών και εφήβων