Το πολύ αλάτι μπορεί να προκαλέσει γνωστικά ελλείμματα, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Neuroscience. Ευτυχώς, αυτές οι αρνητικές συνέπειες μπορούν να αντιστραφούν και η νέα αυτή έρευνα δείχνει το πώς.
Είναι φυσικά γνωστό το γεγονός ότι οι μεγάλες ποσότητες αλατιού στη διατροφή μας αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών νόσων και υπέρτασης.
Advertisment
Αλλά αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι τα προβλήματα που σχετίζονται με τον εγκέφαλο, όπως το εγκεφαλικό επεισόδιο, οι γνωστικές δυσλειτουργίες και οι καρδιαγγειακές παθήσεις, όλες συνδέονται με τις μεγάλες ποσότητες αλατιού που μπορεί να καταναλώνουμε.
Όπως εξηγούν οι ερευνητές της νέας αυτής μελέτης, προτάθηκε ένας πιθανός μηχανισμός πίσω από αυτές τις αρνητικές συνέπειες ότι εμπλέκει τα αποκαλούμενα ως ενδοθηλιακά κύτταρα μέσα στα εγκεφαλικά αιμοφόρα αγγεία.
Τα ενδοθηλιακά κύτταρα κατευθύνουν (ευθυγραμμίζουν) τα αιμοφόρα αγγεία μας και είναι υπεύθυνα για τη ρύθμιση του αγγειακού τόνου – αλλά η υψηλή πρόσληψη αλατιού έχει συνδεθεί με δυσλειτουργίες αυτών των κυττάρων.
Advertisment
Αν και είναι γνωστό ότι η επιθηλιακή δυσλειτουργία μπορεί να φέρει μια πληθώρα χρόνιων παθήσεων, δεν παραμένει ξεκάθαρο πώς ακριβώς η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία που προκαλείται από το πολύ αλάτι μπορεί να επηρεάσει μακροπρόθεσμα τον εγκέφαλο.
Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, δεδομένου ότι ο εγκέφαλος εξαρτάται κατά πολύ από μία σταθερή και ομαλή ροή οξυγόνου για να λειτουργεί επαρκώς, εξηγούν οι ερευνητές με υπεύθυνο έρευνας τον Constantino Iadecola από το Weill Cornell Medicine της Νέας Υόρκης.
Στο άρθρο τους, ο Iadecola και οι συνάδελφοί του απέδειξαν πώς οι υπερβολικές ποσότητες αλατιού επιδρούν στο γαστρεντερικό μας σύστημα, στο ανοσοποιητικό και, τελικά, στον εγκέφαλό μας.
Πώς το πολύ αλάτι επηρεάζει τον άξονα εντέρου – εγκεφάλου
Ο Iadecola και η ομάδα του χορήγησαν σε μια ομάδα ποντικιών την αντίστοιχη ποσότητα αλατιού ενός διατροφικού ανθρώπινου προγράμματος για μια περίοδο 12 εβδομάδων.
Μετά τις πρώτες εβδομάδες, παρατηρήθηκε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, όπως και μειωμένη ροή αίματος στον εγκέφαλο. Επιπλέον, τα συμπεριφορικά τεστ αποκάλυψαν εξασθένιση των γνωστικών λειτουργιών στα τρωκτικά. Η πίεσή τους, ωστόσο, παρέμεινε ίδια.
Μια σημαντική ανακάλυψη ήταν η αύξηση των λευκοκυττάρων TH17 του εντέρου. Με τη σειρά του, ο υψηλός αριθμός αυτών οδήγησε σε μια αύξηση στα επίπεδα ενός προ-φλεγμονώδους μορίου που ονομάζεται ιντερλευκίνη-17 (IL-17).
Οι ερευνητές μπόρεσαν επίσης να αναγνωρίσουν το μοριακό μονοπάτι μέσα από το οποίο τα υψηλότερα επίπεδα IL-17 στο αίμα οδηγούσαν στα αρνητικά γνωστικά και εγκεφαλοαγγειακά αποτελέσματα.
Οι ερευνητές ήθελαν να δούνε αν τα αποτελέσματα θα επαναλαμβάνονταν σε ανθρώπινα κύτταρα. Έτσι, χορήγησαν σε ανθρώπινα ενδοθηλιακά κύτταρα IL-17 και πήραν παρόμοια αποτελέσματα.
Όπως εξήγησαν οι ερευνητές: «Τα ευρήματα αποκαλύπτουν έναν άξονα εντέρου- εγκεφάλου, μέσα από τον οποίο περιβαλλοντικοί παράγοντες που συνδέονται με τη διατροφή, προκαλούν μια προσαρμοστική ανοσοποιητική απάντηση στο έντερο, ενισχύοντας μια νευροαγγειακή απορρύθμιση και γνωστική εξασθένιση».
Οι διατροφικές αλλαγές μπορούν να αντιστρέψουν τα αρνητικά αποτελέσματα
Τα καλά νέα είναι ότι οι αρνητικές επιδράσεις που φέρνει μια δίαιτα με πολύ αλάτι φαίνεται να είναι αναστρέψιμες. Τα ποντίκια, που έκαναν και πάλι μια φυσιολογική διατροφή μετά τις 12 εβδομάδες, έδειξαν ενθαρρυντικά αποτελέσματα.
«Τα βλαβερά αποτελέσματα αντιστράφηκαν στα ποντίκια που επέστρεψαν σε μια φυσιολογική διατροφή, υποδεικνύοντας και αντιστρεψιμότητα της πιθανής αγγειακής δυσλειτουργίας και της γνωστικής εξασθένισης», γράφουν οι συγγραφείς.
Επιπλέον, οι ερευνητές δοκίμασαν ένα φάρμακο που επίσης ανέστρεφε τις επιδράσεις της υπερβολικής ποσότητας αλατιού. Το αμινοξύ L- αργινίνη είχε τα ίδια θετικά αποτελέσματα σε ποντίκια, όσο και η επιστροφή τους σε μια φυσιολογική διατροφή.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι αλλαγές στον τρόπο ζωής -ή μια νέα τάξη φαρμάκων- μπορούν να βοηθήσουν την αντιστροφή των αρνητικών επιδράσεων μιας δίαιτας που περιέχει πολύ αλάτι.
Πηγές:
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4758556/
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5334786/
https://www.nature.com/articles/s41593-017-0059-z
https://www.ijbs.com/v09p1057.htm