Οι περισσότεροι από εμάς θυμόμαστε νοσταλγικά την εποχή εκείνη που μπορούσαμε να τρώμε ό,τι θέλαμε και να μην παίρνουμε βάρος. Όμως, τώρα μια νέα μελέτη υποδεικνύει ότι ο μεταβολισμός μας – ο ρυθμός, δηλαδή, με τον οποίο καίμε θερμίδες – αρχίζει στην πραγματικότητα την αναπόφευκτη επιβράδυνσή του πολύ αργότερα απ’ ό,τι όλοι υποθέταμε.
Επιπλέον, τείνουμε να θεωρούμε την εφηβεία και τη δεκαετία των 20 ως την ηλικία κατά την οποία οι δυνατότητες καύσης θερμίδων φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Εντούτοις, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, κιλό προς κιλό, τα βρέφη είχαν τους υψηλότερους μεταβολικούς ρυθμούς από όλους.
Advertisment
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου του Duke, Herman Pontzer, συμμετείχε σε μια διεθνή ομάδα επιστημόνων για να αναλύσει το μέσο όρο των θερμίδων που κάηκαν από περισσότερους από 6.600 ανθρώπους ηλικίας μίας εβδομάδας έως και 95 ετών, καθώς ακολουθούσαν την καθημερινή τους ρουτίνα σε 29 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Εστιάζοντας στην εφηβεία, την εμμηνόπαυση και άλλες φάσεις της ζωής, ο Pontzer, συν-συγγραφέας της μελέτης εξεπλάγη. «Αυτό που είναι περίεργο είναι ότι η χρονική στιγμή των “μεταβολικών σταδίων της ζωής μας” δεν φαίνεται να ταιριάζει με αυτά τα τυπικά ορόσημα».
Οι προηγούμενες μελέτες μεγάλης κλίμακας μετρούσαν πόση ενέργεια χρησιμοποιεί το σώμα για την εκτέλεση βασικών ζωτικών λειτουργιών, όπως η αναπνοή, η πέψη, η άντληση αίματος – με άλλα λόγια, τις θερμίδες που χρειαζόμαστε απλώς για να παραμείνουμε στη ζωή. Όμως, αυτό ανέρχεται μόνο στο 50% – 70% των θερμίδων που καίμε κάθε μέρα. Δεν λαμβάνεται υπόψη η ενέργεια που ξοδεύουμε κάνοντας όλα τα υπόλοιπα.
Advertisment
Για να καταλήξουν σε έναν αριθμό για τη συνολική ημερήσια ενεργειακή δαπάνη, οι ερευνητές βασίστηκαν στη μέθοδο ενός τεστ ούρων που περιλαμβάνει το να πίνει κάποιος νερό στο οποίο το υδρογόνο και το οξυγόνο στα μόρια του νερού έχουν αντικατασταθεί με άλλες «βαριές» μορφές που υπάρχουν στη φύση και στη συνέχεια μετρά πόσο γρήγορα αυτές απομακρύνονται από τον οργανισμό.
Οι επιστήμονες έχουν χρησιμοποιήσει την τεχνική – που θεωρείται το χρυσό πρότυπο για τη μέτρηση της ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης κατά τη διάρκεια της κανονικής καθημερινής ζωής, εκτός εργαστηρίου – για τη μέτρηση της ενεργειακής δαπάνης σε ανθρώπους από τη δεκαετία του 1980, αλλά οι μελέτες έχουν περιοριστεί σε μέγεθος και έκταση λόγω κόστους. Έτσι, πολλά εργαστήρια αποφάσισαν να μοιραστούν τα δεδομένα τους και να συγκεντρώσουν τις μετρήσεις τους σε μια ενιαία βάση δεδομένων, για να δουν αν θα μπορούσαν να αποσπάσουν αλήθειες που δεν είχαν αποκαλυφθεί ή που είχαν μόνο υπονοηθεί σε προηγούμενες εργασίες.
Η συγκέντρωση και η ανάλυση των ενεργειακών δαπανών σε όλη τη διάρκεια της ζωής αποκάλυψε ορισμένες εκπλήξεις, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που δείχνουν ότι τα μωρά έχουν τον υψηλότερο μεταβολικό ρυθμό από όλες τις ηλικιακές ομάδες. Κατά τη διάρκεια των πρώτων 12 μηνών της ζωής ενός βρέφους, οι ενεργειακές του ανάγκες εκτοξεύονται προς τα πάνω, έτσι ώστε μέχρι τα πρώτα του γενέθλια, ένα παιδί ενός έτους καίει θερμίδες 50% ταχύτερα για το μέγεθος του σώματός του από ό,τι ένας ενήλικας.
Μετά από αυτή την αρχική έξαρση στη βρεφική ηλικία, τα δεδομένα δείχνουν ότι ο μεταβολισμός επιβραδύνεται κατά περίπου 3% κάθε χρόνο μέχρι να φτάσουμε στη δεκαετία των 20, οπότε και εξομαλύνεται σε ένα νέο φυσιολογικό επίπεδο.
Παρά το γεγονός ότι τα εφηβικά χρόνια είναι μια περίοδος έντονων αλλαγών, οι ερευνητές δεν είδαν καμία αύξηση στις ημερήσιες θερμιδικές ανάγκες στην εφηβεία, αφού έλαβαν υπόψη τους το μέγεθος του σώματος. «Πιστεύαμε πραγματικά ότι η εφηβεία θα ήταν διαφορετική και δεν είναι», δήλωσε ο Pontzer.
Τι συμβαίνει στα 30, 40 και 50;
Η μέση ηλικία ήταν μια άλλη έκπληξη. Συνήθως μας λένε ότι μετά τα 30 όλα παίρνουν την κάτω βόλτα όσον αφορά το βάρος μας. Αλλά ενώ διάφοροι παράγοντες θα μπορούσαν να εξηγήσουν την αύξηση λίπους στη μέση που συχνά εμφανίζεται μετά τα 30, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο μεταβαλλόμενος μεταβολισμός δεν είναι ένας από αυτούς.
Στην πραγματικότητα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι ενεργειακές δαπάνες κατά τη διάρκεια αυτών των μεσαίων δεκαετιών – των 20, 30, 40 και 50 ετών – ήταν οι πιο σταθερές. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι θερμιδικές ανάγκες μιας γυναίκας δεν ήταν περισσότερες ή λιγότερες από τις αναμενόμενες, δεδομένου του πρόσθετου όγκου της καθώς το μωρό μεγαλώνει.
Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι ο μεταβολισμός μας δεν αρχίζει πραγματικά να μειώνεται ξανά παρά μόνο μετά την ηλικία των 60 ετών. Η επιβράδυνση είναι σταδιακή, μόνο 0,7% ετησίως. Αλλά ένα άτομο στα 90 του χρόνια χρειάζεται 26% λιγότερες θερμίδες κάθε μέρα από κάποιον που βρίσκεται στη μέση ηλικία.
Η απώλεια μυϊκής μάζας καθώς μεγαλώνουμε μπορεί να ευθύνεται εν μέρει, λένε οι ερευνητές, καθώς οι μύες καίνε περισσότερες θερμίδες απ’ ό,τι λίπος. Αλλά αυτή δεν είναι η πλήρη εικόνα. «Ελέγξαμε τη μυϊκή μάζα», δήλωσε ο Pontzer. «Είναι επειδή τα κύτταρά της επιβραδύνονται».
Τα μοτίβα διατηρήθηκαν ακόμη και όταν ελήφθησαν υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα δραστηριότητας, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στις 12 Αυγούστου στο περιοδικό Science. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το τι οδηγεί τις αλλαγές στις ενεργειακές δαπάνες ήταν δύσκολο να αναλυθεί, επειδή η γήρανση συμβαδίζει με τόσες πολλές άλλες αλλαγές, δήλωσε ο Pontzer. Όμως η έρευνα στηρίζει την ιδέα ότι πρόκειται για κάτι περισσότερο από τις αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία στον τρόπο ζωής ή τη σύνθεση του σώματος.
«Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο μεταβολισμός των ιστών, η δουλειά που κάνουν τα κύτταρα, αλλάζει κατά τη διάρκεια της ζωής με τρόπους που δεν έχουμε εκτιμήσει πλήρως μέχρι σήμερα», δήλωσε ο Pontzer. «Χρειάζεται πραγματικά ένα μεγάλο σύνολο δεδομένων όπως αυτό για να προσεγγίσουμε αυτά τα ερωτήματα».
Πηγή:
www.goodnewsnetwork.org/metabolism-does-not-slow-down-in-midlife-adulthood