Σε πολλές πρόσφατες μελέτες, κυρίως ψυχολόγων και νευροβιολόγων, σχετικά με τη λήψη αποφάσεων έχει δοθεί έμφαση μάλλον στον μεγάλο αριθμό επιλογών της καθημερινότητάς μας –κάποιος τις έχει υπολογίσει σε αρκετές χιλιάδες– παρά στη σημασία τους. Στις εύπορες κοινωνίες, όντως βομβαρδιζόμαστε αδιάκοπα από εκατοντάδες επιλογών σχετικά με το τι θα φάμε, τι θα φορέσουμε, τι θα αγοράσουμε και τι θα παρακολουθήσουμε στην τηλεόραση.
Αυτές οι επιλογές απαιτούν ελάχιστη σκέψη γιατί οι συνέπειές τους είναι εφήμερες. Αλλά υπάρχουν αποφάσεις που έχουν τόσο μεγάλη σημασία για τη ζωή μας, και μερικές φορές για τη ζωή των άλλων, που αξίζουν μια σοβαρή επένδυση χρόνου και ενεργητικής σκέψης.
Advertisment
Τέτοιες αποφάσεις είναι, για παράδειγμα, το πότε θα συζήσουμε με έναν συγκεκριμένο άντρα ή γυναίκα, αν θα παντρευτούμε, αν και πότε θα κάνουμε παιδιά, πού θα ζήσουμε, αν θα συνάψουμε εξωσυζυγική σχέση ή αν θα πάρουμε διαζύγιο ή σε ποιον θα αφήσουμε χρήματα σε μια διαθήκη. Οι αποφάσεις μας μπορεί να σχετίζονται με ανθρώπους για τους οποίους έχουμε ευθύνη. Χρειάζεται να αποφασίσουμε τι όνομα θα δώσουμε στα παιδιά μας, τι όρια συμπεριφοράς θα θέσουμε, τι πρέπει να ρυθμίσουμε για τη φροντίδα τους και σε τι σχολείο θα πρέπει να τα στείλουμε.
Κάποια επαγγέλματα έχουν ενσωματωμένες στη δομή τους αλλεπάλληλες λήψεις αποφάσεων: γιατροί, δικαστές, πολιτικοί, ακόμη και χρηματιστές, πρέπει σε καθημερινή βάση να κάνουν επιλογές με εξαιρετικά σημαντικές συνέπειες, και έχουν τα εφόδια να το κάνουν αυτό μέσα από μια εκπαίδευση στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε ό,τι αφορά τον εκάστοτε τομέα των αρμοδιοτήτων τους.
Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι καθόλου καταρτισμένοι σε βασικές τεχνικές λήψης αποφάσεων. Η λαχτάρα του κόσμου για να λάβει βοήθεια στη λήψη αποφάσεων αποκαλύφθηκε με την παγκόσμια επιτυχία του ευπώλητου βιβλίου Σκέψη, Αργή και Γρήγορη (2011) του ψυχολόγου και υποψήφιου για βραβείο Νόμπελ Ντάνιελ Κάνεμαν. Υπογραμμίζει τις διαφορές ανάμεσα στις γρήγορες, ενστικτώδεις αποφάσεις που παίρνουμε συνεχώς (τις αποκαλεί Σύστημα 1) και στις πιο αργές διαδικασίες λογικής εξέτασης (Σύστημα 2), ενώ επισημαίνει ότι και τα δύο συστήματα συχνά λειτουργούν σε στενή σύνδεση μεταξύ τους.
Advertisment
Πριν από είκοσι τρεις και πλέον αιώνες, ο Αριστοτέλης παρέθεσε μια σχεδόν πανομοιότυπη συμβουλή, αν και τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η ικανότητα της τύχης να τορπιλίζει τα πιο καλοσχεδιασμένα προγράμματα (έχοντας χάσει και τους δύο γονείς του στην πρώιμη εφηβεία του, μιλούσε εκ πείρας). Επίσης παρείχε μία ακόμα ανεκτίμητη συμβουλή την οποία αγνοούσε μέχρι και ο Κάνεμαν: τη σημασία της εξέτασης των προηγούμενων περιπτώσεων.
Μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις στη ζωή του Αριστοτέλη λήφθηκε όταν ήταν έφηβος. Μετά τον θάνατο των γονιών του τον υιοθέτησε ο γαμπρός του, Πρόξενος, και μεταξύ τους αποφάσισαν ότι ο ιδανικός τόπος για αυτόν τον εξαιρετικά ευφυή νεαρό ήταν η καλύτερη σχολή στον κόσμο – η Ακαδημία του Πλάτωνα στην Αθήνα.
Ως ο πιο ευφυής μαθητής στον οποίο δίδαξε ποτέ ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης μπόρεσε να καταπιαστεί με κάθε είδους κλάδο μελέτης, μεταξύ αυτών και με κάποιους για τους οποίους ελάχιστα ενδιαφερόταν ο Πλάτων – τις φυσικές επιστήμες. Ο Αριστοτέλης εξελίχθηκε στον πρώτο φιλόσοφο που περιέγραψε με πρακτικούς όρους τον καλύτερο τρόπο λήψης μιας απόφασης, γράφοντας με ζωντανό, πρακτικό τρόπο και χωρίς σύνθετες και ακατανόητες εκφράσεις.
Η μέθοδος απαιτεί να εξετάζουμε επαρκώς όλες τις εναλλακτικές συμπεριφορές που ενδέχεται ή όχι να μας οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων μας, προσπαθώντας να προβλέψουμε τις συνέπειες κάθε συμπεριφοράς, κι έπειτα να επιλέγουμε μία από αυτές και να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτή.
Η αρχαιοελληνική λέξη για την όλη διαδικασία της ικανοποιητικής εξέτασης και λήψης αποφάσεων είναι η εὐβουλία: το ρήμα «εξετάζω», βουλεύεσθαι, σχετίζεται με λατινογενείς λέξεις όπως «volition» (βούληση) και με το αγγλικό ρήμα «to will» (βούλομαι). Η εὐβουλία δηλώνει την ικανότητα κάποιου να εξετάζει από μόνος του και να μπορεί να αναγνωρίζει την καλή βούληση και τις λογικές αποφάσεις των άλλων.
Συνεπώς, περιλαμβάνει το να ζητάμε συμβουλές από προσεκτικά επιλεγμένους συμβούλους. Η αρχαιοελληνική έννοια της βούλησης ήταν εγγενώς συνδεδεμένη με μια εκλεπτυσμένη κατανόηση της διακυβέρνησης: αν ακόμα και οι πιο απλοί άνθρωποι πρέπει να ασκούν καλά την εξουσία, χρειάζεται να «βουλεύονται».
Άρα ο αρχαιοελληνικός όρος βουλεύεσθαι έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη που περιγράφει τη Βουλή της δημοκρατικής Αθήνας, όπου πεντακόσιοι πολίτες από κάθε κοινωνική τάξη λάμβαναν συμβουλές και στοχάζονταν περί της πολιτικής και των νομοθετικών μέτρων πριν αυτά ψηφιστούν στην Εκκλησία του Δήμου.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Edith Hall «Αριστοτέλης: Η αρχαία σοφία στη σύγχρονη ζωή» από τις εκδόσεις Διόπτρα. Μπορείτε να το βρείτε εδώ