Μεγαλύτερη πρόσβαση στον τρόπο που λειτουργούν οι ψυχώσεις και η σχιζοφρένεια έχουμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε μέσα από δύο νέες επιστημονικές έρευνες. Κάθε μια από τις συγκεκριμένες έρευνες διαθέτει επικεφαλής Έλληνες επιστήμονες, που με τα ευρήματά τους δίνουν ελπίδες για τις μελλοντικές αποτελεσματικότερες θεραπείες των ασθενών.
Συγκεκριμένα, η πρώτη μελέτη με επικεφαλής τον καθηγητή ακτινολογίας Χρήστο Νταβατζίκο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβανία βασίστηκε στη συμμετοχή 307 ασθενών ως 45 ετών με σχιζοφρένεια και 364 υγιών, που ανήκαν στην ομάδα ελέγχου.
Advertisment
Τα αποτελέσματα της έρευνας είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς ανακαλύφτηκε ότι υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι σχιζοφρένειας, που διαφέρουν μεταξύ τους από άποψη νευροανατομίας. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν, μάλιστα, στο περιοδικό νευροεπιστήμης «Brain» (Εγκέφαλος).
Υπήρξε, ωστόσο, και μια δεύτερη έρευνα που τα ευρήματά της δημοσιεύτηκαν στο αμερικάνικο περιοδικό ψυχιατρικής «JAMA Psychiatry». Η έρευνα, με επικεφαλής τον Νικόλαο Κουτσουλέρη του Πανεπιστημίου Λούντβιχ, καθηγητή νευροδιαγνωστικών εφαρμογών στην ψυχιατρική, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν πέντε διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες στις οποίες μπορούν να καταταχθούν οι ασθενείς με με ψύχωση (σχιζοφρένεια ή διπολική διαταραχή).
Η παραπάνω έρευνα μελέτησε 223 ασθενείς σε βάθος 18 μηνών και κατέληξε στη διαπίστωση ότι οι ψυχώσεις πρέπει να χωρίζονται σε πέντε υπό-ομάδες: αυτοκτονικές, άκρως λειτουργικές και σοβαρές, καταθλιπτικές, συναισθηματικές. Σύμφωνα, μάλιστα, με δηλώσεις του δρ Κουτσουλέρη «κάθε μία υποομάδα μπορεί να διακριθεί σαφώς από όλες τις άλλες με βάση τα κλινικά δεδομένα».
Advertisment
Είναι αξιοσημείωτο, για παράδειγμα, πως από σοβαρή ψύχωση υποφέρουν περισσότερο άντρες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που έχουν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια με σαφή συμπτώματα ψύχωσης, αλλά όχι κατάθλιψη ή μανία. Το σύστημα τεχνητής νοημοσύνης «HYDRA», που αναπτύχθηκε από την ομάδα του ελληνικής καταγωγής ακτινολόγου, συνέβαλλε στην ανάλυση των απεικονιστικών εξετάσεων του εγκεφάλου όλων των ατόμων.
Τα πορίσματα της έρευνας είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρώτη έρευνα, ο πιο συχνός τύπος σχιζοφρένειας χαρακτηρίζεται από μικρότερο όγκο φαιάς ουσίας στον εγκέφαλο σε σύγκριση με τους υγιείς. Αντίθετα, στον δεύτερο τύπο σχιζοφρένειας, ο οποίος και συναντάται στο 40% περίπου των ασθενών, ο όγκος είναι παρόμοιος με εκείνο των υγιών ατόμων.
Ο δρ Νταβατζίκος, ειδικός σε θέματα βιοϊατρικής απεικόνισης και ανάλυσης, επεσήμανε πως «πολλές άλλες μελέτες έχουν δείξει στο παρελθόν ότι οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια έχουν σημαντικά μικρότερους όγκους εγκεφαλικού ιστού σε σχέση με τους υγιείς. Όμως τουλάχιστον στο ένα τρίτο των ασθενών βρήκαμε ότι αυτό δεν συμβαίνει, καθώς ο εγκέφαλος τους είναι σχεδόν τελείως φυσιολογικός. Στο μέλλον δεν θα συνεχίσουμε να λέμε ότι ο ασθενής έχει σχιζοφρένεια. Θα λέμε ότι έχει αυτό τον υποτύπο σχιζοφρένειας ή αυτό το μη φυσιολογικό πρότυπο, αντί να έχουμε μια μεγάλη ομπρέλα κάτω από την οποία θα κατηγοριοποιούμε τους πάντες».
Η αλήθεια είναι πως η θεραπεία των ασθενών με σχιζοφρένεια αποτελεί ένα πολύπλοκο ζήτημα, καθώς ασθενείς με σχιζοφρένεια διαφέρουν πολύ μεταξύ τους τόσο σε ό,τι αφορά τα συμπτώματα όσο και την ανταπόκριση τους στα αντιψυχωτικά φάρμακα. Ακριβώς λόγω αυτών των διαφορών τους, η φαρμακευτική θεραπεία εμφανίζει πολύ καλά αποτελέσματα σε μια ομάδα ασθενών και καθόλου καλά σε μια άλλη ομάδα.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα της νέας έρευνας στην οποία συμμετείχαν και δύο άλλοι Έλληνες της διασποράς, ο καθηγητής ψυχιατρικής Χρήστος Παντελής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και ο επίκουρος καθηγητής βιοϊατρικής απεικόνισης και ανάλυσης Αριστείδης Σωτήρας του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον του Σεντ Λούις, οι διαφορές ενδέχεται να έχουν νευροατομική βάση.
Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι η εξιχνίαση της βιολογικής βάσης της σχιζοφρένειας θα οδηγήσει στην εφαρμογή πιο εξατομικευμένων και, συνεπώς, περισσότερο αποτελεσματικών θεραπειών. Μέχρι σήμερα, λόγω της έλλειψης επαρκών διαγνωστικών μεθόδων σαφούς διάκρισης των διαφορετικών τύπων ψυχώσεων οι ασθενείς ταξινομούνταν αναλόγως των συμπτωμάτων τους σε δύο ευρείες κατηγορίες (διπολική διαταραχή ή σχιζοφρένεια).
Το νευροϋπολογιστικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης (με μηχανική μάθηση), που βασίζεται στη μέθοδο την οποία ανέπτυξαν ο Κουτσουλέρης και οι συνεργάτες του, δίνει τη δυνατότητα κατηγοριοποίησης των ψυχωτικών ασθενών και δημιουργεί αισιοδοξία για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών στο μέλλον.